Tuesday 18 December 2007

Ταξινομήσεις

Σημειώσεις με μαλακό μολύβι
φράσεις από καιρό αποφασισμένες
σαν τα δάκρυα που έφεραν οι νότες
και η αξιοπρέπεια δεν μπόρεσε να εμποδίσει∙
κύλησαν μόνα τους
χωρίς αιδώ ανάμεσα στον κόσμο

Χτες άνοιξα το ντουλάπι
εκεί που πλέον κατοικεί το μεγαλείο σου
στριμωγμένο σε φθαρμένους φακέλους
έξω το όνομα του έργου
με μικρά κεφαλαία
-πάνε δεκαπέντε χρόνια-
μέσα λέξεις που διατηρούν το σφρίγος

Κάθισα στο χαλί
τους στοίβαζα στα πόδια μου
τους άξιζε μια νέα ταξινόμηση
το βάρος τους ήδη πελώριο
βάρυναν κι άλλο από τα χρόνια
γράμματα και προτάσεις

Καθένας έδειχνε το πόσο υπολείπομαι
κόντρα στη πατρική σου προσδοκία
ξέρω η σύγκριση είναι λάθος
σήμερα εγώ μαγείρεψα
και πλήρωσα κάτι λογαριασμούς που λήγανε

Τους έβαλα πίσω στη θέση τους
κλείδωσα το ντουλάπι
μια δυο αράδες θα φταναν
αν με επισκεπτόσουν
δικαιολογώντας μου το τώρα
πως κάτι βήματα μικρά
κι εγώ τα έκανα

Ομως τη άλλη μέρα
δεν θυμάμαι τίποτα
ούτε καν αν συναντηθήκαμε
μες τα σχήματα των ονείρων μου
χρωματισμένα από το τρέχον
υλικό της καθημερινότητας

Wednesday 5 December 2007

Κόκκινο.Της φωτιάς.

Το τέταρτο νύχι μου στο αριστερό χέρι πάντα βάφεται καλύτερα. Φταίει άραγε η πιο λεία επιφάνειά του ή είναι ιδεώδης η γωνία που σχηματίζει το δεξί χέρι που κρατάει το πινέλο; Το καμαρώνω.
Είμαι πολύ ενοχική. Ενας ενοχικός άνθρωπος θα μπορούσε να έχει αναστολές ακόμα και για τα βαμμένα νύχια. Μερικές φορές όταν το βλέμμα κάποιου πέφτει στα χέρια μου, νιώθω πως κατατάσσομαι αυτόματα σε κατηγορίες: νοικοκυρά, χασομέρω, κοκέτα, ψιλοκατίνα, τακτοποιημένη, λαϊκόβια. Ενα σωρό λάθος πληροφορίες που δίνουν δέκα δάχτυλα για μένα. Ισως με κάνει να φαίνομαι και κάπως καθωσπρέπει, κάτι που αντιπαθώ περισσότερο και από την αδικία. Σίγουρες, αυθαίρετες, πρώτες εντυπώσεις.
Την εποχή που ήμουν παντρεμένη το βάψιμο των νυχιών ήταν απαγορευμένο. Μόνο ένα διαφανές άντε και λίγο ρόζ επιτρεπόταν. «Τα σιχαίνομαι» συνήθιζε να λέει. Οι φοβίες πολύ συχνά δημιουργούν υποταγή. Σε καθηλώνουν, σε υποτάσσουν, σε συμμορφώνουν. Εκτοτε τα βάφω ανελλιπώς. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να υπενθυμίζω στον εαυτό μου οτι πια τα πράγματα είναι αλλιώς, οτι είμαι ελεύθερη, οτι δεν φοβάμαι. Οσο πιο έντονα τόσο καλύτερα. Επειτα είναι και η εικόνα του κόκκινου να κρατάει το ποτήρι του κρασιού, το τσιγάρο, να χαϊδεύει απαλά το μάγουλο, που με σαγηνεύει.
Την πρώτη μέρα του χωρισμού, περπατώντας στο δρόμο μόνη μου και φοβισμένη αλλά με τον ενθουσιασμό του μικρού παιδιού, αγόρασα τέσσερα. Ηταν όλα κόκκινα. Κάθε φορά που τα βάφω είμαι πάλι εγώ.

Wednesday 28 November 2007

Η ψευδής απώλεια του ανύπαρκτου

Πηγαίνεις στην αστυνομία για να αλλάξεις ταυτότητα λόγω παλαιότητος. Σου λένε οτι πρέπει πρώτα να ακυρωθεί η παλιά από το τμήμα που την είχες εκδόσει τότε. Συμπληρώνεις τα χαρτιά. Λένε οτι είναι μια διαδικασία μιας εβδομάδας, να τηλεφωνήσεις να σου πουν οτι ακυρώθηκε για να προσκομίσεις τα καινούργια δικαιολογητικά. Σε μια βδομάδα τηλεφωνείς –όχι δεν ήρθε ακόμα η ειδοποίηση. Παίρνεις την επόμενη, ούτε. Σε τρείς βδομάδες πάλι όχι. Την τέταρτη το ξεχνάς. Παίρνεις σε δύο μήνες –όχι δεν έχει ακυρωθεί. Ξανά την άνοιξη. Λίγο πριν το καλοκαίρι ξανατηλεφωνείς. Τίποτα. Πας διακοπές. Περνάει ο Σεπτέμβριος, ο Οκτώβριος. Αποφασίζεις να δηλώσεις απώλεια για να τελειώνεις.
Στο γραφείο ταυτοτήτων, νωρίς το πρωί μια Δευτέρα του Νοεμβρίου, δηλώνεις απώλεια. Συμπληρώνεις μια δήλωση. Ζητάνε τον αριθμό του παλιού δελτίου. Στον υπολογιστή βρίσκουν την ταυτότητα ακυρωμένη εδώ και μήνες. «Δεν υπάρχει πιά» σου λένε. Ρωτάνε αν είχες ζητήσει ακύρωση λόγω παλαιότητος. Απαντάς. Μιλάς για τις βδομάδες, για τους μήνες. Ρωτάνε αν πράγματι την έχασες. Είναι πολύ αργά για να αρνηθείς. Σου λένε «έλα αν είναι έτσι πες το, γιατί δηλώνεις απώλεια σε κάτι που δεν υπάρχει. Ακυρωμένο. Ακυρο. Το λέει και η λέξη. Ντρέπεσαι αλλά δεν μπορείς να κάνεις πίσω. Δηλώνεις την υποτιθέμενη ημέρα απώλειας. «Πριν τρεις μέρες». Υπογράφεις. Ο αστυνόμος υποψιάζεται οτι την έχεις στο σπίτι. Το λέει. Το αρνείσαι κατηγορηματικά.
Δηλώνουν απώλεια της ακυρωμένης ταυτότητας. Το βρίσκουν αντιφατικό. Για την αστυνομία για μήνες δεν ήσουνα κανένας. Κι ας υπέγραφες έντυπα, νοίκιαζες δωμάτια, έβγαζες εισιτήρια, έπαιρνες χρήματα, παραλάμβανες συστημένα. Σήμερα –ανυποψίαστος- υπέγραψες την απώλεια ενός εγγράφου που δεν υπάρχει.
Με την καινούργια ταυτότητα στην τσέπη χαμογέλασες ενώ διέσχιζες τον δρόμο, ξανά με ονοματεπώνυμο. Μήνες μετά.

Monday 8 October 2007

Περιστροφές

Σημείωσα σ’ ένα χαρτί αυτό που λέει ο αδελφός μου: «όταν γράφεις σημασία έχει τι θες να πείς και αν αυτό μπορεί να ενδιαφέρει και άλλους». Κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας. Ξέρει τι λέει. Από το ανοιχτό παράθυρο έρχονταν οι μυρωδιές από τα Κυριακάτικα φαγητά. Μοσχαράκι κοκκινιστό ως επί το πλείστον, σκόρδο και ντομάτα που βράζει. Αξεπέραστη μυρωδιά. Θα είχαν καλεσμένους στο τραπέζι τους; Ανθρώπους που αγαπούσαν ή απλώς υποχρεώσεις; Θα επιναν κρασί, ο ήλιος θα έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα της τραπεζαρίας, το καλό τραπεζομάντηλο θα ήταν στρωμένο, κάποιος θα έλεγε αστεία, στο τέλος λίγο ζαλισμένοι θα αγαπιόντουσαν περισσότερο. Θα έκοβαν το γλυκό και θα έψηναν καφέ. Τα παιδιά θα έπαιζαν παρακεί. Θα είχε φτάσει απόγευμα.
Ανοιξα την καφετιέρα και έφτιαξα πρωινό. Υπήρχαν μαθήματα της κόρης μου που δεν είχαν προλάβει να γίνουν την προηγούμενη. Οτι χειρότερο για Κυριακή. Ηπια δυό γουλιές καφέ. Απλωσα ένα πλυντήριο. Αρχίσαμε. Ο χρόνος έχει μια μοναδική ικανότητα να περνάει πολύ γρήγορα όταν τον χρειάζεσαι και πολύ αργά όταν βαριέσαι. Τα μισάωρα περνούσαν με ιλλιγγιώδη ταχύτητα, βρίσκοντάς μας σκυμμένες πάνω από τα ανοιχτά τετράδια 52 – 6 = 52 – 2 – 4. Εδωσα πολλά παραδείγματα. Δεκάδες και μονάδες αχταρμάς. Οσο πέρναγε η ώρα εκνευριζόμουν.
Αναψα τσιγάρο.


Μικρές μαυρόασπρες γραμμές λόγου σχηματίζονται στο χαρτί. Ο ήχος των λέξεων χτυπά ρυθμικά στο μυαλό μου. Πρέπει να διατηρήσω το τέμπο. Την αρμονία πάση θυσία. Σαν παρτιτούρα. Σταματάω την πρόταση νωρίς. Λέξεις απλές. Οχι πολλά επίθετα. Λιτά. Ξαναδιαβάζω και διορθώνω: αντί για μήπως γράφω ίσως, αντί για έπειτα μετά. Ο ήχος των λέξεων αυτονομείται. Ολοκληρώνει το πρώτο μέρος μια σωπηλής ανάγνωσης. Το κείμενο οφείλει να ρέει. Οπως και τα νοήματα. Ξεκινάω απ’ την αρχή. Διαβάζω πάλι. Κοντοστέκομαι στα κόμματα, διακόπτω στις τελείες.
Αφορμή μια καθημερινή εικόνα που προκαλεί μια σκέψη. Την παρακολουθώ να διαλύεται μέσα σε συνειρμούς, έπειτα να ξανασυντίθεται με αυθαιρεσία. Να σχεδιάζει καταστάσεις και σκηνές της φαντασίας. Να ξαναγεννιέται μετά, εκτοξευμένη στο χρόνο – θυμίζοντας αδιόρατα την πραγματική, εκτελώντας παραγγελμένες προσδοκίες και θελημένες προβολές.


Και η σκέψη, η αρχική τώρα συγκεχυμένη. Ποιό ξεκίνησε πρώτο σημασία δεν έχει και κανείς δεν ξέρει να πεί.
Περπατάω, σταματάω, κοιτάζω ίσια μπροστά . Σημειώνω. Σημειώνω.
Φράσεις, νοήματα και εικόνες.
Μια μέρα θα αποτελέσουν ένα άλμπουμ λέξεων, ένα λεξικό εικόνων.
Γυρίζω.
Αυτήν την εποχή γυρίζω. Γύρω από τον άξονά μου. Για την ακρίβεια απλώς περιστρέφομαι.

Saturday 6 October 2007

Ησυχες μέρες του Οκτωβρίου

Περπάτησα μετά από καιρό στο κέντρο. Μπήκα μετά από καιρό στο μετρό. Στο Μοναστηράκι ο ήλιος μου έκαψε τα μάτια. Στην Αμερικάνικη αγορά στη Σοφοκλέους χώθηκα στις ντάνες με τα ρούχα. Τραβούσα, με λίγη ενοχή είναι η αλήθεια, παιδικά μπλουζάκια και γούνες λεοπαρδαλέ, παιδικά αμπιγιέ φορέματα, κάποια όμορφα, κάποια τελείως κιτσάτα. Από τα ανοιχτά παράθυρα η μυρωδιά των κρεάτων δοκίμαζε τα ρουθούνια μου. Ανέβηκα τα μαρμάρινα σκαλιά, φαγωμένα από το χρόνο, βουλιαγμένα από τη χρήση. Τα μάρμαρα λιώνουν. Σκέφτηκα πως αόρατα μόρια αποκολλώνται και παρασύρονται από τα βήματά μας, από το σύρσιμο που κάνει το παπούτσι πάνω στη στιλπνή επιφάνεια. Τα κουβαλάμε μαζί μας για μερικά μέτρα, μετά τα ξανααφήνουμε στη γη. Τα σκαλοπάτια αυτά φαγώθηκαν από εκατομμύρια βήματα μέσα σε αρκετές δεκαετίες. Το υλικό όμως είναι συμπαγές. Ηταν εκεί πριν την πρώτη φορά που πήγα, μια θυμωμένη έφηβη που έψαχνε για αμπέχονα, θα είναι εκεί όταν εγώ δεν θα υπάρχω. «Βάλε και κάτι κοριτσίστικο» ωρυόταν η μαμά μου. Ισως αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που τα φόραγα, όπως θα καταλάβαινα χρόνια μετά. Διάλεξα ένα βελούδινο μπλέ φόρεμα για την κόρη μου και ένα σακάκι μαύρο με λεπτές γκρίζες ρίγες που πολύ θα της πηγαίνει.



Στη Νικίου μπήκα στο παλιό ασανσέρ. Στην αποθήκη του Βαγγέλη έκανα όπως πάντα ένα γύρω στους στενούς διαδρόμους με τα υφάσματα. Χάιδεψα μερικά που μου άρεσαν. Πέρασα το χέρι μου πάνω από το τόπι με τον κοραλί ταφτά. Αγόρασα δέκα οκτώ μέτρα. Προς ένα ευρώ το μέτρο. Θα το κάνω κουρτίνες. Το ραδιόφωνο έπαιζε βαριά λαϊκά. Η ζέστη ήταν μεγάλη. Είδα το εαυτό μου να περπατάει προς την Ομόνοια και μετά στην πλατεία Κάννιγγος συνειδητοποίησα οτι πάντα μου άρεσε αυτή η βόλτα και πάντα με ησύχαζε, εμένα μια θυμωμένη έφηβη, μια ανεπαρκή κόρη, μια σαστισμένη μητέρα.

Monday 1 October 2007

Συναντήσεις και διαδρομές


Οκτώ και σαράντα εφτά. Πρωί. Δεξιά η λίστα με τις δουλειές. Θα την μουτζουρώσω το μεσημέρι, όταν όλες ή κάποιες θα έχουν εκτελεστεί. Γυρίζω μες το σπίτι. Κοιτάζω την παλιά βιβλιοθήκη από γκρίζα μελαμίνη. Θα την αντικαταστήσω. Με υλικό πιο αληθινό. Φτιάχνω τα δωμάτια. Είναι ο μήνας που πάντα θέλω να μετακομίζω.



Είναι η αναζήτηση του νέου που κοροϊδεύει για λίγο διάστημα τα μόνιμα κενά. Στην ουσία θέλω να βρώ έναν στόχο, αυτόν που λένε οτι έχει κανείς πάντα στη ζωή του ως προορισμό, έστω κι αν είναι κρυμμένος - σε άλλους από νωρίς φανερωμένος, σε μένα ακόμα θολός. Απευθύνομαι σε βιβλία, φαντασιώσεις, ασαφή όνειρα και διαισθήσεις, από καιρό μπλοκαρισμένα και στην ουσία εντελώς κατευθυνόμενα. Συμπεράσματα να βγούνε με την εις άτοπον απαγωγή. Διαβάζω για άλλες ζωές που προηγούνται, και άλλες που ίσως έπονται. Αυτό με ανακουφίζει.


Για τα βασικά πρόσωπα της ζωής μας που έχουμε συναντήσει άλλες πολλές φορές μέσα σε εκατοντάδες χρόνια. Αυτός που τώρα είναι ο άντρας μας και ήταν κάποτε ο πατέρας μας, η μάνα, ή ο γιός μας. Οραματίζομαι τους πιθανούς ρόλους που έπαιξαν οι αγαπημένοι μου. Μετά τις δύσκολες σχέσεις. Τι τους έχω κάνει και τι μου έχουν κάνει. Πόσο έχω πληρώσει και πόσο ακόμα χρωστάω. Κοιτάζω τη μητέρα μου χαμένη μέσα στην άννοια. Να το έχει διαλέξει άραγε αυτό; Ανάμεσα σε δυό ζωές, συνειδητά; Τώρα την κοιτάζω με κατανόηση. Θυμώνω λιγότερο για όσα δεν μου έδωσε. Μπορεί και να μου το χρωστούσε. Μπορεί κι’ εγώ να την είχα βασανίσει σε κάποιον άλλο τόπο και χρόνο, άγνωστο σ΄αυτή τη διάσταση, συγκεκριμένο σε κάποια άλλη. Και ο πατέρας της κόρης μου, που όταν τον πρωτοείδα ήξερα οτι θα πορευτούμε μαζί. Το ένιωσα ξεκάθαρα. Χρόνια μετά θα αναρωτιόμουν το γιατί. Ισως το παιδί μας, να μας διάλεξε για γονείς. Αυτό και μόνον.


Το βιβλίο μιλάει για λύσεις. Που πρέπει να δοθούν σε τούτη εδώ τη ζωή πριν να είναι αργά. Πριν ταξιδέψουν σε καταστάσεις παρόμοιες στις επόμενες, έως να εφαρμοστούν.
Για αγάπη και κατανόηση. Για θεραπεία. Με βολεύει αυτή η θεωρία. Με συγκινεί και με βολεύει. Μου απομακρύνει το χρόνο σε απόσταση ασφάλειας. Η ζωή αυτή φαντάζει μια ήσυχη γραμμή χαραγμένη στη μεγάλη λίμνη και τότε πονάει λιγότερο, μετανιώνει σπανιότερα, συγχωρεί ευκολότερα και πάνω απ’ όλα ελπίζει.
Η αγωνία του φθινοπώρου –ως μια καινούργια αρχή- μετριάζεται. Ο χρόνος κυλάει πιο αργά. Ο στόχος θα με συναντήσει. Η εντολή έχει δοθεί. Πολύ πριν κλάψω για πρώτη φορά στο μαιευτήριο. Οταν θα είμαι έτοιμη, τότε θα εμφανιστεί. Θα μοιάζει με σύμπτωση. Οπως όλα τα μοιραία στη ζωή πράγματα. Θα το καταλάβω αμέσως.

Wednesday 19 September 2007

Οτι θυμάμαι χαίρομαι


Πρώτη στάση ήταν η Μύκονος. Τέλη Ιουνίου. Οικογενειακά. Χωρίς nightlife, αλλά με υπέροχα μπάνια στη Λιά και μεσημέρια στο Φωκό με τη θάλασσα ανταριασμένη, ο βοριάς να μπαίνει από το παράθυρο της ταβέρνας με τα ξύλινα τραπέζια. Κλείνανε στις εφτά. Μετά μας άφηναν με το κρασί μας, φεύγοντας να κλείναμε τη μικρή πόρτα μη μπει καμμιά κατσίκα. Ησυχία.



Από την Εύβοια δεν θυμάμαι πολλά πράγματα παρά μόνο ότι πήγαμε να καούμε τρεις φορές σε ένα καλοκαίρι. Και τις τρείς η φωτιά πέρασε από πολύ κοντά. Ήταν παράξενο συναίσθημα. Καθόμασταν στο μώλο, ο ήλιος είχε κρυφτεί από τον καπνό. Κοιτάζαμε την παραλία που παίζαμε παιδιά να αχνοφαίνεται μέσα στους καπνούς, το σπίτι στην άκρη, το μοναδικό σπίτι εκεί μακριά που μας φαινόταν εκδρομή να πάμε να αχνίζει, ο κήπος του να καίγεται. Τώρα φαινόταν πολύ κοντά. Την άλλη μέρα το απόγευμα ακόμα κάπνιζαν δέντρα και θάμνοι, δεν μπορούσες να ανασάνεις. Οι τρεις βράχοι είχαν καεί. Δεν ξαναπήγαμε εκεί για μπάνιο φέτος.



Στον Βόλο ήμουνα κουμπάρα. Φτάσαμε την παραμονή του γάμου βραδάκι. Ηταν το τραπέζι των συγγενών. Ξεφορτώνοντας τα πράγματα στη ρεσεψιόν κάτι έλειπε. Ηταν η βαλίτσα μου. Είχε μείνει στην Αθήνα. Φορούσα ένα σορτσάκι τζήν με ξέφτια και ένα μπλουζάκι με τιράντες. Ηταν Τετάρτη βράδυ. Ολα τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Μισή ώρα αργότερα πήγαμε στο τραπέζι, μία ώρα καθυστερημένοι. Φορούσα ένα παρεό που είχα αγοράσει σε ένα μαγαζί με τουριστικά, σημαίες, τσολιαδάκια.
Την άλλη μέρα άργησα πέντε λεπτά. Πίναμε κάτι τσίπουρα και γιορτάζαμε την άφιξη της βαλίτσας. Ο γάμος ήταν πολύ ωραίος. Στο δημαρχείο, σε μια πλατεία με πλατάνια σε ένα χωριό έξω από τον Βόλο, με ζέστη ανυπόφορη. Σ΄ ένα μπάρ με ευκάλυπτους πάνω στη θάλασσα ανταλλάξαμε όρκους αιώνιας φιλίας. Το διαλύσαμε στις πέντε. Την άλλη μέρα φεύγαμε για Πήλιο.




Στον Κισσό Πηλίου ξύπνησα την τρίτη μέρα τα ξημερώματα από τη βροχή. Σηκώθηκα και κοίταξα από το παράθυρο. Είχε ομίχλη φοβερή. Πέρα από τα πρώτα δέντρα δεν έβλεπες τίποτα. Η θάλασσα ήταν άφαντη. Το νερό έπεφτε με ορμή από τις στέγες στα λούκια και μετά στο δρόμο, κάνοντας τον χαρακτηριστικό του θόρυβο. Το πρωί η βροχή είχε σταματήσει. Τα πλατάνια θρόιζαν απαλά, ο ήλιος ξεμυτούσε που και που. Μέχρι να μαζέψουμε τα πράγματα ήταν πάλι καλοκαίρι.



Σε δυαδικό σχήμα εκεί κάπου στη μέση του Αυγούστου. Βρέθηκα επιτέλους. Οικογένεια και υποχρεώσεις πριν και μετά. Πυρετός και δέκατα. Ρακόμελα στο καφενείο Φολέγανδρος. Μπάνιο στο Λιβαδάκι. Οι μέρες που περνούσαν. Sudoku και σιωπή. Να αφουγκραστούμε την ηρεμία. Εξω από την Αστάρτη το βράδυ όλοι μαζί γνωστοί άγνωστοι, τραγουδιστές χωρίς μουσική. Κάποιος έριχνε μια ζεμπεκιά πιο πέρα. Μετά στον φούρνο και τέλος στο δωμάτιο τα μάτια να κλείνουν και ένας βραχνοκόκκορας να προσπαθεί να καλωσορίσει την αυγή. Οι μέρες περνούσαν, το πρόγραμμα έμενε ίδιο. Ο χρόνος μετρούσε αλλιώς. Εγώ μετρούσα τα λάθη. Και τα σωστά, καμμιά μέρα που τα πράγματα και οι καταστάσεις χωρούσαν κάτω από τα δέντρα της πλατείας. Και η απαλή μουσική με έσπρωχνε να ψάξω το νόημα που με επιμέλεια κρύβεται χρόνια ολόκληρα πίσω από τα γεγονότα, εκείνα που δεν μπορείς να πεις αν τα διάλεξες ή σε διαλέξανε, το νόημα που κρύβεται πίσω από τον Γολγοθά τον προσωπικό του καθενός.
Τίποτα δεν βρήκα. Μόνο γύριζα τις σελίδες του βιβλίου, χάζευα τον κόσμο και μετέθετα τις μεγάλες σκέψεις μια μέρα μετά και μετά μια μέρα μετά, μέχρι πού έφυγα όπως είχα έρθει με το ίδιο καράβι, την ίδια ώρα και με τέσσερα μποφόρ, με τις ίδιες απορίες και σχεδόν την ίδια κούραση.




Κάπου μακριά χάνονται στο μυαλό μου κουβάρι οι εικόνες. Ανακατεμένες λιακάδες και δροσερά βράδια. Πιο σωστά αποτυπωμένα στη γεμάτη μνήμη της μηχανής μου περιμένουν να εκτυπωθούν. Σύντομα. Πρέπει να ταξινομήσω τις φωτογραφίες. Και τις παλιές. Και τις πιο παλιές. Ακόμα και του γάμου μου πρέπει να τακτοποιήσω σε άλμπουμ. Τέσσερα χρόνια μετά το διαζύγιο.



Πρέπει να μαζέψω τα αποδεικτικά στοιχεία της ζωής μου. Αυτά που δείχνουν πέρα από κάθε αμφιβολία οτι έζησα.

Monday 18 June 2007

Οι ζωές των άλλων



Η μέρα ήταν ζεστή. Αναψα την καφετιέρα και πήγα στο σαλόνι. Κάτω από το κουφωμένο παράθυρο ξάπλωσα για λίγο στον καναπέ. Ενα μικρό ρεύμα με δρόσιζε και γρήγορα ξαναβυθίστηκα σ’ έναν ύπνο σύντομο, λίγο κλεμμένο και ένοχο. Είχα πολλές δουλειές που τις σημείωσα σ’ ενα κομματάκι χαρτί που το ’παιρνα μαζί μου από δωμάτιο σε δωμάτιο, μέχρι που δεν έκανα καμμία. Μόνο τον οδοντίατρο. Φόρεσα την καινούργια γέφυρα και εκεί σε μια γωνιά του Πειραιά από αυτές που ακόμα έχουν γειτονιές και νοικοκυρές στην πόρτα που τα λένε με τις γειτόνισσες, καθίσαμε με τον Μ., που είχε ως τότε έρθει να με βρεί, σε ένα καφενείο σε έναν πεζόδρομο με μουριές και μπλε τραπέζια. Φάγαμε μπακαλιάρο σκορδαλιά και χόρτα. Ενας νεαρός αλλοδαπός ήρθε με ένα τρίκυκλο και πουλούσε ψάρια που είχε πάρει τα ξημερώματα από την ιχθυόσκαλα.



Η γειτονιά ήταν ήσυχη, μόνο πού και πού κάποιες κοπέλες διέσχιζαν το απέναντι πεζοδρόμιο πηγαίνοντας μάλλον κάτι να ψωνίσουν και επέστρεφαν. Σαν εκείνη που ήταν αρκετά παχουλή και φορούσε κοντό παντελόνι βεραμάν και μπλούζα μαύρη με βαθύ ντεκολτέ, έξω η κοιλιά και τα στήθη της ξεχύλιζαν κάτω από τις μασχάλες. Ενα ντύσιμο παράταιρο για την ώρα και τη στιγμή. Περπατούσε με σιγουριά, φορούσε τακούνια που χτυπούσαν στο πλακόστρωτο, ήταν μελαχροινή και λικνιζόταν. Σε λίγο ξαναπέρασε βαστώντας ένα πακέτο τσιγάρα στο χέρι και χάθηκε στο παρακεί διώροφο με την λουλουδιασμένη σιδεριά στην πόρτα. Οι άντρες την κοίταξαν και σκέφτηκα οτι ο σκοπός της είχε επιτευχθεί, έστω και φευγαλέα, σε μια σύντομη διαδρομή πενήντα μέτρων.
Τρεις δρόμους πιο κεί αρχίζει το Κερατσίνι μας είπε ο αεροπόρος που έχει το κατάστημα και συνέχισε να μιλάει για την Εύβοια και ένα μαγαζί που είχε εκεί πριν χρόνια.



Η ζέστη μπαίνει από τα παράθυρα. Το καλοκαίρι είναι εδώ. Οι μυρωδιές της Ανοιξης έχουν χαθεί. Τη θέση τους έχει πάρει ο νοτιάς και μερικές φορές όταν φυσάει η αλμύρα φτάνει ως το σπίτι, η μυρωδιά του αντηλιακού πλημμυρίζει τα ρουθούνια μου, ένας συνειρμός αυθαίρετος και αυτόματος, που συνοδεύεται από εικόνες χρυσαφένιου ήλιου πάνω στο δέρμα. Στο δέρμα του καθενός ή στο αγαπημένο.
Οι δρόμοι μυρίζουν. Η άσφαλτος αναδίδει μια βρώμα που οι άλλες εποχές καταφέρνουν να καλύπτουν.
Περπατούσα στις πλάκες, ρυθμίζοντας τα βήματά μου ώστε να μην πατάω τους αρμούς, οι ήχοι από τα διαμερίσματα ταξίδευαν δημόσια, κάποιοι έβλεπαν τηλεόραση δυνατά, άλλοι άκουγαν μουσική. Περπατούσα μηχανικά ως το περίπτερο. Εξω απο ένα σπίτι συναντήθηκα με μια ευωδιά. Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα για να αποσαφηνιστεί. Οχι δεν ήταν γιασεμί. Ηταν απο μαλακτικό πλυντηρίου. Κοίταξα προς το μπαλκόνι. Ρούχα δεν υπήρχαν απλωμένα. Ούτε και γιασεμιά.



Σε θερινό σινεμά είχα να πάω πάνω από τρία χρόνια. Παρκάραμε εύκολα την ώρα που άλλαζαν οι προβολές. Μου φάνηκε τεράστιο. Στο συγκεκριμένο είχα χρόνια να πάω. Φοβήθηκα τον θόρυβο από την πολυσύχναστη περιοχή, όμως ήταν τελικά πολύ ήσυχα. Τα γιασεμιά δεν μύριζαν στον κινηματογράφο. Ενα μικρό γατάκι έπαιζε με τα χαλίκια. «Οι ζωές των άλλων» με συγκίνησαν πολύ. Είχα πολύ καιρό να καθηλωθώ τόσο από ταινία. Ηταν ένα ποίημα ειπωμένο με απλές εικόνες. Χαμηλών τόνων, αφήγηση σε ευθεία γραμμή, χωρίς εντυπωσιασμούς, απέφευγε να είναι μελό. Ενιωσα τι ωραίο πράγμα είναι η δημιουργία και το να φλέγεσαι να πεις αυτό που θέλεις. Κατάλαβα γιατί συνέρρεαν όλον το χειμώνα στο Αστυ για την ταινία, χάρηκα που αφορά αρκετούς. Μου αρέσει η λιτή διήγηση, με λίγες λέξεις που όμως παράγουν πολλά νοήματα. Και μηνύματα. Στο τέλος της ταινίας ένας κόμπος συγκίνησης που δεν έγινε δάκρυα από ντροπή εγκαταστάθηκε στο λαιμό μου.


Αργότερα σε ένα μπαρ κοντά στη θάλασσα με τον αέρα να χτυπά απαλά τα κατάρτια, αναρωτήθηκα τι σημαντικό πράγμα είναι η τέχνη και πως μπορεί να γεμίσει επαρκέστατα τις άδειες μας μέρες. Και νύχτες.
Και οι ζωές των άλλων, που τις παρατηρούμε από περιέργεια ή τυχαία, γίνονται ένα εσωτερικό σημείο αναφοράς και σύγκρισης με τη δική μας καθώς οι ελλιπείς και αυθαίρετες πληροφορίες που ταξιδεύουν ως τα μάτια μας, γίνονται βεβαιότητες που εξυψώνουν ή υποτιμούν το νόημα της δικής μας ύπαρξης, το περιεχόμενο της ζωής μας.
Ενα φως σ’ ένα δωμάτιο, κάποιες φωνές μέσα στη νύχτα, η μυρωδιά από το φαγητό που γίνεται μια Κυριακή μεσημέρι, η φωνή ενός μωρού, οι ήχοι από το ανοιχτό παράθυρο, τα ρούχα που φοράει κάποιος που κάθεται απέναντί μας, ένας άνθρωπος σ’ ένα εστιατόριο που τρώει μόνος, μια παρέα που γελάει δυνατά, ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο που μας προσπέρασε...

Wednesday 13 June 2007

Προορισμοί

Ψάχνω από το πρωί να σχεδιάσω μια βδομάδα διακοπών. Εξι διανυκτερεύσεις. Αναχώρηση την έβδομη μέρα. Κατά τας κρατήσεις. Ψάχνω στο ίντερνετ. Μπαίνω στο ένα site διαβάζω, κοιτάζω ξενοδοχεία μετά κάτι θυμάμαι πάω στο google και πληκτρολογώ λέξεις ή φράσεις που μου έρχονται στο μυαλό. Μετά ξαναγυρίζω στις λίστες των δωματίων. Δεν είναι η πρώτη φορά. Στις ώρες αυτές που τριγυρίζω δικτυακά πραγματοποιώ μέσα μου μικρά ταξίδια. Πότε εδώ και πότε εκεί. Ειδικά τις φορές που δεν νιώθω καλά είναι λυτρωτικά. Κάποτε μετά από τέτοιες αναζητήσεις παύω να αναζητώ. Είναι σαν να ταξίδεψα. Σε όλα αυτά τα μέρη. Σε θάλασσες με κόσμο και παραλίες ερημικές. Βότσαλα και άμμος νωρίς το πρωί κι’ αργά το σούρουπο.


Σε προορισμούς πολυσύχναστους χάνομαι μέσα στον κόσμο. Στους ερημικούς τόπους διαβάζω και σκέφτομαι. Υπάρχουν τα μέρη που έχω περάσει ωραία και θά’ θελα να επιστρέψω. Ομως εκεί στον χάρτη τόσα άλλα άγνωστα με περιμένουν και δεν μπορώ να αντισταθώ. Υπάρχουν και τα ταξίδια εκείνα που δεν πραγματοποιήθηκαν στην εποχή τους. Οι προορισμοί που δεν επισκέφθηκα όταν η ηλικία ή η μόδα το επέβαλε από ανάγκη να διαφοροποιηθώ, από άλλες υποχρεώσεις ή απλώς από ασυμφωνία χαρακτήρων. Μέσα μου όμως έχουν μείνει σαν κάτι λειψό στις αναμνήσεις, σαν ένα απωθημένο όπως τα ταξίδια των πολλών ωρών στα καράβια στριμωγμένοι στο κατάστρωμα στους πρώτους έρωτες, που οι συνθήκες μεταφοράς μικρή είχαν σημασία.


Σήμερα ξαναγυρίζω πίσω. Μετράω στον χάρτη τους ανεκπλήρωτους προορισμούς. Και τις αγάπες που δεν τους συνόδεψαν. Νησιά της άγονης γραμμής, που πια δεν είναι τόσο άγονη, και γεμίζουν από εκείνους που ήρθε τώρα η ώρα τους να τα επισκεφθούν. Γυρίζω το χρόνο πίσω και μετανιώνω για τα ταξίδια που δεν έγιναν. Εκεί και μέσα μου. Οταν η φωνή μου ήταν ακόμα πολύ αδύναμη για να τα επιβάλλει.
Τα συμπτύσσω. Ενα τη χρονιά. Εστω και τώρα παρά ποτέ.


Θα πάρω μαζί μου βιβλία. Ρούχα ανάλογα με τον προορισμό. Τη διάθεση που μου έχει απομείνει. Και την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή με την οποία θα τραβήξω φωτογραφίες, που όταν γυρίσω πίσω θα μου φαίνονται πολύ λίγες και θα μετανιώνω. Οπως μετανιώνω για αυτές που δεν τράβηξα σε εκείνα τα ταξίδια τα παλιά και που θα αποτύπωναν τα τοπία των νησιών και τα τοπία της ζωής μου. Θα τις κρατήσω στη μνήμη, λίγες θα εκτυπώσω, σαν τις άλλες που ποτέ δεν μπήκαν σε άλμπουμ αλλά βρίσκονται μέσα στους φακέλους του φωτογραφείου μαζί με τα αρνητικά τους, όπως και οι αναμνήσεις που τις συνοδεύουν.


Ψάχνω στο ίντερνετ δωμάτια και προορισμούς. Ψάχνω τον τρόπο να διορθώσω αυτά που δεν έζησα. Εστω και σε οικογενειακό τρίκλινο. Και το δωμάτιο να έχει οπωσδήποτε βεράντα για να καθόμαστε το βράδυ που δεν θα μπορούμε να βγούμε. Να διαβάζω ένα βιβλίο και να σχεδιάζω από την αρχή τα κομμάτια των καλοκαιριών.
Με μόνο γνώμονα οτι αυτό που μετράει είναι το ταξίδι και όχι ο προορισμός.

Friday 8 June 2007

Ιστορίες Ομόνοιας

Στον σταθμό μετρό Ομόνοια συγχωνεύτηκα με το πλήθος. Βγήκα από το βαγόνι, κατευθύνθηκα στην πίσω έξοδο, πάτησα στις πρώτες κυλιόμενες, ακολούθησα το ανθρώπινο φίδι στις δεύτερες και βγήκα στην έξοδο προς Γ΄ Σεπτεμβρίου. Εστριψα αριστερά και αμέσως δεξιά, στο δεξί πεζοδρόμιο σ’ αυτό που κάθεται στο πεζούλι πάντα ένας άντρας αλκοολικός με πλαστικές σακούλες με πράγματα ανάμεσα στα πόδια του, φορώντας τώρα καλοκαιρινά ρούχα, απέναντι από το ξενοδοχείο Ελλάς με τα μόνιμως κλειστά πατζούρια, στη γωνία είναι ο ανθοπώλης. Είδα έξω από το σουβλατζίδικο τις σκιές τριών ναρκομανών απέναντι από τον Ερυθρό Σταυρό και λίγο πριν κάποιες πουτάνες που ήταν ήδη στο πόστο τους στη Βερανζέρου αν και έντεκα το πρωί. Προσπέρασα έναν τύπο με γκλίτσα, έναν με άσπρο κοστούμι και παπούτσια, έναν που μου έκλεισε το μάτι και μια κοπέλα με κόκκινους κοθόρνους.



Εστριψα στη Σολωμού και μπήκα στην παλιά πολυκατοικία, που νομίζω πια δεν κατοικεί σχεδόν κανείς και όλα τα διαμερίσματα είναι γραφεία ή επαγγελματικοί χώροι. Δεν χαιρέτησα τον θυρωρό, ποτέ του δεν μου έχει απαντήσει, ανέβηκα με τα πόδια στον πρώτο όροφο εκεί που είναι το σαλόν ντε μπωτέ της κυρίας Βέρας. Το παραθυράκι της εξώπορτας ήταν ανοιχτό –μέσα από την περίτεχνη σιδεριά είδα το είδωλό μου στον καθρέφτη. Χτύπησα το κουδούνι.
Την κυρία Καίτη την έβλεπα πρώτη φορά. Συστηθήκαμε από ευγένεια. Ηταν πελάτισσα πάνω από είκοσι χρόνια. Πιάσαμε την κουβέντα.


Είχε μείνει χήρα τρείς μήνες μετά τον γάμο της και τέσσερεις μετά τη γνωριμία τους. Ο άντρας της πέθανε από καρδιακή προσβολή ένα μεσημέρι που είχε γυρίσει από τη δουλειά. Εμεναν μαζί με την μητέρα του. Οταν κατάλαβε οτι φεύγει την έβαλε να του υποσχεθεί οτι θα πρόσεχε τη γυναίκα του και θα την είχε πάντα σαν κόρη δική της. Ηταν 42 ετών. Η κυρία Καίτη έμεινε εφτά χρόνια στο ίδιο σπίτι με την πεθερά της. Οι δυό τους. Η μία δεν μπορούσε να αφήσει την άλλη. «Ηταν εφτά φορές σαν μάνα μου» είπε. «Ακόμα και με τα υπόλοιπα παιδιά της τσακώθηκε για να με υποστηρίξει». Εφτά χρόνια δεν βγήκε έξω. Πενθούσε έναν ευτυχισμένο γάμο που δεν έζησε. Πενθούσε έναν άνθρωπο που μόλις είχε γνωρίσει. Ισως πενθούσε την ίδια την αδικία. Η το ημιτελές. Οταν η πεθερά πέθανε πενθούσε και τους δύο.


Λίγο καιρό μετά άρχισε να βγαίνει έστω και με το ζόρι. Παντρεύτηκε ένα ναυτικό που της προξένεψαν αφού του ξεκαθάρισε: ή τη θάλασσα ή την Καίτη. Μια μέρα της είπε οτι θα φύγει. Οταν ζούσε με τους γονείς του έφευγε συνέχεια. Του είπε: «Να φύγεις. Οποτε θες. Μόνο να θυμάσαι οτι εγώ δεν είμαι η μάνα σου ή ο πατέρας σου. Είμαι η γυναίκα σου κι’ αυτό να το μετρήσεις. Είναι 25 χρόνια μαζί.
Λέει πως η ζωή την αντάμειψε αφού πρώτα την πότισε πολλές στενοχώριες. «Με υπομονή γίνονται όλα» μου είπε όταν τη ρώτησα τι της έμαθε η ζωή.
Η κυρία Καίτη κάθε άνοιξη κάνει σύσφιξη και μασάζ. «Πρέπει κανείς να περιποιείται το έξω του» μου είπε. Μετά θα πήγαινε κομμωτήριο.



Τα σύννεφα είχαν μαζευτεί πάλι στον ουρανό. Ενα ψυχρό αεράκι φύσηξε για λίγο. Οι πρώτες σταγόνες δεν άργησαν. Περπατούσα σιγά στο γλιστερό πεζοδρόμιο.
Είδα τον αλκοολικό που κάθεται πάντα στο πεζούλι απέναντι από το ξενοδοχείο Ελλάς, που έχει πάντα κλειστά πατζούρια, μερικές πουτάνες στη Βερανζέρου, προσπέρασα τον ανθοπώλη και ένα ζευγάρι ναρκομανών που περπατούσε και μιλούσε δυνατά, έστριψα αριστερά, στην είσοδο του μετρό, που επισκεύαζαν τις κυλιόμενες, έψαξα το εισιτήριό μου και περίμενα το τρένο που άργησε και όταν ήρθε είχε πολύ κόσμο, μια κυρία με έσπρωξε και εκνευρίστηκα, μια άλλη μιλούσε ακατάπαυστα, μία στεκόταν μπροστά σε μια διαφήμιση που ήθελα να διαβάσω αλλά δεν τα κατάφερα.



Αν για κάτι πρέπει να είναι υπερήφανη η Ομόνοια είναι για το όνομά της. Πράγματι, ενώνει όλο αυτό το συνονθύλευμα ανθρώπων, σαν μια ανεξάρτητη πολυπολιτισμική πρωτεύουσα μέσα στην πρωτεύουσα. Αν για κάτι πρέπει να είναι υπερήφανη η κυρία Καίτη είναι για την υπομονή της. Και για την διάθεση αρμονικής συμβίωσης που επέδειξε. Ή αλλιώς για την ομόνοια.
Στον σταθμό Φιξ έτρεξα γρήγορα στο επίπεδο δύο, ανέβηκα στο μηδέν για να πληρώσω, ξανά στο επίπεδο δύο για να πάρω το αυτοκίνητο. Βγαίνοντας στο φως το πάρκιγκ μου φάνηκε αποπνικτικό. Και η υπομονή μου άκρως ανεπαρκής.

Wednesday 6 June 2007

Σκέψεις ή όταν έρχονται τα σύννεφα

[Το παλιό σεντούκι περιέχει πολλές πληροφορίες. Τις φορές που άνοιγε, ο καθένας μπορούσε να τις δεί και να διαλέξει. Παλιά φορέματα, φωτογραφίες, βινύλια, σακουλάκια με μυρωδικά και διαλεγμένα όνειρα. Στη σοφίτα -ως οφείλει κάθε σεντούκι να είναι, με τις κλειδαριές του που εύκολα παραβιάζονται, με σκόνη και λίγους ιστούς αράχνης. Στο σημείο που πρέπει να στέκεσαι λίγο σκυφτός. Οι μικρότεροι πάντα πιο ευνοημένοι. Παλιά παιχνίδια αρτιμελή και όχι, κάποια παιδικά ρουχαλάκια, οι αποκριάτικες στολές, δυό τρία βιβλία γαλλικών με την Μαρτίν στην εξοχή, την Μαρτίν που κάνει πάρτυ και που πάντα φοράει το ίδιο φόρεμα σε άλλες αποχρώσεις -το μικρό μαύρο φόρεμα αλλά χρωματιστό. Μια παλιά μηχανή προβολής, αυτή η γκρίζα με τις υπέροχες καμπύλες, μερικές ταινίες που ποιός να ασχοληθεί, λίγες ζωγραφιές σε χαρτόνι από το νηπιαγωγείο στη δεκαετία του εβδομήντα.



Παιδικά γέλια, φωνές μεγάλων, απόηχοι καυγάδων, τρυφερές αγκαλιές από χέρια που δεν υπάρχουν πιά. Και προεκτάσεις. Πολλές προεκτάσεις. Ειδωμένες με ανώριμα μάτια και σταλμένες βαθιά στον χρόνο. Τον μέλλοντα που έγινε παρατατικός και μετά αόριστος. Με υπέροχες αυθαιρεσίες και συμπεράσματα στιγμής που θεωρήθηκαν παντοτινά, τραβηγμένα και ξεχειλωμένα με βεβαιότητες επιπόλαιες αλλά πλήρεις. Γηγενείς μιας χώρας φανταστικής. Τεχνικολόρ και σινεμασκόπ. Και με προοπτική αναβατική. Οτι είναι πιο πίσω τοποθετείται πιο ψηλά.
Κι ας έπεφτε η βροχή για χρόνια. Διαταράσσοντας την ησυχία. Χαράζοντας ανεπαίσθητα ρυάκια αισθημάτων. Ενρινων. Εντατικών προθέσεων αποτελέσματα. Διδάσκοντας την απόσταση με όρους αποσιωποιημένους, αλλά απαράβατους. Καλλωπίζοντας τις στιγμές με συγκίνηση. Ψελλίζοντας αυτά που δεν ειπώθηκαν.]




Αλλη μια μέρα με βροχή και σύγχυση ανυπέρβλητη. Με χαμένες σκέψεις που δεν στοιχίζονται παρά με κόπο και που προσπερνούν την πραγματικότητα, χαμογελώντας με συμπάθεια όταν κάνεις τη διαδρομή ξανά. Γυρίζοντας πίσω στο σημείο που κάτι σκέφτηκες να πας να πάρεις και που, όταν τα βήματα σε οδήγησαν εκεί, είχες ήδη ξεχάσει. Γράφοντας στο μυαλό μικρά αποσπάσματα που απαρτίζονται από ωραίες λέξεις και εικόνες και που χάνονται την ίδια στιγμή που γεννιούνται για να δώσουν τη θέση τους σε άλλες που κι’ αυτές το ίδιο θα διαρκέσουν. Μονόλογοι εναντίον μονολόγων. Χωρίς ακροατήριο.



Περπατώντας στο μουσκεμένο πεζοδρόμιο κάνοντας την ίδια γνωστή διαδρομή περνώντας στο απέναντι στο ίδιο σημείο, κοιτάζοντας τα ίδια μαγαζιά και έχοντας τις ίδιες ερωτήσεις –χρόνια τώρα. Και οι αγαπημένοι άνθρωποι, ζουν γύρω σου μα όλο και απομακρύνονται, σαν να μπήκαν όλοι στην ίδια βάρκα και κάποιος να έκοψε το σκοινί. Σε ένα ποτάμι που έχεις δεί στον ύπνο σου και κατασκεύασες στον ξύπνιο σου και που είναι πάντα ήρεμο και σιωπηλό. Σε κοιτάζουν∙ κι’ εσύ τους βλέπεις -κανείς δεν μιλάει. Εσύ δεν φωνάζεις. Στέκεις μόνο εκεί και βουβά τους παρακολουθείς να απομακρύνονται με ταχύτητα αργή. Επιλογή παθητικού χρόνου.



Σκέφτεσαι πως είναι μόνο λέξεις που γεννήθηκαν για να πουν μόνο αυτό, δεν είναι πράξεις -στην πραγματικότητα τα πράγματα δεν έχουν γίνει καθόλου έτσι. Αρκεί μια άλλη σειρά και θα βγάλουν άλλο νόημα. Ομως η μουσική είναι πολύ συγκινητική και εμποδίζει τη λογική. Σαν πρίσμα διαχέει τις λέξεις σε τρυφερά στρώματα που λίγο ξέρουν να αντιστέκονται και πολύ να νικιούνται.

Monday 4 June 2007

Στην Pizza Ascot δεξιά

Ο δρόμος για τον Κάλαμο ήταν ανοιχτός νωρίς το απόγευμα. Τίποτα δεν θύμιζε Σαββατιάτικη έξοδο. Το πάρτυ άρχιζε στις έξι. Καθόμουν στο πίσω δεξί κάθισμα, πάει πολύς καιρός που ήμουν επιβάτης και όχι οδηγός σε αυτοκίνητο. Ο ήλιος ήταν δυνατός. Το ίδιο και οι φωνές των παιδιών στα αυτιά μου. Ο πατέρας της κόρης μου είχε τον ίδιο προορισμό. Πίσω μας, συνεπιβάτης κι’ αυτός σε φιλικό αυτοκίνητο. Βγήκαμε στην έξοδο για Ωρωπό. Οι συνεχείς στροφές ζάλιζαν λίγο τα παιδιά. Εγώ κοιτούσα έξω. Η πρώτη φορά που είχα έρθει ήταν με ένα φίλο μου μετά το σχολείο. Ηρθαμε βράδυ – φύγαμε βράδυ. Είχε ξεχάσει τα κλειδιά του σπιτιού του. Η τελευταία, μεσημέρι Κυριακής σε μια ταβέρνα με ψάρια. Είχαμε ακόμα οικογενειακή σύνθεση. Η μικρή ήταν πολύ μικρή. Είχαμε φάει μπαρμπούνια.



Οι στροφές κατέληγαν στη θάλασσα. Για Κάλαμο έστριβες δεξιά. Ενας στενός δρόμος, από κάτω λιγοστή αμμουδιά. Παραθαλάσσια οικήματα, μερικές παλιές πολυκατοικίες με ενοικιάζεται, μικρά ξενοδοχεία του ’70 με μικρά μπαλκονάκια, τραπεζάκι και δύο καρέκλες.
Θα’ θελα ένα δωμάτιο για μια διανυκτέρευση. Να διασχίσω τη μίζερη ρεσεψιόν, να ανέβω τις σκάλες από μαρμαρίνες έως τον δεύτερο όροφο. Υστερα να βγω στο μπαλκονάκι και να ατενίσω τη θέα της απέναντι ξηράς και μερικές στιγμές από παλιές δεκαετίες. Θα’ θελα να περπατήσω μετά στη στενή παραλία, να γευματίσω σε εξοχικό εστιατόριο, παραθαλάσσιο, με λίγο κόσμο –εκτός σεζόν. Να γυρίσω στο δωμάτιο περασμένο απόγευμα και να χαθώ στον έρωτα. Η ώρα να μην έχει σημασία. Το ξενοδοχείο να είναι σχεδόν άδειο. Και οι ήχοι μας ιδιωτικοί. Την άλλη μέρα να φάω πρωινό φρυγανιές με βούτυρο και μαρμελάδα φράουλα. Να ταξιδέψω πίσω στην Αθήνα νωρίς το απόγευμα. Να είναι μια σημαντική ανάμνηση. Να λέμε «θυμάσαι τότε στον Ωρωπό;»



Στην Pizza Ascot στρίψαμε δεξιά. Το σπίτι ήταν λιτό. Είχε γύρω του μια τσιμεντένια νησίδα. Το υπόλοιπο ήταν κήπος απεριποίητος. Εκεί ήταν στημένο ένα φουσκωτό παιχνίδι. Είδα την Χ. Είχα να την δω ένα χρόνο. Από ένα πάρτυ του νηπιαγωγείου σε μια πισίνα. Ηταν τότε αρχές καλοκαιριού. Ηταν ήδη δυό χρόνια χωρισμένη. Είχαμε μιλήσει για τη Σύμη. Μόλις είχε γυρίσει από εκεί. Ηταν τότε με κάποιον. Ζούσαν μαζί. Θα παντρεύονταν σε λίγους μήνες. Την ρώτησα τα νέα της. Οχι δεν είχε παντρευτεί, είχε χωρίσει. Είπε πως δεν τα πήγαιναν καλά με τον γιό της. Είπα κρίμα. Είπε είναι καλύτερα έτσι. Την κοίταζα και θυμήθηκα όταν τον είχε πρωτογνωρίσει. Το είχα καταλάβει αμέσως από το πρόσωπό της. Ελαμπε. Μετά – όταν είχαν αποφασίσει να παντρευτούν – είχε μια ησυχία η όψη της. Και μια νίκη. Ενάντια στην τύχη. Χτές ήταν θαμπή. Δεν ρώτησα τίποτα άλλο.



Στην επιστροφή τα παιδιά κοιμόνταν ακουμπισμένα το ένα στο άλλο. Στις στροφές ένα φορτηγάκι με ανταλλακτικά αυτοκινήτων ανέλαβε να οδηγήσει την πομπή με χαμηλή ταχύτητα. Το φεγγάρι – σκάρτη πανσέληνος- είχε μόλις ανατείλει. Σκέφτηκα οτι μια δεύτερη σχέση, μετά από ένα διαζύγιο, έχει περισσότερες πιθανότητες να πετύχει αν και ο άλλος έχει παιδιά. Γιατι νιώθει και ξέρει.
Η εθνική οδός είχε λίγη κίνηση. Συναντηθήκαμε έξω από το σπίτι μου. Παρέδωσα τη μικρή στον πατέρα της στο άλλο αυτοκίνητο. Θα περνούσαν μαζί την Κυριακή. Εβαλα στην νάυλον τσάντα τα ρούχα που είχα μαζί μου, τα δεύτερα παπούτσια, το δώρο του πάρτυ και το παιχνιδάκι της. Για νυχτικό θα φορούσε μια μπλούζα του.
Είχε φτάσει σχεδόν δώδεκα. Ενας αστυνομικός έριχνε πριονίδι σε κάτι λάδια που είχαν χυθεί στο δρόμο, φτιάχνοντας ένα προσωρινό ρυάκι. Το φεγγάρι δεν είχε ακόμα φανεί πάνω από τις πολυκατοικίες, ούτε και θα μπορούσε να καθρεφτιστεί.

Friday 1 June 2007

Για την Αμαλία II

«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.»



(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)



«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας...»



(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007)



Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα.



Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.





Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαϊου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών.



Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://fakellaki.blogspot.com, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.



«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»



(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου - μητέρα και αδελφή της Αμαλίας)



Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:



«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.»



Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:



* ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ

* ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

* ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ

* ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.

* ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ







ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.



* ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ





ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.




Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων



(Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, λογαριασμός Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, λογαριασμός Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι "για την Αμαλία").






ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ

Thursday 31 May 2007

True faith

Στους κύκλους της ζωής καμμιά φορά συμβαίνει να είσαι δύσθυμος, κι αυτό να μην ακολουθεί καμμιάν αιτία. Μπορεί να είναι οι τελευταίες συμπτώσεις, μπορεί να είναι σκέψεις που γίνονται αυτόματα σε βαθύτερα στρώματα, μπορεί να είναι απλώς διαπιστώσεις, φόβοι, ανασφάλειες που βρήκαν πρόσφορο έδαφος. Μπορεί και να μην είναι τίποτα απ΄όλα αυτά, παρά μόνο κούραση και πάλι κούραση. Αυτοί οι μικροί αυτοτελείς κύκλοι που δημιουργούνται από μια σπίθα, συχνά άγνωστη, ένα πρωινό που τίποτα το διαφορετικό δεν έχει - εξελίσσονται σε ασαφείς ιστορίες νομοτελειακά γραμμένες να έχουν μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος για τα οποία είσαι τελείως –ή σχεδόν- αμέτοχος. Η διήγηση αρχίζει από το πρόσφατο παρελθόν, ή λίγο πιο πίσω, καμμιά φορά χάνεται σε παλιά χρόνια και ακολουθεί τυχαίες εξιστορήσεις, συνδέει άσχετα γεγονότα, καταλήγει σε γνωστές διαπιστώσεις, ή αέναα ερωτήματα. Ο συνδετικός κρίκος είσαι εσύ. Καλύτερα η διάθεσή σου –αυτό το υποκειμενικό συναίσθημα που χαμαιλεοντίζει.



Κάπου εκεί συναντάς κάποιον. Σου είναι σχεδόν άγνωστος. Διανύεις ήδη την πέμπτη μέρα που πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι σου. Ο κάποιος δεν ξέρει τίποτα. Ούτε και φαντάζεται. Η αρχή της συνομιλίας είναι τυπική. Τυπικά κι’ εσύ ακούς -από ευγένεια συμμετέχεις. Λέει «όλα θα πάνε καλά, σε σκεφτόμουν», μοιάζει ο άνθρωπος που ξέρει, κοιτάζεις το κενό σαν πρόκειται να σου φέρει απαντήσεις, «έχω διαίσθηση οτι τα άσχημα είναι πίσω, τέλος τα προβλήματα, από εδώ και μπρος όλα θα είναι αλλιώς». Κοιτάζεις τα μάτια του. Τίποτα δεν σου λέει οτι ψεύδεται, τίποτα οτι γνωρίζει. Κάτι περισσότερο από εσένα. Κοιτάζεις εκεί ανάμεσα από τα φρύδια σαν αυτός να είναι ο τόπος της αλήθειας. Τίποτα δεν υπάρχει. Είναι μια στιγμή. Που σου προσφέρθηκε από το σύμπαν. Ή ένα τυχαίο περιστατικό. Που μπορείς να το ερμηνεύσεις κατά βούληση. Ο λογικός εαυτός σου καγχάζει.



Λίγη ώρα μετά ο ουρανός παύει να είναι τόσο μουντός. Η βροχή δεν σε ρίχνει. Η εσωτερική ιστορία στριμώχνεται στην έξοδο ενός κινηματογράφου. Το σύμπαν συνωμότησε για αυτή τη συνάντηση, για αυτό το μήνυμα που έπρεπε να σου σταλεί, ή η δική σου ενέργεια και πράξεις το κατέστησαν πραγματοποιήσιμο; Πώς η αυθαίρετη εικασία ενός ανθρώπου είχε τέτοια επίδραση μέσα σου;
Ενώ οι ερωτήσεις πλανώνται η βροχή έχει σταματήσει. Οι ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που σου δόθηκαν ήταν –για σένα- κάτι παραπάνω από επαρκείς. Το καλοκαίρι πλησιάζει. Αναρωτιέσαι σε ποιόν προορισμό θα ταξιδέψεις. Και αν είναι της μόδας το περσινό σου μαγιώ.

Sunday 27 May 2007

Για την Αμαλία

Δυό λόγια για την Αμαλία που έφυγε την Παρασκευή από τούτη τη ζωή.
Από την ώρα που το έμαθα σκεφτόμουν πόσο σημαντική ήταν για κείνην η αποκάλυψη της ιστορίας της μέσα από το blog της και στη συνέχεια η κοινοποίησή της από τον ένα μπλόγκερ στον άλλον. Τα εκατοντάδες σχόλια που της άφησαν και η θαλπωρή που αισθάνθηκε τις τελευταίες της μέρες. Δημιουργώντας μια σχέση που δεν πρόλαβε να πάρει όνομα και κατεύθυνση. Σκέφτηκα ακόμα πόσα χρόνια ταλαιπωρήθηκε για να καταλήξει λίγο καιρό μετά την δημοσιοποίηση της ιστορίας της, σαν ο Θεός να της όφειλε αυτήν την ηθική αποκατάσταση. Μια δικτυακή γνωριμία που πρόλαβε άλλους να τους αγγίξει πολύ, άλλους λιγότερο, μα σε όλους να γίνει αισθητή.Το συγκλονιστικό για μένα ήταν ότι τη μιά στιγμή η ίδια ήταν εκεί, έστω και εξουθενωμένη από τις χημειοθεραπείες, να απαντάει σε σχόλια και την άλλη μέσω κάποιου τρίτου να μας ανακοινώνεται ο θάνατός της. Ηταν ένας θάνατος σχεδόν on line, δεν μου φτάνουν τα λόγια για να περιγράψω αυτό που θέλω να πω. Τα σχόλιά της δεν πρόκειται να τα ξαναδιαβάσει, ούτε και να απαντήσει. Το μόνο που θα μείνει εκεί είναι η τραγική της ιστορία αξιοπρεπώς περιγραφόμενη από την ίδια, το αποτύπωμα που άφησε στον καθένα μας, μερικά ονόματα γιατρών, και ο τίτλος του τελευταίου της πόστ στις αρχές Μαίου: «Τα 15 λεπτά του Γουόρχολ να αφήσουν βάση».
Καλό ταξίδι Αμαλία.

Thursday 24 May 2007

Αστικά τοπία

Εκτελώ για δεύτερη φορά το ίδιο δρομολόγιο. Περπατάω ευθεία –δεξιά μετά προς τα κάτω, πάλι ευθεία, αντίθετα με το πρωί που ήταν δεξιά, αριστερά ευθεία και αριστερά, επιστροφή. Ενα δέντρο έχει ανθίσει μωβ λουλούδια, το βλέπω από το μπαλκόνι μου. Η μπόρα τα έχει χιονίσει στις σκεπές των αυτοκινήτων. Προσπαθώ να το φωτογραφήσω. Στις 8.00. Στέκομαι στη μέση του δρόμου. Ενα σχολικό θέλει να στρίψει αλλά με περιμένει να τελειώσω. Τώρα βαδίζω από το φανάρι στη διάβαση, απέναντι. Η μυρωδιά της θάλασσας τα σκεπάζει όλα. Δεν ξέρω αν αγαπώ τη συγκεκριμένη μυρωδιά. Περπατάω. Κοιτάζω πάντα με την ίδια περιέργεια τα βράχια, τις πράσινες επιφάνειες που έχουν εγκατασταθεί πάνω τους, τα κύματα που τις ξεπλένουν, κάμποσα σκουπίδια, φύκια. Μερικοί κολυμπούν.



Ο καιρός είναι βροχερός. Αυτές τις μέρες ξημερώνει σούρουπο. Φυσάει. Ενας κύριος συνταξιούχος κάθεται μόνος στο στρογγυλό ξύλινο κιόσκι. Φοράει ελαφρύ μπουφάν, αυτό των συνταξιούχων, και γυαλιά. Ενας άστεγος πιο κεί σκύβει και κόντρα στον αέρα προσπαθεί να ανάψει ένα τσιγάρο. Πιο πολύ φοβάμαι τη βρωμιά από τα ρούχα του. Σε ένα άλλο κιόσκι συνωστισμένοι από την πιθανότητα βροχής, ηλικιωμένοι έχουν στήσει παρτίδες τάβλι. Ή γεμίζω τον χρόνο μου. Μετά τα 35 ο χρόνος περνάει πιο γρήγορα μου είπε προχτές η Γ. Την ώρα που μου έκανε το σφράγισμα. Το τραμ περνάει από μπροστά μας. Ενα ζευγάρι μεσόκοπων παίζει ρακέτες. Κάτω από τις γραμμές του τραμ, δίπλα σε μια μικρή θυμωνιά από καλάμια, σ’ ένα παγκάκι ντυμένο με κοχύλια, απέναντι από τα ντους, ένα βήμα από το κιόσκι των γέρων, εκεί που το βράδυ βολτάρουν αρουραίοι.



Κοιτάζω την παραλία. Την άμμο βρεγμένη από τη νυχτερινή βροχή. Πώς μ’ αρέσει η βρεγμένη άμμος! Χειμώνα. Και καλοκαίρι ακόμα περισσότερο. Πάσχει από μελαγχολία. Εκ γενετής. Αυτό θα έβλεπε κάποιος αν αγνοούσε τα παιδικά μου ρούχα. Χτες στο σούπερ μάρκετ ένας βουβός λυγμός βρήκε δρόμο προς τα μάτια μου. Σκέφτηκα να τον αφήσω, όμως εκείνη την ώρα, στον ίδιο διάδρομο με τις οδοντόκρεμες, συνάντησα έναν γνωστό. Τον κατάπια και χαμογέλασα. Λίγα λεπτά αργότερα επέστρεψε μέσα στο ασανσέρ. Εσπρωξα το καρότσι στο ταμείο νούμερο τρία. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει.



Στις παραλίες, εκεί στο υγρό χώμα με φέρνουν πάντα τα βήματά μου. Τα λυπημένα μου βήματα. Χειμώνα – καλοκαίρι. Στην πόλη ή στην εξοχή. Αυτοί οι μοναχικοί περίπατοι έχουν μέσα μου δημιουργήσει ένα άλμπουμ με στιγμιότυπα προσωρινού θρήνου. Είναι αστείο. Φέρνει κανείς στο μυαλό του τη θάλασσα με ήλιο, τις παραλίες με γέλια και παρέα. Εγώ μπορώ να τις απαριθμήσω όλες. Με κριτήριο τη σοβαρότητα και τη διάρκεια, μπορώ λεπτομερώς να τις επισκέπτομαι. Με βροχή ή συννεφιά, με αέρα λίγο ή πολύ, έρημες ή με λίγο κόσμο, μόνη μου ή με παρέα.
Και σήμερα. Στη δεύτερη διαδρομή τις ξανασυνάντησα. Ισως έχουν μια φυσική θαλπωρή.



Στέκομαι στη διάβαση με το κομβίο. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Διασχίζω τη λεωφόρο ανάμεσα στα αυτοκίνητα που κινούνται με χαμηλή ταχύτητα. Ανεβαίνω την ανηφόρα προς το σπίτι. «Κυρία Παπαευθυμίου!», μια φωνή διακόπτει τις σκέψεις μου. Γυρίζω. Είναι μια κυρία στη μέση του δρόμου, όρθια, το ένα πόδι της είναι ακόμη μέσα στο αυτοκίνητο. «Κυρία Παπαευθυμίου» φωνάζει «εδώ δεν μένει;». Κάποιος κάτι της απαντάει. Η περιέργειά μου δεν διαθέτει άλλον χρόνο. Επιταχύνω το βήμα μου. Γυρίζω το κεφάλι και κοιτάζω για μια στιγμή πίσω. Στο βάθος καράβια εκτελούν δρομολόγια από και προς τα νησιά. Προκαθορισμένα. Μέσα στο γκρίζο της θάλασσας, στη θολούρα της βροχής, στο ζαλισμένο μου μυαλό, ίσα που ξεχωρίζουν.

Monday 21 May 2007

Μη διατηρητέο

Κοίταξα τα μάτια μου στον καθρέφτη. Αναρωτήθηκα αν μοιάζουν με της κόρης μου και τα δικά μου με της μητέρας μου για την οποία μιλούσα, ώρα αρκετή, στο παιδικό πάρτυ. Οδηγώντας τους ήσυχους κυριακάτικους δρόμους, δέκα και μισή το πρωί, το πρόσεξα και φρέναρα. Ενα προκάτ σπιτάκι, ένας τεράστιος κάδος για μπάζα και δύο χημικές τουαλέτες γέμιζαν το πεζοδρόμιο. Ισως το τελευταίο αρχοντικό σε αυτόν τον δήμο, το τελευταίο στολίδι – κυκλωμένο από πολυόροφες πολυκατοικίες. Κάθισα εκεί, μέσα στο αυτοκίνητο κλείνοντας την ανύπαρκτη κυκλοφορία και το κοιτούσα.



Ακατοίκητο εδώ και χρόνια, πρώτη φορά έμοιαζε αδειανό. Τα παράθυρα του ορόφου ήταν ανοιχτά, πλέον κανείς δεν θα ξανακατοικούσε. Τελείως κενό. Στον κήπο –τον πάντοτε φροντισμένο- είχε ήδη δημιουργηθεί ένα βουναλάκι από ξύλα –πιθανόν τα πατώματα να ήταν. Σφίχτηκε η καρδιά μου. Η αποψίλωση ενός μεγαλείου. Στη χώρα που τίποτα όμορφο δεν έχει ταμπέλα προστασίας. Μη διατηρητέο. Ούτε ιστορία, ούτε αισθητική, ούτε αρχιτεκτονική αξία. Μόνο ένα στρέμμα οικόπεδο. Ακόμα και οι εφοπλιστές ενδίδουν.
Μια φίλη προσπαθούσε χρόνια να τους πείσει να της το νοικιάσουν για παιδικό σταθμό. Δεν ενδιαφέρονταν. Δεν είχαν ανάγκη. Ομως όλα έχουν την τιμή τους όπως φαίνεται καθαρά. Ανέγερση πολυτελούς κατασκευής. Αντισεισμικής. Με πάρκιγκ και αποθήκες. Πίσω μου είχε σταματήσει ένα αυτοκίνητο. Οχι, δεν κόρναρε κανείς. Ενας κύριος πεζός είχε σταματήσει στο πεζοδρόμιο. Ανταλλάξαμε ένα δυό λυπημένες διαπιστώσεις. Εβαλα μπρος και ξεκίνησα για το πάρτυ.



Υστερα φάγαμε κάτω από ένα πλατάνι στο κέντρο της Αθήνας. Με ψιλόβροχο και λίγη ψύχρα. Το ηλεκτρονικό παιχνιδάκι της κόρης μου, το ταμαγκότσι, έγινε αγγελάκι. Υστερα ξαναγεννήθηκε με άλλο όνομα. Νωρίς το βράδυ γυρίσαμε στο σπίτι.
Κοιμήθηκα σχεδόν αμέσως. Στις πέντε ξύπνησα από αλλόκοτες εικόνες. Κάτι κοτόπουλα –τέσσερα τον αριθμό αναζητούσαν ψύξη, η μορφή της μητέρας μου, ανεγέρσεις οικοδομών στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο η μία σχεδόν δίπλα στην άλλη. Προσπάθησα να ξανακοιμηθώ. Κατασκευάζοντας σχεδιαγράμματα ονείρων. Ηταν όλα ευτελή.



Σήμερα επέστρεψα εκεί. Είχα μια τελευταία φωτογραφία στη μηχανή. Οι εργάτες ξηλώνανε το κάθε τι. Τα σφυριά ακούγονταν παντού. Ενας τύπος με κινητό μιλούσε ακατάπαυστα για κάτι προσφορές. Μπήκα στον πειρασμό να ζητήσω να με αφήσουν να μπω μέσα. Δεν το ΄κανα. Φοβήθηκα το θέαμα. Τον βιασμό των ιδιωτικών αυτών χώρων. Τα εντόσθια του σπιτιού σε πλήρη θέα. Εβγαλα μια φωτογραφία. Από την πλευρά που έχει τα δέντρα. Για να μην φαίνεται στο κάδρο το βουνό των υλικών.



Το σπίτι αυτό ήταν κατά κάποιον τρόπο και δικό μου. Φιλοξένησε πολλές από τις ονειροπολήσεις μου, εικόνες χαμένες σε άλλες εποχές που ήθη και εθιμοτυπία μου ήταν πιο προσφιλή. Χτες, είπα στην κόρη μου να το κοιτάξει καλά. Κάτι πρόσθεσα και για το κέρδος. Λένε οτι μετά τα πέντε έχεις πλήρη μνήμη.

Saturday 19 May 2007

Προυστοφύλλη

Μετά από πρόσκληση της αγαπητής σπιτόγατας (την ευχαριστώ) απαντώ στις ερωτήσεις που απάντησε ο Προύστ:


1. Η απόλυτη ευτυχία για σας είναι;


Σύντομη.


2. Τι σας κάνει να σηκώνεσθε το πρωί;



Η περιέργεια.


3. Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια;


Τελευταία δεν γελάω πολύ.



4. Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας είναι;


Η ανασφάλεια.


5. Το βασικό ελάττωμά σας;


Η υπερβολή.


6. Σε ποια λάθη δείχνετε μεγαλύτερη επιείκεια;


Σε αυτά που συνοδεύονται από ειλικρινή συγγνώμη.



7. Με ποιαν ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεσθε περισσότερο;


Με την Καλάμιτυ Τζέιν.


8. Ποιοι είναι οι ήρωές σας σήμερα;


Οι άνθρωποι που οι δυστυχίες τους κάνουν καλύτερους.


9. Το αγαπημένο σας ταξίδι;


Του μυαλού.


10. Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;



Η ζωή και ο Θεός.


11. Ποιαν αρετή προτιμάτε σε έναν άνδρα;


Να είναι gentleman.


12. ... και σε μια γυναίκα;



Να είναι επιθυμητή. Μέσα και έξω.



13. Ο αγαπημένος σας συνθέτης;


Ο Χατζιδάκης.


14. Το τραγούδι που σφυρίζετε, κάνοντας ντους;



Δεν σφυρίζω.



15. Το βιβλίο, που σας σημάδεψε;



Εγκλημα και τιμωρία.


16. Η ταινία, που σας σημάδεψε;


Τα φτερά του έρωτα.


17. Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;


Ο Τιτσιάνο.


18. Το αγαπημένο σας χρώμα;



Βαθύ μπλέ σχεδόν μαύρο.


19. Ποια θεωρείτε μεγαλύτερη επιτυχία σας;


Το παιδί μου.


20. Το αγαπημένο σας ποτό;


Ουίσκυ με πάγο.


21. Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;


Γι’ αυτά που δεν έκανα.


22. Τι απεχθάνεσθε περισσότερο απ' όλα;


Την καταπίεση.


23. Όταν δεν γράφετε, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;


Σκέφτομαι.


24. Ο μεγαλύτερος φόβος σας;


Ο πόλεμος. Και η μοναξιά.


25. Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;


Των μικρών κατά συνθήκη.


26. Ποιο είναι το μόττο σας;


Οτι δίνεις παίρνεις.


27. Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;


Στον ύπνο μου και χωρίς ταλαιπωρία για τους άλλους.


28. Εάν συναντούσατε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;


Τι ενναλακτικές είχα.


29. Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεσθε αυτό τον καιρό;


Παφλασμού.



Προσκαλώ όποιον θέλει να απαντήσει.

Thursday 17 May 2007

Το ταξίδι ενός μπρόκολου

Το βράδυ ήρθε πιο νωρίς. Ορμησε στο σπίτι την ώρα που χτύπησε το τηλέφωνο. Κι΄άλλες κριτικές και διεκδικήσεις. Υπέστην. Θύμωσα. Άρχισα να φτιάχνω σπανακόπιτα. Στις 10 και μισή. Εβγαλα το σπανάκι από το ψυγείο. Μερικά φύλλα –από τον καιρό- είχαν πάρει να κιτρινίζουν στις άκρες. Τα καθάρισα. Τα έπλυνα πολλά νερά. Καθ’ ένα ξέπλενε και περισσότερο τον θυμό μου. Τα άχνισα. Καθάρισα τα φρέσκα κρεμμυδάκια και έκανα ένα τσιγάρο. Πήρα να πλύνω τα σέσκουλα ένα- ένα κάτω από τη βρύση. Μέσα στην ησυχία ένας ρυθμός ήρθε στ’ αυτιά μου. Ηταν το δεξί σιφόνι. Απουσία ροής παρήγαγε ρυθμικούς ήχους. Στο αριστερό έτρεχε το νερό. Ακουγόταν κάτι από σιγανά τύμπανα χωμένα σε βαθιά ζούγκλα. Αφουγκράστηκα και έσπρωξα πιο κει το τρυπητό.



Στο συρτάρι του ψυγείου βρήκα τον άνιθο και ένα γέρικο μπρόκολο, παραιτημένο από κάθε φιλοδοξία. Το στέλεχος ήταν ακόμα πράσινο, όμως το κεφάλι είχε κιτρινίσει κάτω από το σελοφάν. Το πέταξα στη σακούλα με τα υπόλοιπα άχρηστα ζαρζαβατικά.
Που με έκανε να σκεφτώ πως μια πίτα έχει μια σακούλα λαχανικά απορρίματα. Εδώ, στην πόλη, θα κατευθυνθούν στους σωρούς των σκουπιδιών της χωματερής. Χωρίς ιδιαίτερη μεταχείριση, θα ανακατευτούν με πλαστικά μπουκάλια, χαρτιά τουαλέτας, κονσέρβες αιχμηρές, αποφάγια σε αποσύνθεση, περιτυλίγματα από έτοιμο φαγητό και πάνες. Οι γλάροι θα τα αγνοήσουν. Ο αέρας και η βροχή θα τα ξεπλένουν μέχρι να χωνευτούν. Κάποια από αυτά θα ξαναγυρίσουν στο χώμα. Που βρίσκεται σε βάθος δύο πολυκατοικιών. Μακρύ ταξίδι. Δεν θα τα καταφέρουν ποτέ. Θα κείτονται εκεί μαζί με τα άλλα απορρίματα. Αυτά, το νόστιμο φαγητό πολλών μυρηκαστικών.



Εβαλα την πίτα στο φούρνο. Εβαλα το μικρό ρολόι. Σαρανταπέντε λεπτά αργότερα. Το πήρα μαζί μου στο μέσα δωμάτιο και άρχισα να διαβάζω. Η ενασχόληση με την κουζίνα, όπως κάθε τι που απαιτεί χειροναξία, κατευνάζει τα πάθη. Κατευθύνει το κέντρο της προσοχής από τον εγκέφαλο στα χέρια, στην προκειμένη στην κοπή, στο πλύσιμο, στις αναλογίες των υλικών, στο άχνισμα, στο στρώσιμο του φύλλου, στη θερμοκρασία του φούρνου.
Σκέφτηκα πως ίσως αυτός είναι ο λόγος που στα χωριά οι άνθρωποι είναι πιο ήρεμοι. Μέχρι να διαπράξουν κάποιο έγκλημα, είναι η αλήθεια.

Wednesday 16 May 2007

Μιά περιττή απώλεια

Σιδέρωνα το κόκκινο πουκάμισο. Σκεφτόμουν πως το σπρέι δαμάζει τις ανυπότακτες ίνες φτιάχνοντας στιλπνές επιφάνειες –πρώτα την ανάποδη της μανσέτας και μετά την καλή. Χαμένες ώρες νοικοκυροσύνης. Χαμένες από τί;
Αναλογίστηκα το υποχρεωτικό του σιδερώματος – ποιός θέλει να είναι τσαλακωμένος; τα εννέα πουκάμισα στην ουρά, το αδειανό μερικών ημερών. Αν και θυμήθηκα δυό τρείς αναγνώσεις (τη μία χτές βράδυ που έκαψα το φαγητό). Θυμήθηκα και το περιστατικό, προχτές, με την χαμένη τσάντα του ωδείου, που δεν έγινε αντιληπτό πριν το επόμενο μάθημα. Ενα γρήγορο φλας μπακ ξεκαθάρισε το τοπίο. Στην διπλανή καρέκλα της καφετέριας που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου. Εκεί την είδα τελευταία φορά.



Το μάθημα -χωρίς βιβλίο- ακυρώθηκε, εγώ αυτοκατηγορήθηκα για αμέλεια και απροσεξία, χώρια τις μέρες που δεν το είχα πάρει είδηση. Στην καφετέρια, που ρώτησα, μου είπαν οτι την είχαν δεί. Μια ρόζ διάφανη τσάντα με ένα βιβλίο πιάνου, ένα πεντάγραμμο και μια κασετίνα, στρογγυλή, δερμάτινη με λίγους μαρκαδόρους. Είπαν «τώρα δεν μπορούμε να ψάξουμε», εγώ κοίταζα τη μηχανή του εσπρέσσο να αχνίζει. Η μυρωδιά του καφέ με έκανε για λίγο αφηρημένη. Χάζευα τα αδέξια χέρια του νεαρού. Υποσχέθηκαν να κοιτάξουν κάποια άλλη στιγμή.
Την επόμενη μέρα το πρωί, βεβαιώθηκαν: ναι, την είχαν δεί σίγουρα –ήταν εκεί σχεδόν μια εβδομάδα, όμως τώρα δεν υπήρχε πουθενά. Εψαξαν στην κουζίνα, στο πατάρι. «Κάποιος θα την πήρε» μου είπαν «πολλές φορές ξεχνάνε τέτοια πράγματα, εμείς άλλωστε τι να την κάνουμε;» Σαν επιχείρημα ήταν πειστικό, έτσι διέσχισα τον δρόμο ως το απέναντι βιβλιοπωλείο. Τα παράγγειλα όλα καινούργια.



Η απωλεσθείσα ροζ τσάντα με το μουσικό υλικό. Για ποιόν λόγο να την επιθυμήσει κανείς; Τι να κάνει μια μέθοδο πιάνου προπαρασκευαστική τεύχος δεύτερο; Ίσως μόνο αν έχεις το πρώτο τεύχος, αν έχεις κατά λάθος ξεχάσει κάτι κι άν το αναζήτησες και σου έδωσαν αυτήν, τη λάθος τσάντα και αποφάσισες να την κρατήσεις. Στο ίδιο ωδείο; Σημαδεμένο βιβλίο από ημερομηνίες μελέτης. Ενός άλλου παιδιού η πρόοδος. Μήπως τελικά απλώς πετάχτηκε; με διαβεβαίωσαν πως όχι. Τότε τι απέγινε;


Τα καινούργια πράγματα θα έρθουν σήμερα στο βιβλιοπωλείο. Το μάθημα της Τετάρτης θα γίνει κανονικά. Αν μια μέρα η τσάντα βρεθεί, ο χρόνος θα έχει καταστήσει την ύπαρξή της περιττή. Μια περιττή απώλεια. Ανεξιχνίαστη.

Monday 14 May 2007

Αναζητώντας τους χαμένους τίτλους

Βόλτα στην έκθεση βιβλίου νωρίς το απόγευμα στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου με τον ήλιο δυνατό να εμποδίζει τα μάτια. Οι λέξεις τυπωμένες, διαθέσιμες να περιμένουν. Προσπερνάς και διαβάζεις. Αγγίζεις και φυλλομετράς. Πού βρίσκονται τα βιβλία που συνόδευσαν την πορεία σου, αναρωτιέσαι. Στην οικογενειακή βιβλιοθήκη μπερδεμένα απο την αυθαίρετη ταξινόμηση κάποιου άλλου ή καταχωνιασμένα στα άλλα σπίτια που δημιούργησαν οι ενηλικιώσεις μας; Τίτλοι που έρχονται στο νου, ο ένας μετά τον άλλον κουβαλώντας το άρωμα των καταστάσεων που ίσχυαν στην ανάγνωσή τους. Να πάρω και αυτό. Και εκείνο. Είναι πολλά και ανταγωνίζονται τα καινούργια. Την ύπαρξή τους, στις παλιές βιβλιοθήκες, δεν μπορείς πια να πληροφορηθείς. Είναι χαμένη μαζί με τους κατόχους τους. Μια λίστα του μυαλού μόνο έχει μείνει να σου θυμίζει τις ακριβείς θέσεις, στα ράφια, τα παλιά εξώφυλλα που τώρα έχουν αλλάξει. Αυτά θυμάσαι και προσπαθείς να εντοπίσεις στα εκδοτικά περίπτερα. Ενα ταξίδι με αφετηρία τις λέξεις. Που θέλεις να ξανακάνεις με επιμέλεια. Η ανάγκη για ταξινόμηση και απολογισμό το υπαγορεύουν. Στα δικά σου ράφια να προστεθούν με την σειρά του επηρεασμού, της σημαντικότητας ή απλώς αλφαβητικά. Ξαναγοράζεις μερικά και μέσα σου γεννιέται η αγωνία. Αραγε θα είναι όπως την πρώτη φορά; Θα έχουν την ίδια επίδραση; Θα σε παθιάσουν ή θα σε συγκινήσουν το ίδιο; Ή με τα χρόνια πάλιωσαν; αυτά ή οι δικές σου συνήθειες;
Παραπαίεις ανάμεσα στις αναμνήσεις των αναγνώσεων και την χαρά του καινούργιου.
Αγοράζεις κι’ απ’ τα δύο.



Προχθές είχα πάει σε μια βάφτιση. Αφού βούτηξαν το μωρό στην κολυμπήθρα το έντυσαν με συνθετικά υφάσματα αμφίβολης αισθητικής και έντονης κατσαρότητος. Η μπομπονιέρα ήταν ένα μικρό βαζάκι μακρουλό με κερί χυμένο σαν ζελέ και κοκκινορόζ χρώμα, ανακατεμένο με λίγα ανθάκια. Ευχήθηκα -και στο μυαλό μου απαριθμίστηκε αυτόματα ο χρόνος. Ο χρόνος που πέρασε από την ημέρα της βάφτισης της κόρης μου. Ο χρόνος που φάνηκε τόσο σύντομος, κι’ ας έχει με ακρίβεια προστεθεί στα χρόνια μου. Ο τόπος που μοιάζει τόσο μακρινός και οι καλεσμένοι μας που πια δεν συναναστρέφομαι.
Ακολούθησε γλέντι που δεν παρακολούθησα. Και μια θεία που είχα καιρό να δώ, αφού με περιεργάστηκε με θέρμη, δεν βρήκε τίποτα να με προσβάλει. Οχι δεν έχει αλλάξει, απλά είχε περισσότερη ζέστη από το κανονικό και την είχε καταβάλλει. Ο συγγενής εξ αίματος βρισκόταν λίγο μακριά μου. Αυτός δεν ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν μιλήσαμε.



Αργότερα με φίλους είδαμε την Γιουροβίζιον. Το κακό ελληνικό τραγούδι μου φάνηκε πιο συμπαθητικό. Ηταν γιατί πλαισιωνόταν από τα άλλα. Η θεωρία της σχετικότητας. Πιο πολύ μου άρεσαν τα ρούχα. Ηταν του Γαβαλά.
Και της Ρίας Κούρτη.

Friday 11 May 2007

Ακούω - βλέπω στις 10 Μαίου

Είδα το πρωί στις 8.00 που πήγαινα στο τραμ να πάρω την Athens voice, μια τραβεστί με μίνι, ψηλοτάκουνες μπότες και κουρασμένο βλέμμα, μάλλον να επιστρέφει από τη δουλειά της στο σπίτι. Και την συμπόνεσα.


Ακουσα στο κομμωτήριο πως υπάρχουν μητέρες που μετά το διαζύγιο εγκαταλείπουν τα τρία μικρά παιδιά τους στον πατέρα, ξαναπαντρεύονται και κάνουν άλλα δύο. Μετά βρίσκουν και γκόμενο. Εντυπωσιάστηκα.


Είδα την Πάνια χτές βράδυ να λάμπει απαστράπτουσα μέσα στον κήπο του καλού και του κακού. Και δεν τη ζήλεψα.


Ακουσα πως ο εγωισμός θολώνει ακόμα και τα αυτονόητα. Και το πίστεψα.


Βλέπω πως τα παιδιά χωρισμένων γονιών δεν είναι προβληματικά. Οι γονείς τους είναι.


Είδα μια κινέζικη πορσελάνινη κούκλα να περπατάει στην 3ης Σεπτεμβρίου. Ηταν τόσο παράταιρη.


Ακουσα πως το Σαββατοκύριακο θα έχει 30 βαθμούς. Πήγα και έψαξα για τα βατραχοπέδιλα.


Είδα στη εφημερίδα πως για ένα δολοφόνο οι τύψεις είναι η χειρότερη τιμωρία. Και χάρηκα.


Είδα πολύ κόσμο στο σταθμό του μετρό Ακρόπολη και ένα εξώπλατο στο σταθμό Σύνταγμα. Και κατάλαβα πως ήρθε το καλοκαίρι.

Wednesday 9 May 2007

Λαθραίες ακροάσεις ή στο βάθος κήπος

Την ανάγνωση της ζωής την ορίζει ο καθένας μας. Κεφάλαιο – κεφάλαιο. Και βγάζει τα συμπεράσματα του. Ενίοτε του δημιουργούνται απορίες και ερωτηματικά. Μικρές ιστορίες καθημερινότητας με σύνθετη η απλή πλοκή απαρτίζουν το σύνολο. Μερικές έχουν ήδη ολοκληρωθεί. Αλλες παραμένουν εκκρεμείς.



Εσύ, ο παρατηρητής, αποφασίζεις τον τρόπο αποθανάτισης των γεγονότων. Εστιάζοντας κοντά ή μακριά, ανάλογα πού θα τοποθετηθείς. Οσο πιο μεγάλο είναι το ζουμ τόσο πιο πολύ όλα μεγεθύνονται. Μοιάζουν γριφώδη κι΄ας μην είναι τόσο. Πολλά μοιάζουν άλυτα.



Αρχίζεις να σκέφτεσαι. Οι διαδρομές που κάνει το μυαλό σου για να φτάσει στις λύσεις όμως είναι πάντοτε ίδιες. Ιδιες και απαράλλακτες. Λες και δεν υπάρχουν άλλοι δρόμοι.
Ετσι, όλες τις φορές καταλήγεις στο ίδιο αποτέλεσμα - αφού πάντοτε ακολουθείς τα ίδια μονοπάτια- και λύση δεν υπάρχει. Συχνά ο λάθος δρόμος βρίσκεται εκεί στην αρχή -στα πρώτα βήματα της σκέψης σου. Ομως ποτέ σου δεν λοξοδρομείς. Σαν να έχεις ορκιστεί αιώνια πίστη.



Και αν αρχίσεις πάλι από την αρχή τα ίδια βήματα θα κάνεις. Ξέρεις ότι υπάρχουν κι’ άλλα μονοπάτια, μα η ασφάλεια του γνώριμου δεν σε αφήνει να τα εξερευνήσεις. Σηματοδότηση δεν υπάρχει. Ούτε κανείς άλλος για να ρωτήσεις. Τραβάς με ησυχία την πορεία σου. Και οι δρόμοι καταλήγουν σε αδιέξοδα. Και τις περισσότερες φορές σε αναγκάζουν να ξαναγυρίσεις στην αρχή. Οι καινούργιες ιδέες ελάχιστα ψιθυρίζουν, ούτε κι’ εσύ καλά – καλά δεν μπορείς να τις ακούσεις.



Μια μέρα –σε μια καφετέρια, στο κομμωτήριο, ή στο μετρό- μια τυχαία συζήτηση φτάνει στ’ αυτιά σου. Το θέμα της σου είναι αδιάφορο, οι πρωταγωνιστές άγνωστοι, τα συμπεράσματα ξένα, κι’ όμως εσύ μέσα σ’ αυτούς τους ήχους αναγνωρίζεις τη δική σου λύση. Φτιαγμένη από άλλα σκεπτικά, διατυπωμένη από άγνωστους ανθρώπους, συντεταγμένη με ξένες λέξεις, που δεν σου λένε απολύτως τίποτα.
Είναι η απόχρωση, το νόημα που αιωρείται πάνω από τις συλλαβές, αυτό που ξαφνικά φωτίζει άπλετα τα πάντα. Σαν κάποιος να παραφυλούσε τη δική σου ζωή, να τρωγόταν με τους δικούς σου γρίφους, να ίδρωνε με τα δικά σου γιατί.



Η διεργασία δεν είναι συνειδητή, όμως εσύ -στη μέση εκεί του πουθενά- μαρμαρώνεις και τότε και το τελευταίο κομμματάκι του πάζλ κουμπώνει τέλεια στη θέση του. Η ταχύτητα που διανύεις τον λαβύρινθό του νου σου εκτοξεύεται, η διαδρομή γίνεται συντομότερη από ποτέ. Στο βάθος δεν υπάρχει πια αδιέξοδο. Διακρίνεται μια πόρτα.



Το αν θα την ανοίξεις είναι ένα άλλο ζήτημα.

Tuesday 8 May 2007

Παλιοπράγματα, παλιοκαταστάσεις

Σήμερα πέρασε ο παλιατζής.
Με ένα παλιό ντάτσουν με ανοιχτή καρότσα. «Ολα τα παίρνω», φώναζε το μεγάφωνο, «αδειάζω τις αποθήκες σας, καθαρίζω τα άχρηστα, μαζεύω παλιούς καναπέδες, παλιά τραπέζια, παλιές καρέκλες, παλιές βιβλιοθήκες, παλιοπράγματα, παλιοψυγεία, παλιοπλυντήρια, παλιοκουζίνες»...

...παλιανθρώπους, παλιοκαταστάσεις...

Sunday 6 May 2007

Σαν τροβατόρε αλλοτινός

Χτες ξύπνησα μες τα κέφια. Εκείνη η απροσδιόριστη χαρά. Που δεν έχει επιχειρήματα ούτε και δικαιολογίες. Και που δεν διαφέρει στο παραμικρό από την προηγούμενη, σε γεγονότα. Μετά από λίγες ώρες, κοιτάζοντας την ημερομηνία, θυμήθηκα. Μια τέτοια μέρα πριν από 26 χρόνια πέθανε ο παππούς μου. Ζούσαμε μαζί στο ίδιο σπίτι όλη μας τη ζωή.



Αγαπημένοι. Οταν έφυγε υπήρχαν νύχτες που ξυπνούσα και πήγαινα στο δωμάτιο. Το ένα κρεββάτι ήταν άδειο, στο άλλο η γιαγιά δεν με έπαιρνε είδηση. Επέστρεφα με δάκρυα στον ύπνο μου. Στην κηδεία δεν πήγα. Πήγα κανα δυό φορές στο νεκροταφείο με λουλούδια και απορρυπαντικά και καθαρίσαμε με τη θεία μου τα μάρμαρα. Μετά πλήρωσα για το κασελάκι με τα οστά. Που βρίσκονται τώρα δεν ξέρω. Και ίσως δεν έχει και σημασία.



Θυμήθηκα τα χέρια του όταν ψιλόκοβε τα υλικά για την μαγειρίτσα το Πάσχα στη μικρή κουζίνα στην εξοχή, μια ιεροτελεστία εκτελεσμένη με επαγγελματική δεξιοτεχνία. Δεν ήθελε κανέναν εκεί, μόνο εγώ τρύπωνα και κοιτούσα χωρίς να του μιλάω. Τα Χριστούγεννα στόλιζε πάντα το δέντρο. Εβγαζα τις μπάλες από τα κουτιά και προσεκτικά του τις έδινα να τις κρεμάσει. Ηταν πολύ τιμητικό να είμαι ο προσωπικός του βοηθός, έδειχνε εμπιστοσύνη. Το καλοκαίρι στο εξοχικό κρεμούσαμε με τον ίδιο τρόπο μικρά πολύχρωμα γλαστράκια στα δύο δέντρα του μικρού κήπου και τα μαζεύαμε πάλι τον Σεπτέμβρη με τις πρώτες ψύχρες.



Θυμάμαι ακόμα μερικά ρετρό τραγούδια που τραγουδούσε, την κιθάρα από ξύλο τριανταφυλλιάς που έπαιζε και τις κασέτες με ηχητικά ντοκουμέντα που μαγνητοφωνούσε. Γιορτές, γεννέθλια, τις πρώτες λέξεις τις δικές μου και του αδελφού μου, το γλέντι του γάμου των γονιών μου - που όταν τις ξανάκουσα κόμπιασα από συγκίνηση. Και τις πολλές ιστορίες που διηγόταν, θυμάμαι, όλες με γλέντια και κιθάρες και παρλάτες που σκάρωναν συστηματικά οι δυό τους με τον μπατζανάκη του, που είχαν γνωριστεί παιδιά στον στρατό και παντρεύτηκαν δύο αδελφές, για να μην χωρίσουν ποτέ.



Και στον θάνατο,ακόμα, πέθαναν με μήνες διαφορά. Και τους καυγάδες τους δια ασήμαντον αιτίαν, να ορκίζονται οτι δεν θα ξαναμιλήσει ο ένας στον άλλον ποτέ, να αλλάζουν πεζοδρόμιο όταν συναντιόνταν στον δρόμο. Το καλοκαίρι, στην εξοχή, να κοιτάζονται αμίλητοι μέσα από τις τζαμαρίες των σπιτιών τους και να ρωτάνε τους άλλους «τι κάνει αυτός, το κατάλαβε το λάθος του;» κι ύστερα πάλι να μην αντέχουν χώρια πάνω από δυό μέρες και να ξαναγίνονται κολλητοί μέχρι τον επόμενο καυγά.



Ενδιάμεσα έγραφαν σατυρικά τραγούδια. Ενίοτε με πονηρό περιεχόμενο. Και τα παρουσίαζαν στα γλέντια με κιθάρα, βιολί και απαγγελία. Έγραφαν κάτι για τον καθένα, έκαναν καλλιστεία, άνοιξαν μια ταβέρνα με το όνομα «διάολος» για να λένε οι πελάτες οτι πάνε στο διάολο και την έκλεισαν γρήγορα γιατί δεν είχαν άλλα λεφτά αφού όλοι έτρωγαν έπιναν και κερνιούνταν. Υποδύονταν το υπουργό και τον υφιστάμενό του και την πρωτοχρονιά αναγγέλλονταν σε σπίτια και έδιναν τις καθιερωμένες ευχές φορώντας μονόκλ και ημίψηλα καπέλα. Μετά πήγαιναν στη γωνία του δρόμου και ξεκαρδίζονταν και όταν ηρεμούσαν πήγαιναν στο επόμενο σπίτι. (Μεγάλοι άνθρωποι με παιδιά).
Οσο γέλασαν ένα Σαββατοκύριακο πιθανόν δεν έχω γελάσει σε όλη μου τη ζωή.



Σήμερα τη μαγειρίτσα δεν την κάνει κανείς στο πατρικό μου, τα Χριστούγεννα ένα μικρό δέντρο το στολίζει η Ουκρανή, τα γλαστράκια στο εξοχικό έχουν από χρόνια σπάσει.
Σκέφτομαι τον πόνο που σε κατακλύζει όταν χάνεις έναν αγαπημένο άνθρωπο. Και που όσο περνούν τα χρόνια απαλύνεται καταλήγοντας μια γλυκιά ανάμνηση που δεν συνοδεύεται από τόση θλίψη.
Μόνο από νοσταλγία.

Thursday 3 May 2007

Βήματα και οπτασίες

Ξύπνησα, ετοίμασα τη μικρή, ήπια καφέ, σύρθηκα έξω από τον ύπνο. Στη σχολή γονέων κατέθεσα στεφάνι στα κεφάλια αγνώστων το πρόβλημά μου. Το άφησα εκεί και το μαδούσα φύλλο - φύλλο ψάχνοντας τις λέξεις. Θυμός ήταν εκείνη που ερχόταν πιο συχνά από τις άλλες γι’ αυτό καταπιάστηκα μαζί της. Την ωραία περιγραφή διέκοψαν το σφίξιμο στο στομάχι και ο κόμπος στο λαιμό –αυτά που σηματοδοτούν την έξοδο βαθιάς αλήθειας.



Φόβος κρυβόταν στον θυμό, όσο εγώ εξιστορούσα μικρές, πικρές διαμάχες μητέρας - κόρης. Της κόρης μου που με τιμωρούσε για κάτι που δεν έφταιγα, του εαυτού μου που άλλο δεν μπορούσε να μην με υπερασπίζεται. Περιστατικά της καθημερινότητας.
Περιγράφοντας τα συναισθήματα ξανάβλεπα, στο βάθος της αίθουσας, το μικρό κορίτσι που υπήρξα. Χειρονομούσε από θυμό, κακόκεφο και επιθετικό -πνεύμα αντιλογίας- θυσίαζε στο βωμό της προσοχής κάθε έννοια διασκέδασης. Τώρα είχε πάρει τη μορφή της.



Φόβος ήταν η λέξη. Φόβος γι’ αυτό που ήδη έγινε, γι’ αυτό που ίσως γίνει. Φόβος για την ομοιότητα. Οταν το εκστόμισα έχασα τον έλεγχο. Η διαπίστωση ήταν οδυνηρή.
Ξανακοίταξα και είδα το μούτρο της -το μούτρο μου- συγκεντρωμένο στην απόλυτη αυθάδεια, στα σύνορα της αυτοτιμωρίας. Εκεί που η απώλεια προκαλεί έξη.
Συνέχισα τη διήγηση κοιτάζοντας στο βάθος, το ίδιο υποθετικό σημείο που συναντηθήκαμε, εκείνη και εγώ, συνοδοιπόροι στο ίδιο δύσκολο ταξίδι –με άλλη αφετηρία και διαφορετικό προορισμό.
Τι κρίμα, η γνώση μου δεν την προστάτευσε, ίσως να την οδήγησε μια ώρα αρχύτερα, καθώς σχεδόν πάντα συναντάς αυτό που θέλεις να αποφύγεις.



Αποκαμωμένη χαιρέτησα ευγενικά. Ζήτησα συγγνώμη για την κατάχρηση του χρόνου και των ψυχών τους. Κάνα δυό με κοιτούσαν βουρκωμένοι. Ποιός ξέρει ποιόν συνάντησαν εκείνοι; Δεν είχα χώρο για άλλες ενοχές κι’ έτσι απέφυγα το βλέμμα τους. Απλωτά δρασκέλισα τη συμπόνια τους με όρθιο ανάστημα.
Η κατανόηση και παραδοχή του προβλήματος είναι το πρώτο βήμα -άκουσα τα λόγια τους φεύγοντας. Σωστό. Ελπίζω το δεύτερο να ζω για να το δω.

Wednesday 2 May 2007

Ο γύρος του θανάτου

Στα παλιά λουνα παρκ υπήρχε μια τέντα που έγραφε απ΄εξω «ο γύρος του θανάτου».
Ηταν νομίζω κάπως παράνομο. Μέσα ένα βαρέλι μεγάλο και βαθύ, μεταλλικό -αν ήταν όντως κατακόρυφο πάντα αναρωτιόμουν- ξύλινες κερκίδες σαν σκάλες το κύκλωναν. Οι θεατές στο χείλος κοιτούσαν τον πυθμένα, σαν σε πηγάδι. Ενα πηγάδι ηρωισμού.



Η μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού αν και φτωχής εμφάνισης -κάτι λαϊκά παιδιά με μακριά μαλλιά και τζην παντελόνι για να συμπληρώσουν τα μεροκάματα της εβδομάδας ή να κερδίσουν το προσωπικό τους στοίχημα, έπαιζαν «κορόνα γράμματα τη ζωή τους», όπως έλεγε ο εκφωνητής. Μια όμορφη κοπέλα στεκόταν δίπλα στη μηχανή, με κοντό σορτσάκι και στενή μπλούζα. Ο θόρυβος του μαρσαρίσματος εκκωφαντικός. Η ηχώ του βαρελιού τον πολλαπλασίαζε.



Εκείνα τα λούνα παρκ με φόβιζαν. Ήμουν μικρή, μόλις είχα τελειώσει απο το μηχάνημα που γυρνούσε και εσύ έσταζες χρώματα, κρατούσα το έργο μου στο χέρι -μια ζωγραφιά αφηρημένη με χάρτινη κορνίζα γύρω γύρω. Και τη σακούλα με το κερδισμένο χρυσόψαρο.



Πληρώναμε το εισιτήριο και ανεβαίναμε τις κερκίδες. Είχε κάτι ηρωικό και επικίνδυνο αυτό το θέαμα. Μηχανή και αναβάτης ανέβαιναν λωρίδα λωρίδα τις εγκοπές του βαρελιού. Η κεντρομόλος ή η φυγόκεντρη ευθυνόταν;
Ελεγαν οτι γίνονταν ατυχήματα. Η αλήθεια είναι οτι σου ΄κοβε την ανάσα. Ο εκφωνητής φώναζε να προσέχουμε, να μην σκύβουμε πολύ και να μην βάζουμε τα χέρια μας μέσα. Φοβόμουν αλλά κοιτούσα.



Μετά, στον ήλιο, τα μάτια έτσουζαν. Κυριακή πρωί προς μεσημέρι λίγο πριν το φαγητό.
Ημουν μικρή, οι γονείς νέοι, η Αθήνα αλλιώς, τα χρώματα που μου έρχονται στο μυαλό σαν τα παλιά φιλμ της Αγκφα, που όλα έφερναν προς το κόκκινο πορτοκαλί.
Αποθανατισμένοι έξω από τον γύρο του θανάτου.
Οικογενειακές συνήθειες που χάθηκαν μαζί με τους πρωταγωνιστές τους.

Monday 30 April 2007

Μερεμέτια

Με την ταμπέλα -μπορείς να με κάνεις οτι θέλεις- στο μέτωπο αφήνεις τα περάσματα ανοιχτά. Για ποιον λόγο, μήπως έτσι έμαθες ή έτσι θέλησες, μήπως αυτός είναι ο προορισμός ή το ταξίδι, μήπως αυτοτιμωρείσαι ή έμαθες οτι αυτή είναι η τιμωρία σου; Eυανάγνωστη -αν και διαφανής- σε όσους πρέπει, σε όσους έχουν τα όπλα∙ όλοι έχουν τα όπλα, όχι, μάλλον αυτοί που τα μάτια τους ή η ψυχή τους μπορεί να διαβάσει την αόρατη επιγραφή -η ηλικία δεν παίζει ρόλο μικροί ή μεγάλοι- ίσως οι μικροί ακόμα περισσσότερο καθώς μυρίζουν σαν τα σκυλιά την αδυναμία και επιτίθενται.



Ο Α.Κ. μου είχε πει πως κανείς δεν μπορεί να σε βλάψει παρά μόνο αν τον αφήσεις. Ηταν κάτι που με απασχόλησε καιρό πριν δω οτι έχει δίκιο. Εσύ είσαι που αφήνεις την πόρτα ανοιχτή, μην την ανοίγεις και διάπλατα δεν ξέρω. Εισδύουν τότε στο εσωτερικό σου, αυτό που από νεωτάτων χρόνων πάσχει. Λες με τον καιρό το έχεις διορθώσει -επιδιορθώσει είναι η σωστή λεξη. Επιδιορθώνουμε μόνο ρούχα στον ράφτη∙ μ’ αυτό τι θέλω να πω; Η συζήτηση είναι αν σε διαπερνά. Και πόσο. Και για πόσο. Και τι παθαίνεις μετά. Καθώς οι άμυνες απούσες ή υπολειτουργούν.



Κάτω από συνθήκες όλοι το παθαίνουν; Αλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο; Υπάρχουν κι εκείνοι που κρατούν καλά τα κλειδιά και αν ναι πως ζουν, μέσα σε ανθρώπους ή απομονωμένοι; Απόμακροι ή ισχυροί; Προνομιούχοι η αδιαπέραστοι;



Σήμερα η ηρεμία και η διάθεση μου ήταν για πολλές ώρες έρμαια στα χέρια ενός εφτάχρονου παιδιού. Πόσα περάσματα εγώ άφησα; Πόσα αυτό μπόρεσε να διαβάσει; Εξοντωμένοι στο τέλος και οι δυό κοιμηθήκαμε συγχρόνως.
Πρέπει να στοκάρω τις τρύπες. Φέρνουν πολύ κρύο τον χειμώνα και μηδαμινή δροσιά το καλοκαίρι.

Friday 27 April 2007

The sleeping game

Στο χουζούρι της ημέρας, ξαπλωμένη από ώρα στο κρεββάτι, συνάντησα τα φοιτητικά μου χρόνια. Αλλά με περισσότερες ενοχές. Και πιο ταπεινά θέλω. Αυτά που μόλις πραγματοποιούνται επιστρέφουν ικανοποίηση.


Οι δουλειές που έπρεπε να γίνουν, μικρές παρενθέσεις. Διώχνοντας μακριά σκέψεις άγχους ξαναγύρισα στον ασφαλή έκταση του παπλώματος. Ανάμεσα σε διαλείμματα μικρού ύπνου και σύντομες αποδράσεις σε τόπους φανταστικούς, εκεί που το τώρα δεν έχει πρόσωπο, η μνήμη δεν έχει θέση.


Οι έκτακτες παρεμβολές του πρέπει νικιόντουσαν κατά κράτος. Εφερα το χέρι μου στα μάτια. Το φώς εμπόδιζε την ασαφή διάσταση ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο να επικρατήσει. Οι ήχοι του νηπιαγωγείου από απέναντι διασκέδαζαν την ησυχία.


Μέτρησα τις διαφορές. Παλιά γινόταν από άρνηση. Τώρα για διασκέδαση. Παλιά η αναβολή δεν είχε κόστος. Μια όμορφη συνθήκη επιμηκυνόταν όσο ήθελε στον χρόνο. Τώρα ο ρυθμός είναι πιο κοφτός. Ερχονται και φεύγουν οι επιθυμίες. Και κρατάνε λίγο. Και έμαθαν να μην εκτείνονται πολύ.

Καθώς αβέβαιο...


Στον παρονομαστή στριμώχνονταν εικόνες, άνθρωποι, θέλω και ματαιώσεις. Το φευγιό ήταν το ίδιο. Εγώ είχα αλλάξει. Η ο πραγματικός χρόνος στον οποίον βρίσκομαι. Πιο κοντά στο επιβεβλημένο, πιο μακριά από το υποθετικό.


Αυτό το πρωί ήθελα να ενώσω τα δύο. Το τότε με το τώρα.
Ο χρόνος της στιγμής και ο χρόνος των χρόνων δεν επέτρεψαν την συνένωση. Γύρισα πλευρό. Οι φωνές των παιδιών είχαν κοπάσει. Το διάλειμμα είχε τελειώσει
.

Tuesday 24 April 2007

Μέτρα εφτά και βγές


Από τον πεσιμισμό στην αισιοδοξία πόσα σκαλοπάτια μεσολαβούν;



Μέτρα ένα για την όμορφη λιακάδα


Μέτρα δύο για κάτι που πήρε παράταση για αύριο


Μέτρα τρία για μια μουσική


Μέτρα τέσσερα για ένα τηλεφώνημα



Μέτρα πέντε για πέντε ρακές στον ήλιο


Μέτρα έξι γιατί σε γούσταρε και σου το είπε


Μέτρα εφτά γιατί εφτά είναι όλα τα θαύματα

Monday 23 April 2007

Με το ζόρι μέλη

Κάπου εκεί χάθηκε κάθε λογική. Η ανοχή αντί να λειτουργήσει εκπαιδευτικά -ανασταλτικά λειτούργησε καταχρηστικά.
Και βρέθηκες να απολογείσαι για όσα οικειοθελώς παραχώρησες.
Και να δικαιολογείσαι για τις καλές προθέσεις.
Και να είσαι και υπόλογος στο τέλος.



Οσες φορές δεν θέλησα να κινηθώ σε πιο σκληρές αλλά δίκαιες λύσεις -στο όνομα της συμπάθειας προς την κατάσταση του άλλου- βρέθηκα να βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο. Η οργή και το αίσθημα της αδικίας ήταν τα τελικά συναισθήματα. Για μένα.
Τίποτα, σχεδόν, δεν είναι αυταπόδεικτο. Δεν θα ήταν και αυτό.
Κάποτε ένας δικηγόρος μου είπε: «Πρώτα βομβαρδίζουμε και μετά καθόμαστε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Συμφώνησα. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Το πρωί της άλλης μέρας άλλαξα δικηγόρο. Γιατί αν δεν είσαι έτσι, δεν μπορείς ξαφνικά να ενδύεσαι τον μανδύα του –εν δικαίω έστω- άτεγκτου.



Η αλήθεια είναι οτι φοβήθηκα. Την οργή που θα επέφερε μια τέτοια ακραία κίνηση, αλλά και τον εαυτό μου να διατάζει τον βομβαρδισμό. Με χαρτί και καλαμάρι και όλα τα δίκια με το μέρος μου, είναι η αλήθεια. Αλλά ο πόλεμος είναι κάτι που δεν αντέχω.
Οταν λοιπόν δεν επιτίθεσαι τι κάνεις; Aμύνεσαι όπως μπορείς. Αν μπορείς. Και σιγά σιγά κι αυτό εξασθενεί και χωρίς να το καταλαβαίνεις αρχίζεις να υποχωρείς. Στην αρχή από «κατανόηση», μετά από ενοχές και τέλος από κούραση. Μέγα λάθος.
Και μια ωραία μέρα έχουν όλα παραβιαστεί. Ο εαυτός σου, το μυαλό σου, οι ελευθερίες σου, οι πεποιθήσεις σου και ο ζωτικός σου χώρος. Γιατί έχεις δώσει χώρο. Πολύ.



Οι καλοί τρόποι και οι καλές συμπεριφορές αρμόζουν σε ανθρώπους που το αξίζουν.
Τι κι’ αν νομίζεις οτι η ήπια στάση θα τους ηρεμήσει και θα τους συνετίσει. Οι άνθρωποι αυτοί δεν θέλουν να ηρεμήσουν και να συνετιστούν. Θέλουν να βρίσκουν χώρο -που εσύ προσφέρεις- και να υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν, να περιέχονται με το ζόρι στη ζωή σου έστω και αρνητικά. Δημιουργώντας φασαρίες και προβλήματα. Αρκεί να περιέχονται.

Με το ζόρι μέλη.
Σε μια αρρωστημένη συνύπαρξη που εκείνοι εφηύραν χωρίς την συγκατάθεσή σου. Δεν την χρειάζονται. Αρκεί που είναι εκεί. Στοιχειωμένοι στους εφιάλτες σου.
Και πάντα πρόθυμοι να σου αποδείξουν πόσο καλά έκανες που τους εγκατέλειψες.


Χωρίς οίκτο, τώρα, σήκωσε τα μανίκια. Και μπες στην αρένα.

Wednesday 18 April 2007

Δευτεράτζες

Ξύπνησα τα χαράματα. Εμεινα στο κρεββάτι μέχρι την καθιερωμένη ώρα. Λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι κοιμήθηκα για πέντε λεπτά.
Είχα πολύ καιρό να τον δώ. Η όψη του ήταν καλή. Και το χρώμα στο πρόσωπό του πολύ ζωντανό. Είχα λίγο χρόνο για να ρωτήσω τι και πώς έτσι περιορίστηκα στην παρατήρηση. Το σπίτι μας ήταν παλιωμένο και ασυγύριστο. Η μαμά μου ήταν κουρασμένη. Καθόταν σε μια πολυθρόνα και τον κοιτούσε. Δεν έδειχνε να απορεί με την παρουσία του. Στριφογύριζε. Επρεπε να διοργανώσουν ένα γεύμα. Χωρίς καλεσμένους. Χωρίς μενού. Μόνο ένα τραπέζι ήθελαν να αγοράσουν. Προσφέρθηκα να υποδείξω κατάστημα, αλλά ήταν αναστατωμένοι. Συζητούσαν γι’ αυτό. Πρότεινα κάποιο τραπέζι βεράντας. Για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μετά. Ηταν απόμακρος. Δεν έδωσε άλλες πληροφορίες. Το πρόσωπό του ήταν πολύ ζωντανό. Η μητέρα μου τον κοιτούσε. Ποιός ξέρει τι τους οδήγησε να συναντηθούν μετά από τόσα χρόνια έτσι σύντομα στον ύπνο μου. Βιαστικά.



«Θα πάρω τις βιβλιοθήκες. Και το τραπέζι του σαλονιού. Και την τραπεζαρία με τις καρέκλες. Και το ψυγείο, την κουζίνα, το πλυντήριο πιάτων και ρούχων. Και την τηλεόραση και το βίντεο το χαλασμένο. Και το γραφείο μου. Γιατί είναι μου.»
Μου είπε σε ένα σύντομο αλλά περιεκτικό τηλεφώνημα ο πρώην (μετά από τέσσερα χρόνια).
«Δέκα μέρες είναι καλά;»




Δεν ξέρω τι τρελούς συνειρμούς έκανε το μυαλό μου σε αυτό το σύντομο διάστημα ύπνου.
Ενα ξέρω. Πως οι άνθρωποι είναι δύο ειδών. Αυτοί που χτυπούν πάνω από τη ζώνη και αυτοί που χτυπούν κάτω απ’ αυτήν. Θέλω να συναναστρέφομαι τους πρώτους. Κι’ας συναναστάφηκα επί μακρόν έναν από τους δεύτερους.


Monday 16 April 2007

The floating bed

Πως καταλήγουν οι άνθρωποι από πολύτιμοι άγνωστοι;

Είναι ο ίδιος άνθρωπος που πρωταγωνιστεί στα όνειρά σου και χαμογελάς. Και στους εφιάλτες σου και ξυπνάς με έντονη την αίσθηση στα χείλη. Και την γεύση της απιστίας στο μυαλό. Και ξανακλείνεις τα μάτια και όλα εντάξει.


Εδώ είναι. Ηταν μόνο ένα όνειρο. Και ησυχάζεις. Και σφίγγεις περισσότερο την αγκαλιά σου. Ομως αυτή η γεύση θα μείνει έντονη όλη την υπόλοιπη ημέρα.
Εκεί ζωντανή και αυτόνομη θα επανέρχεται τις στιγμές που ξεχνιέσαι και θα συμβουλεύει ύπουλα τους διαλόγους σου.

Τις ώρες του ύπνου θα βολεύεσαι στη στάση κουτάλι γιατί αυτή σου θυμίζει ασφάλεια. Λένε οτι αυτός που γυρίζει τη πλάτη θα φύγει πρώτος. Ποτέ δεν θα δώσεις σημασία.


Κάποιες λίγες φορές θα σκεφτείς τον εαυτό σου χωρίς τον άλλον. Και τότε η έλλειψη -στη φαντασία- θα τρυπήσει στ’ αλήθεια την καρδιά σου όπως ο ξαφνικός φόβος έχει σκοτώσει ανθρώπους.

Η θέα του εαυτού σου μπροστά στον αποχωρισμό θα σε τσακίσει, το στομάχι σου θα ανακατευτεί στην πιθανή απώλεια, τίποτα –φοβάσαι- δεν θα είναι ίδιο ξανά. Μερικές φορές θα σου καρφωθεί για τα καλά η ιδέα. Θα αρχίσεις ερωτήσεις και θα ζητάς απαντήσεις που θα ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο και θα υπογράφουν εγγυήσεις αγάπης. Απεριορίστου χρόνου.


Και μια μέρα μετά από λίγα χρόνια θα κοιτάξεις τον ίδιο άνθρωπο στα μάτια και τίποτα μέσα τους δεν θα σου είναι γνωστό.

Το σώμα θα στέκει, εκεί, ξένο και οι αγαπημένες μυρωδιές θα έχουν σβήσει.

Θα μιλάει σε μια άγνωστη γλώσσα και κάθε ίχνος νοσταλγίας θα έχει εξαλειφθεί.

Σε πέντε λεπτά θα νιώθεις αφόρητα και θα θες να δραπετεύσεις σε απάγκια μέρη. Τα δικά σας οικεία θα έχουν πια καταστραφεί και μαζί μ’ αυτά και η εμπιστοσύνη σου στη λέξη απεριόριστο.


Και τότε εκεί, στη μέση του δρόμου απορημένος θα νιώσεις ξανά αυτό το σφίξιμο στο στομάχι -αυτή τη φορά για όλα όσα χάθηκαν από αυτά που έδωσες, για όλη την απογοήτευση που μέτρησες, για τα όνειρα τα καλά και τα κακά, που τώρα φαντάζουν άκρως ελλιπή.

Saturday 14 April 2007

Have you got a story for me?

Ψάχνοντας σαν ζαλισμένος τις αιτίες. Κοιτάζεις δεξιά αριστερά. Κάτω από τα γεγονότα. Μέσα στις στιγμές. Απέναντι από τον εαυτό σου. Πάνω από τα τετριμμένα.
Στιφογυρίζοντας στις αφορμές. Σμιλεύοντας τις αναμνήσεις. Σχεδιάζοντας το άγνωστο. Το αύριο. Και το μεθαύριο. Και το του χρόνου, γιατί όχι; Λες και το ξέρεις.



Μετράς αυτά που φταίνε. Αυτά που είναι εντάξει.
Αύριο θα είναι άλλα. Καινούργια φταίνε και καινούργια εντάξει.
Και κάθε μέρα θα μεταβάλλονται. Φτιάχνοντας ανόητες λίστες. Αυθαίρετες αποδείξεις της κακοτυχίας σου και του ανικανοποίητου.
Κι’ άλλες λίστες. Από αδυναμίες και προτερήματα. Από ταλέντα και αποτυχίες.
Από υποσχέσεις που είχες ερήμην δώσει όταν γεννήθηκες σ’ αυτόν τον κόσμο.



Θα, θα, θα. Θα μπορούσα, θα ήθελα, θα άντεχα, θα έφτιαχνα, θα κατάφερνα. Και ο εαυτός σου ακολουθεί μεταμφιεσμένος σε όλα αυτά τα θα. Με κυριλέ κοστούμια, φρικιάρικα πιστεύω, ηρωικές στιγμές με αποφάσεις γεμάτες καπνό και αλκοόλ, μεγάλες κατακτήσεις, σιωπηλές αποδοχές, εντυπωσιακές μάχες, μοναδικά επιτεύγματα. Για ξεχωριστούς ανθρώπους. Μοναδικά επιτεύγματα. Που δεν ήρθαν, αλλά θα.



Ομως οι κόκκοι της άμμου στην πυξίδα τώρα δείχνουν χωρίς αναμφιβολία υπεροχή στο κάτω μέρος, και συνεχίζουν να πέφτουν –τώρα σου φαίνεται με μεγαλύτερη ταχύτητα. Τρέχουν. Οι μεταμφιέσεις αρχίζουν να λιγοστεύουν. Μοιάζουν τώρα αρκετά με αληθινές, και έχουν μικρή ποικιλία. Αυτή που συναντιέται με το κανονικό. Λιγότερα θα. Περισσότερος ενεστώς. Και παρατατικός. Και αόριστος. Και πολλές προστακτικές. Η συρρίκνωση του υποθετικού λόγου είναι πια γεγονός.



Μια μέρα, που έβρεχε πολύ, κάποιος σου είπε οτι η ευτυχία δεν θα έρθει απ’ έξω, αλλά εσύ ήσουν πολύ απεγνωσμένος για να δώσεις βάση.