Thursday 29 March 2007

In the mood for love

Χαμήλωσε το κεφάλι της για να μπορέσει αυτός να την πλησιάσει.
Ομως αυτός δεν είχε το θάρρος. Ετσι εκείνη απομακρύνθηκε.



Τι να πεί κανείς γι’ αυτή την ταινία. Ακούω τώρα το soundtrack, και μου δημιουργείται η επιθυμία να την ξαναδώ. Τι αισθητική, τι σενάριο. Υπόκωφο.
Σαν να μπορείς να τα λες όλα με υπονοούμενα. Με σιωπές, με αποσιωπητικά, με fade outs.
Tο ντεκόρ κλειστοφοβικό. Ενα δωμάτιο ο καθένας, ένας σύζυγος που λείπει, η άρνηση της πραγματικότητας. Κι αυτές οι δύο φιγούρες, που περιστρέφονται με χαμηλό βόμβο μέσα στην ίδια κυψέλη. Χαμένοι στη μοναξιά τους, δύο ζευγάρια με απόντες τους συζύγους τους, που έρχονται και φεύγουν, μα και όταν είναι εκεί δεν έχουν πρόσωπο.
Σε διπλανές πόρτες -ολομόναχοι και τόσο παρόμοιοι μέσα στην κοινοχρησία, στα ξεφτισμένα ντουβάρια, περιμένοντας εκεί, εγκαταλειμένοι.
Οι συναντήσεις τους ένα slow motion σαν χορογραφία μέσα στην σιωπή.
Και οι λεπτομέρειες, μικρές πινελιές προσεκτικά ακουμπισμένες σε έναν καμβά ήδη τελειωμένο. Ενα χέρι σε μια κουπαστή που πέρασε πριν από λίγο για να ακολουθήσει ένα άλλο την ίδια διαδρομή.
Επαφές χωρίς αγγίγματα.
Η διακαής επιθυμία που ποτέ δεν πραγματοποιείται. Και που κατεβάζει τους ήρωες στα βάθη του πεπρωμένου τους. Σαν τις σκάλες που κατηφορίζουν στο καπηλειό. Η εποχή δοσμένη με μεγάλη επιμέλεια, σαν καρτ ποστάλ του ’60. Η μουσική, νοσταλγική -μελετημένη ανά καρέ.
Κι’ αυτή η θεσπέσια γυναίκα με τα εκπληκτικά φορέματα –μέρος του σκηνικού, που αλλάζουν πολλές φορές λες και είναι το μόνο εν αφθονία είδος σε αυτή τη λίμνη που δεν αναταράσσεται παρά μόνο όταν οι συνθήκες είναι ακραίες. Για να ησυχάσει αμέσως μετά. Με μια βροχή που ξεπλένει όλες τις επιθυμίες.



Λεπτομέρεια: το δωμάτιο του ξενοδοχείου που μένει ο κύριος Τσόου είναι το 2046.

Wednesday 28 March 2007

Τουμποφλό μην ξεχάσω

Αγαπημένο μου ημερολόγιο

Μισό κιλό κιμάς
Ενα κιλό φέτα
Καφές

Σήμερα είμαι μες τα νεύρα. Να φταίει οτι δεν κοιμήθηκα καλά; Να φταίει οτι έχω βαρετές δουλειές προς διεκπεραίωση; Οτι και να φταίει εγώ είμαι μπαρούτι. Ούτε με σένα δεν ήθελα να ασχοληθώ το πρωί. Αντ’ αυτού έκανα μια νετοβόλτα και διάβασα διάφορα ωραία και ενδιαφέροντα. Μερικά με κατέθλιψαν περισσότερο. Είναι και ο καιρός...
Πήγα στη λαϊκή. Εχει συννεφιά. Κάνει και ψύχρα. Εχω και νεύρα...
Λεμόνια
Πορτοκάλια για στύψιμο
Χόρτα
Μπανάνες

Ένας κύριος με ένα καροτσάκι πουλάει κουδούνες και κουδουνάκια για τις προβατίνες μας, τα τσοπανόσκυλά μας, τα κυνηγετικά σκυλιά μας και τα κοπρόσκυλά μας. Και μαχαίρια και μπαλτάδες αν θέλουμε κανέναν να ξεπαστρέψουμε, λέει. Και ακονιστήρια για μαχαίρια και ψαλίδια. Και αναπτήρες περίστροφα.
Αβοκάντο
Ανιθο
Μαρούλια
Βάρυνε το καρότσι. Κρέμασ' τα απ’ έξω.
Φράουλες μικρές αν βρώ
Αρακάς
Πορτοκάλια για φάγωμα
Στη λαική σε ένα πάγκο, βλέπω μια τραβεστί. Δεν ξέρω ποιά λέξη να χρησιμοποιήσω –η συγκεκριμένη δεν μου αρέσει, δεν έχει καμμία σχέση μ’ αυτό που θέλω να πώ. Πουλάει μυρωδικά ήτοι μαϊντανούς άνιθα σέλινα και τέτοια. Φοράει ένα τζήν και μια μπλούζα από πάνω, σπόρ ντύσιμο -τίποτα το παράξενο, είναι εύσωμη και έχει ξανθά μαλλιά και φρύδια ζωγραφισμένα. Μαγκιά, σκέφτομαι, αντί να είναι σε καμμιά Συγγρού να ψωνίζεται είναι στη λαϊκή και σηκώνει καφάσια. Μια όχι και τόσο θηλυκή εργασία. Και ο ιδιοκτήτης του πάγκου πολύ προχωρημένος...Κοιτάζω, μια συμπαθητική κυρία - η μητέρα κατά πως φαίνεται. Διπλό το καλό. Και οικογενειακή αποδοχή. Μόνο η βροντερή φωνή της με αξάν γυναικείο ηχεί παράξενα.
Κολοκυθάκια
Φρέσκα κρεμμυδάκια
Σέλινο

Τώρα το καρότσι βάρυνε για τα καλά. Να και τα ρούχα. 1,5 ευρώ οτι πάρεις. Είναι σαβούρες, μην κοιτάς. Ακου 1,5 ευρώ!
"Αυτές τις δύο. Εχετε ρέστα από πενηντάρικο;"
Και ωραίες τσάντες. Πρέπει να μαγειρέψω. Και να περάσω από την τράπεζα. Και από τη μαμά. Ωραίες κουρτίνες. Μήπως είναι κωλοϋφάσματα; Ασ' την κάτω!
Είναι και ο καιρός σαν να κλαίει.
Στο αυτοκίνητο ποιός μου γύρισε από την ανάποδη τον καθρέφτη; Ευτυχώς δεν έσπασε.
Ζάχαρη
Γάλα
Κορν φλέικς
Θα αναβάλλω για την επόμενη όσα μπορώ.
Σούπερ μάρκετ. Ούτε και εκεί άλλαξε η διάθεσή μου. Εκεί συνήθως με πιάνει φοβερή υπνηλία. Είναι και ο καιρός...
Wettex
Σαμπουάν
Χαρτιά τουαλέτας
Τουμποφλό
Ελιές
Τώρα έχει χοντρό κουβάλημα. Πρώτα σπίτι και μετά γρήγορα στο φαρμακείο πρίν κλείσει. Και πρέπει να πάω τα φάρμακα στη μαμά.
Γαμώ την τρέλλα μου πως πέρασε έτσι η ώρα! Τι γίνεται πιο γρήγορα; ο αρακάς! Καθάριζε και μη ερεύνα. Κράπ, κράπ. Τώρα τα κρεμμυδάκια. Τον άνιθο το πλένεις μετά. Προλαβαίνεις. Τσιγάρισε και στρώσε γρήγορα τα κρεββάτια – έχεις πέντε λεπτά. Το πλυντήριο το απλώνεις μετά. Μετά το φαί και πριν το ωδείο. Το σχολικό!! Ο αρακάς αργεί;
Αγαπητό μου ημερολόγιο σήμερα δεν προλαβαίνω να σου γράψω. Φεύγω για το ωδείο, μετά έχουμε ένα περίδρομο μαθηματικά και τετράδιο γλώσσας και ανάγνωση και ορθογραφία και μπάνιο και πλύσιμο πιάτων και να κάνω μπάνιο κι’ εγώ που όταν κάθομαι δίπλα σε κόσμο φεύγουν και να πάρω τρία τέσσερα τηλέφωνα και να κλείσω και το αρνί για το Πάσχα:
Ανιθο
Κρεμμυδάκια
Αλλη μία συκωταριά
Αυγά για βάψιμο
Μπογιά για βάψιμο
Αλεύρι
Μαγιά

....
....
....

Tuesday 27 March 2007

Αναζητώντας παραλήπτη

Ξεκινάς να γράφεις γιατί αυτή είναι η ανάγκη σου αυτή την περίοδο. (Η μήπως πάντα την είχες;)
Ξεκινάς διστακτικά. Εχεις πολλές ιδέες. Φαντάζεσαι το περιεχόμενο του ημερολογίου σου. Το κρίνεις χιουμοριστικό. Ωραία.
Το πρώτο σου κείμενο είναι βαρύ και πολύ προσωπικό. Ακολουθούν κι΄αλλα εξίσου βαριά. Χιουμοριστικό δεν είχαμε πει; Whatever… Θάρθει κι’ αυτό.



Είναι όμως εκεί στη σειρά και ξεπηδούν μόνα τους, καμμιά φορά σπρώχνοντας κιόλας το ένα το άλλο. Ερήμην σου. Στάση πρώτη. Τα παρακολουθούμε. Πόσα είναι;
Γράφεις. Κάθε μέρα.
Στον ύπνο σου τα βλέπεις τα περισσότερα. Και το πρωί είναι έτοιμα.
Και χύνονται στο πληκτρολόγιο χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα. Και μια μέρα για να γράψεις 20 γραμμές οι ώρες δεν φτάνουν. Σβήνεις, γράφεις... να 'τη η επόμενη μέρα και εσύ ακόμα γράφεις μια λέξη και σβήνεις τρείς. Κι’ ας το’ χες έτοιμο στο μυαλό σου.



Είναι μια μοναχική διαδικασία το γράψιμο. Ετσι μοιάζει. Είσαι εσύ και είναι και αυτό. Και το μέσο. Μα αν είναι τόσο μοναχική αυτή η εσωτερική σου ανάγκη τότε γιατί στο δίκτυο; Γιατί δεν γράφεις στο σπίτι σε άσπρες σελίδες της επιλογής σου;
Γιατί χρειάζεσαι παραλήπτη. Χρειάζεσαι αναγνώστες. Έναν έστω...
Δηλαδή επικοινωνία.



Παρασυρμένος κανείς στην έξαψη του κειμένου, στην αρχή δεν το συνειδητοποιεί. Δεν ελπίζει καν οτι κάποιος μπορεί να τον έχει εντοπίσει. Εκεί, συνωστισμένο, ανάμεσα σε τόσους άλλους. Εκατομμύρια διευθύνσεις. Παρόμοια λατινικά γράμματα με μικρές ανεπαίσθητες διαφορές. Στη στίξη. Ιδιοι άνθρωποι που θέλουν κι’ αυτοί να κοινοποιήσουν - να διαβαστούν.
Και μια μέρα, μια νύχτα καλύτερα, βλέπεις και το πρώτο σχόλιο. Ανείπωτη χαρά.



Κάποιον ενδιέφερε κάτι που είπες. Η οι εικόνες σου, που για μια στιγμή έγιναν και δικές του.
Κάποιος, που δεν σε ξέρει και που ποτέ δεν θα σε γνωρίσει. Που δεν ξέρει καν αν λες αλήθεια, αν είσαι άντρας ή γυναίκα αν είσαι ετών 60 ή 14, αν αυτά που γράφεις είναι δικά σου ή ενός άλλου, αν όπως ήρθες θα φύγεις. Αν θα προδώσεις αυτή την προσωρινή σχεση, ή αν θα την τιμήσεις.



Και οι ίδιες απορίες αντίστροφα. Ποιοί είναι αυτοί οι άνθρωποι που σε διαβάζουν. Με τι ασχολούνται; Ποιά είναι η ηλικία τους; Πόσο από τον χρόνο τους σου διαθέτουν; Εχουν χιούμορ; Είναι χαρούμενοι ή κουρασμένοι, μόνοι τους, ή έχουν οικογένεια; Τους ικανοποιείς ή όχι; Θα μείνουν ή θα πάνε αλλού;



Tότε είναι που καταλαβαίνεις οτι ενδιαφέρεσαι πραγματικά αν κάποιος σε διαβάζει.



Κι’ όταν δεν βλέπεις σχόλια απογοητεύεσαι και θες να αποχωρίσεις, λες, και μετά την άλλη μέρα που ανοίγεις τον υπολογιστή με βαριά καρδιά, βλέπεις οτι κάποιος ήταν εκεί τις ώρες που εσύ προσθαφαιρούσες άλλη μια αποτυχία, και αναβάλλεις για λίγο την αποχώρηση.
Και νιώθεις ευγνώμων. Και θες να ευχαριστήσεις αλλά οι λέξεις είναι μικρές να περιγράψουν τη σπουδαιότητα της παρουσίας. Για σένα.



Που ξεκίνησες να γράφεις γιατί το είχες ανάγκη. Μια ασχολία προσωπική. Που μέσα από αυτή τη διαδικασία πίστευες πως θα λυτρωθείς. Και που τώρα δημιούργησες άλλη μια σχέση εξάρτησης.


Για να μην νιώθεις μόνος...

Monday 26 March 2007

Μεταμφιεσμένη κάτω από τη νερατζιά

Πριν από αρκετά χρόνια, καθώς περπατούσα στο πεζοδρόμιο είδα, έξω από το Πολυτεχνείο, ένα μαύρο σχήμα πεταμένο κάτω. Πλησιάζοντας είδα οτι ήταν άνθρωπος. Μια γυναίκα. Ηλικιωμένη. Ξαπλωμένη μες τα μαύρα ρούχα με το σώμα μέσα στο μικρό παρτεράκι μιας νερατζιάς. Πάνω σε ένα χαρτόνι. Σαν από χρόνια εκεί φυτρωμένη, το μόνο που προεξείχε από τον μικρό όγκο ήταν ένα χεράκι. Νόμιζα οτι είχε πέσει, άκουσα όμως τη σιωπή της: «ότι έχετε ευχαρίστηση», δεν είπε.



Δεν υπήρχε κεφάλι, μόνο ένα μαντήλι.
Δεν υπήρχε σώμα μόνο ένα μαύρο ρούχο που δεν ξεχώριζες τι έντυνε.
Ανοιξα το πορτοφόλι μου. Σκέφτηκα: αν μια γριούλα είναι ξαπλωμένη στο παγωμένο πεζοδρόμιο μέσα στο κρύο, αυτό θα πρέπει να είναι εντελώς απαραίτητο. Δεν θα γίνεται αλλιώς. Πόσα χρήματα πρέπει να μαζέψει; Πόσα είναι τα αρκετά, αρκετά για να φύγει για σήμερα; Ανοιξα το πορτοφόλι μου. Έβγαλα ένα μεγάλο χαρτονόμισμα, της το έδωσα. Και χάρηκα. Και λυπήθηκα. Και προχώρησα.
Την έβλεπα συχνά. Κάθε φορά γινόταν το ίδιο. Εξαγόραζα συστηματικά λίγη ώρα παγωνιάς πεζοδρομίου.




Μια μέρα μετά από καιρό, έτυχε να μιλήσω για αυτήν σε μια φίλη. Εβαλε τα γέλια. Την ήξερε λέει κι αυτή, χρόνια. Κακώς έδινα τα λεφτά μου, είπε. Δεν είναι ηλικιωμένη, είπε. Το κόνσεπτ απαιτεί αυτό το look, είπε. Αδυνατούσα να την πιστέψω. Ολο έλεγα και ξανάλεγα οτι μπορεί να έχει γίνει κάποιο λάθος, να έχει μπερδευτεί. Δεν μπορεί, για άλλο πρόσωπο θα μιλάγαμε.




Μερικές μέρες μετά την είδα από το παράθυρο στο πατάρι της μεγάλης αίθουσας. Να διασχίζει τον πεζόδρομο της Τοσίτσα. Καμαρωτά - καμαρωτά. Θά’ ταν δεν θά’ ταν 35 χρονών. Τώρα περπατούσε στητή. Φορούσε άσπρα αθλητικά παπούτσια. Και ήταν χαρούμενη. Καλό το μεροκάματο και για σήμερα.




Φαντάστηκα πόσο θα είχε γελάσει από μέσα της μαζί μου. Πόσο επιτυχημένη θα θεωρούσε την μεταμφίεση της από αρπακτικό σε κάτι ανθρώπινο με ανάγκες.
Και αυτό το μικρό χεράκι που ήταν όσο έπρεπε σκεπασμένο για να μην φαίνεται η ηλικία, εξασκημένο χρόνια στην απάτη, με πόση ηδονή και νεανικό πάθος θα έσφιγγε το χαρτονόμισμα!




Σκέφτηκα πόση αδικία περιείχε αυτή μας η ανταλλαγή. Εγώ έδινα λίγα χρήματα σε μια γριούλα. Εκείνη έπαιρνε από μιαν αφελή λεφτά.




Μετά, σκέφτηκα πως όταν κανείς ζητά τη βοήθειά μας, εμείς οφείλουμε να την δίνουμε.


Για την πράξη αυτή κρινόμαστε και οι δύο.

Friday 23 March 2007

Μα πού πήγε το γκουφάν μου;

Η Νεθέλη ήταν ένα πολύ γλυκό κοριτσάκι και καλή μαθήτρια. Πήγαινε στην πρώτη δημοτικού. Στο σχολείο έκανε και μπαλλέτο που της άρεσε πολύ, ειδικά τα δεβελοτέ και τα φλέξ-πόινκ. Παράλληλα, πήγαινε και στο Δείο και μάθαινε πνεψτά. Μια φορά μάλιστα πήρε και βραδείο. Υπούρχαν, όμως, φορές που αισθανόταν πολύ κουρασμένη, ληλαδή, νόμιζε οτι θα την απορρουφήξει το τόσο βαρύ πρόγραμμα και από το άγχος αισθανόταν οτι δεν μπορούσε καλά καλά να αναπνέψει.
Μερικές φορές βρισκόταν μόλις δύο δήματα να τα παρατήσει όλα και να φύγει στη Γόρειο Αμερική. Ομως το ξανασκεφτόταν γιατί εκεί, της είχε πεί η δίσες Mary, ζούνε πολλά αγριογούβαλα και τα φοβόταν πολύ. Ετσι, παρηγοριόταν με κανένα παγωτό στη Βωβώνη, στην οποία πήγαινε μετά το Δείο, κατενθείαν.
Είχε και έναν μεγάλο σκύλο η Νεθέλη, το Νέκτορα που τον αγαπούσε πολύ και όλο έπαιζε μαζί του κάτω από το υπόστεμπο.
Αλλη αγάπη της ήταν τα βιβλία, ειδικά αυτό με τις περιπέτειες του Ονυσσέα αλλά και αυτό με τις πριγκήπισες και την ίδια την εψιλοτάτη.
Παραξενιές πολλές δεν είχε η Νεθέλη, όμως υπούρχαν φορές που μάλωνε με τη μαμά της για το φαγητό. Δεν έφταιγε όμως εκείνη αν ο ψιφίας σουβλάκι και τα σουτζουκάκια με κουρέ δεν ταίριαζαν στη γέψη της. Τότε θύμωνε και πετούσε τα φαγητά στον σκουπιδονεντεκέ.
Και η μαμά της, τι της φώναζε έτσι; Ούτε ο πορθυκουργός να ήτανε. Τον είχε δεί τον πορθυκουργό μια φορά στην τηλεόραση όταν περίμενε να αρχίσει η Γεροβίζιον, αλλά για λίγο γιατί διέκοψαν για διαθημίσεις. Τέλος πάντων δεν πολυείδε και Γεροβίζιον γιατί έπρεπε να πάει για ύπνο. Ηταν και λίγο αδιάθετη. Είχε βραχνιασμό. Ευτυχώς η μαμά της της έκανε ένα ζεστό αμομύχλι, ήπιε μετά και γάλα νουνούκ και το πρωί ήταν περδίκι. Μέχρι και πορ-κόρν έφαγε!
Η αγαπημένη της εποχή ήταν το καλοκαίρι. Φορούσε τις σαγκινάρες της και πήγαινε στη θάλασσα για μπάνιο. Μια μέρα όμως πολύ ανησύχησε γιατί νόμιζε πως είδε στα βαθιά ένα φτερύγιο. Ευτυχώς ήταν μόνο μια πλαστική σακούλα που την κουνούσε ο αέρας. Γιατί τους καρχαρίες πολύ τους φοβάται η Νεθέλη. Το ίδιο και τις ένεσεις που τρώνε ότι πτώμα βρούνε στη ζούγκλα.
Το θινόπωρο που θα ξαναπάει στο σχολείο θα έχει μεγαλώσει αρκετά και δεν πρόκειται να παίζει στα διαλλείματα με τα αγόρια που είναι χαζά και μόνο ο σπάιντερμανγκ και ο μπάκμαν τους ενδιαφέρει. Εν ανάγκη θα τους εξαφανίσει με το μαγικό της ραδβί. Πουλάχιστον αυτό σκέφτεται να κάνει.



Ολοι γράφετε ιστορίες με πέντε λέξεις που σας δόθηκαν. Είπα κι’ εγώ να γράψω μια ιστορία με κάποιες λέξεις που έλεγε και λέει η κόρη μου. Ελπίζω να το απολαύσατε όπως το απολαμβάνω κι’ εγώ. Για τυχόν διευκρινίσεις, μην ντρέπεστε...

Thursday 22 March 2007

allegro molto appassionato

Ας δοκιμάσουμε να μετατρέψουμε τη μουσική σε λέξεις και εικόνες

Ακούω το κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Μέντελσον και βλέπω τις λέξεις



Είναι βαθύ κόκκινο, το χρώμα της βελούδινης αυλαίας, το κόκκινο του κρασιού
λεπτές γραμμές σχηματίζονται στον τοίχο σαν τα σημάδια που κάνουμε με τα δάχτυλα
τώρα πορτοκαλί, έντονο σαν αυτό που υπάρχει στα ηλιοβασιλέματα,
απότομα κάτι βίαιο μας ταράζει είναι μπλέ, κοβάλτιο
και έρχεται
επαναλαμβανόμενο σαν κύμα ψηλό και μας βρέχει
ως να μας κάνει μούσκεμα από την κορφή ως τα νύχια
για να ξεθυμάνει σε λίγο

για λίγο

για λίγο

να’το πάλι επιστρέφει όχι σε όλον του τον όγκο μα σιγά-σιγά ξαναφτιάχνεται
είμαι σίγουρη, το νιώθω πρέπει να φοβηθώ αλλά όχι
γαληνεύω
θα το αφήσω να με πάρει τώρα που έχει γίνει πράσινο βιρίντιαν
και με μικρές κορυφές κοφτές, εναλλασόμενες με πεδιάδες ήσυχες και οροπέδια
μ’ αρέσουν τα οροπέδια είναι ψηλά και έχουν μια περιορισμένη ασφάλεια και
σιωπή


σιωπή


ο ήλιος χαμηλώνει η ζέστη του χάνεται
το ίδιο και το φως
γρήγορα τώρα
όπως γίνεται στη δύση
και ξαφνικά είναι νύχτα πιο δυνατή από ποτέ, μια νύχτα που γνωρίζεις και επιθυμείς
και πάλι σιγά όπως η αγάπη
μαλακά για να μην τρομάξεις
σαν παιδική αγκαλιά που χάνεται στη μνήμη
όμως λίγο ονειρεμένη και εφήμερη,
μην αφεθείς τελείως
κράτα τις αποστάσεις
άκου τι ωραία φωνή που εχει η Κίρκη και σε ταξιδεύει
μα τώρα πάλι μπες
στο ακατανίκητο του φόβου,
στης ηδονής το άγνωστο
εκεί με αγωνία τώρα και χωρίς καμμία σιγουριά
η αγκαλιά έχει ανοίξει
βγες και παραδώσου
μην το καλοσκεφτείς
να’ τες πάλι οι σειρήνες σου
επιστρέφουν
δώστα όλα τώρα
και ούρλιαξε και εσύ μαζί τους
κάπως έτσι είναι ο έρωτας:

a
llegro molto appassionato.



Υ.Γ. Θά ΄θελα πολύ να ακούγεται και η μουσική μαζί αλλά δεν ξέρω πως γίνεται.

Wednesday 21 March 2007

Κυρία στον αέρα

Μια μέρα που φυσούσε πολύ βρισκόμουν με το αυτοκίνητο σε έναν δρόμο κάθετο στην παραλιακή, στην οποία όταν φυσάει δεν αστειεύεται. Ήμουν πίσω από ένα άλλο αυτοκίνητο όταν την πρόσεξα. Μικροκαμωμένη και πολύ πολύ αδύνατη, θά’τανε δεν θά’τανε 40 κιλά, προσπαθούσε να ανέβει την ανηφόρα. Ο αέρας την εμπόδιζε, την ταρακουνούσε δεξιά και αριστερά, σχεδόν την πήγαινε όπου ήθελε. Ηταν γύρω στα 60, κομψά ντυμένη, φορούσε ένα παλτό μπεζ δεμένο σφιχτά με ζώνη. Τα πόδια της ήταν τόσο λεπτά που νόμιζες οτι κι΄αυτό το λίγο βάρος δυσφορούσαν να το σηκώσουν. Φορούσε γόβες με λίγο τακουνάκι. Και γυαλιά.



Εκεί, λοιπόν που πάλευε με τον αέρα και την ανηφόρα, μια ξαφνική ριπή την έριξε κάτω. Στη μέση του δρόμου. Τα γυαλιά εκσφενδονίστηκαν κάτω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Γονατιστή, προσπαθούσε να τα πιάσει, όμως ο αέρας τα έπρωχνε όλο και πιο μακριά. Ο κύριος που προπορευόταν, ηλικιωμένος και αυτός, κατέβηκε από το αυτοκίνητό του να την βοηθήσει. Βάλθηκε να την σηκώσει πράγμα όχι εύκολο· αυτά τα 40 κιλά έμοιαζαν τόσο βαριά! Οσο εκείνος προσπαθούσε, εκείνη τεντωνόταν πάλι πίσω, να πιάσει τα γυαλιά της. Τότε πρόσεξα το πρόσωπό της. Μια κόκκινη γραμμή είχε αρχίσει να τρέχει πάνω από το φρύδι και διέσχιζε ήδη το μάγουλο. Ο κύριος έβγαλε ένα χαρτομάντηλο. Της το έδωσε να σκουπιστεί, όμως εκείνη την ένοιαζαν πιο πολύ τα γυαλιά. Πού είχαν χωθεί εκεί κάτω τα αναθεματισμένα;



Τους κοιτούσα και σφιγγόταν η καρδιά μου από το θέαμα. Πίσω μου ήταν ένα φορτηγό που είχε παρακολουθήσει όπως και εγώ όλο το περιστατικό. Κοίταξα από τον καθρέφτη τον οδηγό. Ηταν νέος. Η συνεισφορά του ήταν να στέκεται εκεί με το ογκώδες αυτοκίνητό του σημαιοφόρος της ουράς που είχε δημιουργηθεί και απλώς να μην κορνάρει. Δεν κατέβηκε να βοηθήσει. Δεν κατέβηκα να βοηθήσω. Η εύκολη αιτιολογία είναι οτι είχα τη μέση μου και μετά βίας οδηγούσα ή οτι είχα ακινητοποιηθεί από το σόκ.



Το αίμα έτρεχε τώρα περισσότερο, έσταζε στο αριστερό της χέρι, στο παλτό. Ο αέρας το παρέσυρε κι’ αυτό δημιουργώντας κλωστές σχημάτων. Τέλος σηκώθηκε, φόρεσε τα γυαλιά αφήνοντάς τους κόκκινα αποτυπώματα, ο κύριος προσφέρθηκε να την βοηθήσει, να την πάει κάπου. Δεν ήθελε. Επέστρεψε στο αυτοκίνητό του κουνώντας ανεπαίσθητα το κεφάλι από την απορία, έβαλε μπρός και ξεκίνησε. Τώρα τα κορναρίσματα ακούγονταν δυνατά, βάλαμε όλοι μπρός και ξεκινήσαμε.



Είδα τη λεπτή φιγούρα της να διασχίζει το δρόμο και να περνάει στο απέναντι πεζοδρόμιο, ακολουθώντας την αντίθετη διαδρομή από αυτή που είχε έρθει, με τον αέρα τώρα αρωγό ως προς την κατεύθυνση. Πού πήγαινε; Την προσπέρασα με πολλές απορίες και μεγάλες ενοχές. Τι είχα κάνει για να βοηθήσω; Τίποτα. Ντράπηκα κιόλας όταν σκέφτηκα οτι είχα αναρωτηθεί αν βγαίνει το αίμα από τα καθίσματα του αυτοκινήτου.



Δεν μπορούσα να ησυχάσω. Η μέρα μου (και η επόμενη, και η μεθεπόμενη) είχε σημαδευτεί ανεπανόρθωτα από το περιστατικό.
Εκανα το τετράγωνο και ξαναγύρισα. Μήπως έστω και τώρα μπορούσα κάτι να κάνω; Δεν την είδα πουθενά.


Τα ίχνη του αίματος στο πεζοδρόμιο δεν μού έδωσαν καμμία πληροφορία για την τύχη της, ούτε ο αέρας φύσηξε μακριά τις ενοχές μου.

Monday 19 March 2007

Μια νύχτα, μια ζωή

Τον κύριο Παναγιώτη τον γνώρισα σε ένα μπαρ - καφέ σε μια στοά στο Κολωνάκι. Είχε συστηθεί με την παρέα μου και ήδη φλέρταρε εμφανέστατα τη φίλη μου, όταν εγώ επέστρεψα από την τουαλέτα. Το επόμενο λεπτό, ενώ περίμενα στο μπάρ να πάρω το ποτό μου, άκουσα την φωνή του να μου λέει ψιθυριστά:
-Είστε εντυπωσιακά όμορφη!



Είχε περάσει τα ογδόντα, όμως τα χαρακτηριστικά του έδειχναν έναν άντρα που πρέπει να υπήρξε πολύ γοητευτικός, αν όχι ωραίος. Παρέλαβε το έβδομο ποτό του και μου χαμογέλασε με νόημα. Χαμογέλασα, ευχαρίστησα και ανταπέδωσα λέγοντας οτι τα λόγια του με κολακεύουν, αφού σ’ αυτήν την ηλικία πρέπει να είχε γνωρίσει πολλές γυναίκες. Συμφώνησε αμέσως και πρόσθεσε οτι είχε, πράγματι, μεγάλη πείρα. Επιστρέφοντας μαζί του πίσω στην παρέα, άρχισα τις ερωτήσεις. Δεν βλέπεις κάθε μέρα έναν ηλικιωμένο μες στην καλή χαρά να συστήνεται σε νεανικές παρέες, στις 2.00 το πρωί.



Είπε οτι είχε παντρευτεί τρείς φορές. Με την τελευταία του σύζυγο (20 χρόνια μικρότερη) ζουν ακόμα μαζί. Η μεγαλύτερη αγάπη του ήταν η πρώτη και η μεγαλύτερη τύχη του η τρίτη γιατί έφερε μαζί της μια κόρη που την μεγάλωσε σαν πατέρας.
Το πρώτο του ουίσκυ το ήπιε το 1940 στο King George, έζησε αρκετά χρόνια στο εξωτερικό σε διάφορες χώρες ακολουθώντας γυναίκες που γνώριζε, έφαγε όλη την περιουσία του πατέρα του αλλά και έκανε και επιχειρήσεις, έζησε τρελλά.




Γελούσε όλη την ώρα, έδειχνε να απολαμβάνει πολύ την εξιστόρηση.
Κάθε τόσο σταματούσε, με κοίταζε και ξανάλεγε πόσο του άρεσα και πως αν ήταν λίγο πιο νέος θα με διεκδικούσε, και απευθυνόμενος στον συνοδό μου του υπογράμμιζε πόσο τυχερός είναι.
Ηταν πολύ παράξενη αίσθηση να σε φλερτάρει επί ίσοις όροις ένας ηλικιωμένος και αυτό το φλέρτ να είναι αληθινό και όχι οι μεθυσμένες κουβέντες ενός γραφικού γέρου.




Είχε την εικόνα του ανθρώπου που έχει ζήσει μεγάλο μέρος της ζωής του στα μπαρ, αλλά κοσμοπολίτικα και διασκεδαστικά, ως συνήθεια και όχι ως ανάγκη του ποτού. Στα ογδόντα του βγαίνει σχεδόν κάθε μέρα, το είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή στη γυναίκα του. Στο σπίτι γυρίζει πάντα αργά. Προσπαθεί να μπει αθόρυβα, όμως αν καμμιά φορά την ξυπνήσει, γυρίζει το ρολόι μία ώρα πίσω και μετά της το δείχνει.



Η μόνη του στενοχώρια είναι οτι στις νυχτερινές του περιπλανήσεις δεν συναντά πια τους φίλους του -που έχουν όλοι φύγει- αλλά ευτυχώς γνωρίζει καινούργιους.
Τον κεράσαμε άλλα δυο ποτά, μας ζήτησε πολλές φορές συγγνώμη μήπως μας ζαλίζει, επέμενε ότι αν κάνει κατάχρηση της φιλοξενίας μας να του το πούμε να επιστρέψει στο σκαμπώ του.



Περασμένες τρείς μας χαιρέτησε, μας ευχαρίστησε, ζήτησε πάλι συγγνώμη αν κάπου παραφέρθηκε λόγω του ποτού, και ξεκίνησε να φύγει.
-Κάτι τελευταίο, ρώτησα. Σε μια, μόνο, φράση, μπορείτε να μου πείτε τι σας έμαθε η ζωή;


-Η ζωή είναι μετά τα σαράντα και μετά τις δώδεκα, είπε.



Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν η φιγούρα του - εντυπωσιακά ευθυτενής για την ώρα και τα ποτά- να διασχίζει την σκοτεινή στοά.

Sunday 18 March 2007

Χωρίς μοντάζ

(Κυριακή, πρωί, εσωτερικό, ημέρα γεννεθλίων)


Στο φίλμ american beauty υπάρχει μια σκηνή στο τέλος, που ο Λέστερ εγκαταλείποντας το φθαρτό του σώμα και προσχωρώντας στο άυλο βλέπει τη ζωή του να περνάει μπροστά από τα μάτια του.


Με συγκινεί το ίδιο, κάθε φορά που βλέπω αυτή την ταινία.


Το τελευταίο λεπτό πριν πεθάνεις, λένε, προβάλλεται ένα μικρό φιλμάκι σαν αυτά τα μαυρόασπρα, γυρισμένα με μια σούπερ 8, ξετυλίγοντας μπροστά σου τα κορυφαία γεγονότα της ζωής σου.


Αυτά που ήθελες να κρατήσεις ζωντανά και όμως περνώντας ο καιρός όλο και θάμπωναν.
Κι’ αυτά που ήθελες να ξεχάσεις, και που προσπαθούσες να τα σβήσεις με απλή γομολάστιχα, αλλά εκείνα ήταν εκεί, γραμμένα με στυλό και μόνο, λίγο, ανεπαίσθητα, μουτζουρώνονταν.



Η πρώτη μου μέρα στο σχολείο, οι γονείς μου να με χαιρετούν πίσω από τα κάγκελα, μόνη στο στρογγυλό τραπεζάκι του νηπιαγωγείου να αισθάνομαι τόσο διαφορετική, το πάρτυ μου που δεν ήρθε κανείς, ο αδελφός μου μικρός, τα καλοκαίρια στην άδεια παραλία, η μέρα που μπήκε ο πατέρας μου σκυφτός στο σπίτι από το νοσοκομείο και δεν με άφησαν να τον αγκαλιάσω, τα οικογενειακά γέλια τις Κυριακές, το πρώτο μου φιλί, ο πρώτος άντρας που άγγιξε το σώμα μου, η χαρά μου όταν μπήκα στη σχολή, τα μάτια της μαμάς μου – να με κοιτάνε και να με κρίνουν, η μέρα που τον γνώρισα και ήξερα οτι θα πορευτούμε μαζί, η μέρα που έκλαψα οριστικά πάνω στη ληξιαρχική πράξη γάμου, η κόρη μου ακουμπισμένη πάνω μου κιλά δύο και η μυρωδιά της, τα χέρια της γιαγιάς μου – τα μόνα αγαπημένα αγγίγματα- η μέρα που με εγκατέλειψε, τα γλαστράκια του παππού που κρέμονταν από το δέντρο, η κηδεία του πατέρα μου και το άψυχο σώμα του στο υπόγειο του νοσοκομείου που δεν μπόρεσα να αγγίξω, η μέρα πού ερωτεύτηκα ξανά και βάλθηκε να είναι πρώτη μέρα της καινούργιας μου ζωής, η πρώτη φορά που κάποιος πέθανε μπροστά μου και ο ρόγχος του που ποτέ δεν ξέχασα, η ίδια μέρα που κατάλαβα οτι το πάντα δεν υπάρχει, αυτοί που μ’ αγάπησαν και αυτοί που αγάπησα, η τελευταία φορά που θα κλάψω, η τελευταία που θα γελάσω. Η μέρα που θα αποχαιρετήσω τους αγαπημένους μου.



“First of all, that one second isn’t a second at all, it stretches on forever, like an ocean of time…”


Ξέρει άραγε κανείς τα πλάνα από πριν, ή τα τετράδια της ψυχής άλλα έχουν γραμμένα; Βλέπεις, τελικά, αυτά που κρίνει το υλικό σου σώμα ώς σημαντικά, ή μήπως απλές καθημερινές στιγμές που έζησες και δεν τις θεώρησες ποτέ σπουδαίες έχουν για κάποιον λόγο αφήσει μέσα σου ανεξίτηλα σημάδια;
Ελάτε, ακουμπείστε απαλά εδώ τις απόψεις σας ...


Friday 16 March 2007

Ψαροταβέρνα το ναυάγιο

Θα μιλήσω για αυτό το σοβαρό ζήτημα ακούγοντας Μότσαρτ και με το μαλλί Ραμπί Ζακόμπ μετά το χτεσινό τύλιγμα. Ας είναι. Ξεκινάω.
Οταν πηγαίνεις ένα σαββατοκύριακο στο εξοχικό σου για να ξελαμπικάρεις λίγο, να πάρει και το παιδί αέρα και επιστρέφεις έχοντας νοικιάσει ένα εστιατόριο, δεν σου φταίει κανείς! Πόσο μάλλον όταν δεν την ξέρεις τη δουλειά.


Ο καραγκιόζης εστιάτορας. Πάμε:
Κατά αρχάς ήθελε εξωραϊσμό. Αλλά με λίγα λεφτά. Ας όψεται το ταλέντο μου ως ντεκορατέρ (but that’ s another story). Διέπρεψα. Το μαγαζί όπως και να το πεις την είχε την ατμόσφαιρά του, δε λέω. Και τις νέον λάμπες του παντού, και τις ρουστίκ καρέκλες του (ξέρεις, αυτές τις τραπεζαριέ με την ψηλή πλάτη), και τα φαναράκια του και τις δυο ταμπελάρες του (μεταλλικές γραμμένες με πινέλο) με calamari, tzatziki, mouzaka και τα όλα του, και τη μιζέρια σύννεφο. Πάνω στη θάλασσα όμως. Και μακριά από τον συνωστισμό. Αυτό τότε μας φάνηκε προσόν (κρίνοντας ως πελάτες), μετά καταλάβαμε τη μαλακία μας (ως επιχειρηματίες).


Βγάλαμε τις ταμπέλες, ο ζωγράφος έφτιαξε μιά καινούργια πολύ αρτιστίκ, βάψαμε τις καρέκλες σε 4 έντονα χρώματα και τα τραπέζια τυρκουάζ, βάλαμε αρκετά πάμφθηνα άσπρα φωτιστικά που έκαναν πολύ ατιμόσφαιρα, την πλαστική ψευδοροφή την καλύψαμε με αλεξίπτωτο σε τρία χρώματα, βάψαμε οτι μπορούσαμε, στο εσωτερικό βάλαμε φωτιστικά αντίκες (μη χέσω), το βαφτίσαμε και ξεκινήσαμε.


Α, μην ξεχάσω να πω πως το μαγαζί δεν είχε είσοδο. Καθώς οι ιδιοκτήτες που το δούλευαν οι ίδιοι πριν, είχαν στην κατοχή τους και το διπλανό, είπαν να μην κάθονται (ενώ το νοίκιασαν για να ξεκουραστουν, σουρεάλ) και το έκαναν καφετέρια (πολύ ωραία, σαν αυτές στις ταινίες του Σταμάτη Γαρδέλη). Ελα όμως που τα δύο μαγαζιά είχαν κοινή είσοδο! (την δική τους, σωστά μάντεψες, γάτα).
Ηταν και υπερυψωμένα και απο κάτω περνούσε ένας μικρός χωματόδρομος και μετά η θάλασσα. Είχα, θυμάμαι προτείνει το επί κοντώ, αλλά θα ήταν λίγο ζόρι για τους ηλικιωμένους. Τέλος πάντων, δεν μπορώ να πω μας άφηναν μια δίοδο, που περνώντας οι μήνες όλο και στένευε. Στο τέλος οι πελάτες μας έκαναν απελπισμένοι νοήματα και δεν ήταν λίγες οι φορές που τελικά κάθισαν στο διπλανό εστιατόριο νομίζοντας πως ήταν το δικό μας.


Το πρώτο Σαββατόβραδο με κόσμο, εκεί γύρω στις δύο κάθισα σε μια καρέκλα. Δεν μιλούσα, δεν λαλούσα, δεν κουνιόμουνα. Εκαναν κανά μισάωρο να με επαναφέρουν. Σιγά- σιγά συνήθισα.


Πάμε στα ενδότερα. Εγώ ήμουν υπεύθυνη για την κουζίνα (γιατί το πι.αρ δεν είναι και το φόρτε μου), δηλαδή συνταγές, σερβίρισμα και ντεκόρ πιάτων, να λέω τις παραγγελίες στη μαγείρισσα (γιατί δεν ήξερε να διαβάζει). Α, να φτιάχνω και τις σαλάτες, και τον γαύρο τον μαρινάτο, και να δίνω και τις παραγγελίες στην ψησταριά (ούτε αυτός ήξερε να διαβάζει), και να λέω στους σερβιτόρους σε ποιο τραπέζι πηγαίνουν (αυτοί ήξεραν να διαβάζουν αλλά βαριόντουσαν...).


Το εστιατόριο είναι πολύ ωραία δουλειά και ξεκούραστη και σου αφήνει και πολύ ελεύθερο χρόνο. Ειδικά όταν είναι ανοιχτό όλη μέρα. Επίσης είναι πολύ εκπαιδευτικό. Για τα νεύρα. Ιδίως όταν σου ζητάνε ανήμερα του Πάσχα αστακομακαρονάδα. Ή όταν την πέφτουν στον γκόμενό σου μπροστά στα μάτια σου και ξέρουν και πως κοιτάς (εκεί απείλησα οτι θα βγω με την τυροκαυτερή και θα τους την φέρω στην καούκα). Ή όταν παραμονή δεκαπενταύγουστο η δεύτερη μαγείρισσα (βουλγάρα που την έχεις φέρει από Αθήνα γιατί εκεί δεν έχει) δηλώνει πως το επόμενο πρωί στας 6 φεύγει με το πρώτο καράβι γιατί την αποκάλεσες «κυρία». Ακούς εκεί; κυρία.


Στα χαϊλάιτς η κυρά- Σοφία, η ιδιοκτήτρια που η θερινή της διασκέδαση είναι να κάθεται νυχθημερόν σε καρέκλα σκηνοθέτη στη γαρδελοκαφετέρια (μόνοι πελάτες κάτι γέροι χουντικοί) και να μην ξεκολλάει αυτό το μάτι από πάνω σου. Ξεματιαζόμασταν 7 φορές την ημέρα. Ποιός ήρθε, τι παράγγειλε, τον σερβίραμε γρήγορα; πόσο ήταν ο λογαριασμός, έκανε γκριμάτσα όταν τον είδε; Τι ώρα πήγαμε το πρωί, τι ώρα φύγαμε το βράδυ; Α, και κάθε μέρα κάτι να λείπει από την κουζίνα: ένα ταψί (το χρειάστηκε για την καρυδόπιτα), ένα τηγάνι (δικό μου), μερικά φλυτζάνια, κουταλάκια. Στο τέλος δεν είχαμε κουταλάκι να κάνουμε τούρκικο (της παρηγοριάς).


Σ’ αυτή την υπέροχη κατάσταση πρόσθεσε την αναδουλειά, τη κόρη μου που μου την πήγαινε για μπάνιο κάθε μέρα και άλλος (μόνο σε περαστικό δεν την είχα δώσει), την μαμά μου χαμένη στη μετάφραση (αλλά το μυαλό να πεί οτι κάνω την καριέρα της κατσαρόλας το είχε) , τον proyn να με βρίζει και να με υποχρεώνει να πηγαίνω στην Αθήνα για ένα απόγευμα γιατί έτσι έλεγε το χαρτί του διαζυγίου, τα δυό παιδιά του συντρόφου, την μαμά του, ενίοτε την μαμά των παιδιών του και μια οικιακή βοηθό που χαριεντιζόταν με τους Αλβανούς και που ένα βράδυ του Αυγούστου με άφησε σύξυλη, πήρε τα πράγματά της και την έκανε κρυφά για Αθήνα. Δεν γύρισε ποτέ.


Οταν είσαι ερωτευμένος όμως όλα ξεπερνιούνται.
Περιμένεις πως και τι να σχολάσεις το βράδυ, αφού έχεις κάνει ταμείο, μαζέψει την κουζίνα, σκουπίσεις το μέσα, αναποδογυρίσεις τις καρέκλες έξω, κοιτάξεις τον βόθρο και σε κοιτάξει κι αυτός. Και έχει ένα βλέμμα ο πούστης! Θα σου δείξω εγώ, είναι σαν να σου λέει. Πάλι γέμισα. Ηταν που ήταν μικρός, ρίχνανε και οι ιδιοκτήτες τα νερά τους, α, και τα πλυντήριά τους από τα ενοικιαζόμενα που είχαν, που και που έκαναν και κανένα μπάνιο (τελικά τα σάβανα έχουν τσέπες, το έχω τσεκάρει). Και ερχόταν ο σκατάς, αφού έπρεπε να τον παρακαλέσεις πολύ γιατί ήταν και γειά σου, και σου έπαιρνε 70 ευρώ. ΚΑΘΕ βδομάδα.


Που είχα μείνει; α, το βράδυ μετά από όλα αυτά ήσουν στη τσίτα. Υπερδιέγερση να!
Που να κοιμηθείς χωρίς να έχεις πιεί καμμιά δεκαριά ποτά! Δεν έκλεινε το μάτι. Υπνος, λοιπόν στις πέντε, έγερση στις εννιά. Ευτυχώς που στην εξοχή το κλίμα είναι καλό και αντέχεις. Κανά δυό φορές πήγαμε και κατευθείαν. Πρωί πρωί με το μίνι και το ρίμελ ξεβαμμένο αγοράζαμε μελανούρια από τον ψαρά με το αυτοκίνητο. Φρεσκότατα.


Καθώς λοιπόν το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού, εμείς πήγαμε και την επόμενη χρονιά. Γιατί δια της επαναλήψεως μαθαίνει ο άνθρωπος. Αμ δε!

Thursday 15 March 2007

Με την υποκριτική δεν θα ασχοληθώ γιατί θα μπλέξουμε

Ο επαγγελματικός προσανατολισμός ποτέ δεν ήταν το φόρτε μου. Το πρώτο επάγγελμα που επιθύμησα, ήταν να έχω ένα βιβλιοπωλείο. Γύρω στην τρίτη ήθελα να γίνω χορεύτρια κλασσικού μπαλλέτου. Η μαμά μου δεν συμφωνούσε να ξεκινήσω μαθήματα, για να μάθω να μην μιμούμαι την κολλητή μου γιατί η μίμηση είναι πολύ ευτελές πράγμα. Χορεύτρια κλασσικού χορού χωρίς σπουδές μάλλον δεν γίνεται απ΄ ότι κατάλαβα μεγαλώνοντας.


Μετά προς τα τέλη του δημοτικού ήθελα να γίνω πυρηνικός φυσικός. Πυρηνικός, όχι οτι κι’ οτι. Με είχαν συναρπάσει κάτι βρωμοηλεκτρόνια και λοιπά ποταπά σωματίδια. Είχα φτιάξει και ένα κλειστό κύκλωμα με ένα λαμπάκι που άναβε όταν ένωνες το έλασμα, χαλώντας τη βάση από μια κουκλοκατάσταση που είχα κερδίσει στον πρωτοχρονιάτικο χορό της ΕΣΗΕΑ (ήταν ο μοναδικός που πήγαμε).



Το γυμνάσιο πέρασε ήρεμα. Νομίζω οτι δεν ήθελα να γίνω τίποτα. Και φτάσαμε αισίως στην δευτέρα λυκείου που έπρεπε να διαλέξουμε κλασσικό ή πρακτικό. Πρέπει να ήμουν η μόνη μαθήτρια που τόσο αδυνατούσα να αποφασίσω, ώστε παρακολούθησα από μια βδομάδα το καθένα. Με κέρδισε το πρακτικό. Το πρακτικό δεν ξέρω τι κέρδισε από μένα, πέρα από μια άσκηση μαθηματικών που έλυσα (αφού είχε μοιραστεί από τον καθηγητή σε όλους τους υπόλοιπους για κανένα μήνα) και που κανείς δεν παραδέχθηκε οτι δεν ήταν μια απλή σύμπτωση (γυναικεία πονηριά την ονόμασε ο καθηγητής) -καθώς ήμουν το μοναδικό κορίτσι στο πρακτικό, και ως γνωστόν οι γυναίκες υστερούν σε κάτι τέτοια.



Οι πανελλήνιες κύλησαν ευχάριστα. Από κεί νομίζω πρέπει και να μου έμεινε το σόκ της αποτυχίας. Ήμουν από τα γκανιάν και κατέληξα με τα ναυάγια. 6,6.5,8,11 ---6,6.5,8,11 ηχεί ακόμα μελωδικά στ’ αυτιά μου η βαθμολογία.



Επόμενος σταθμός η ιδιωτική εκπαίδευση. Κατεύθυνση άγνωστη. Επρεπε όμως να πάρω το TOEFL πρώτα. Εύκολο, είχα έναν ολόκληρο μήνα μπροστά μου. Εναν ολόκληρο μήνα.
Το πήρα. Τώρα τι μαθήματα θα έπαιρνα στο κολλέγιον;
Το ένα το βρήκα εύκολα. Χορός (είδες τι κάνουν τα απωθημένα;). Το άλλο κοινωνιολογία. Ε, να μην έβαζα και λίγο εκεί το χεράκι μου; Τα υπόλοιπα ήταν υποχρεωτικά. Μετά το δεύτερο σεμέστερ είπα να ξεκουραστώ λιγάκι. Να σκεφτώ με τι θα ασχοληθώ.



Ξεκίνησα να φτιάχνω κοσμήματα. Που μάλλον άρεσαν μόνο σε μένα (άντε και σε κανά δυό φίλες). Δοκίμασα να δουλέψω σε ένα εργαστήριο κατασκευής. Εφυγα γρήγορα αφού είχα μάθει κάποιες τεχνικές, γιατί μας έψαχναν τις τσάντες μας όταν σχολάγαμε.



Μετά ο πατέρας μου έβαλε τις φωνές και πήγε μόνος του και με έγραψε στη σχολή Βακαλό. Εκεί έκατσα δύο χρόνια. Τρίτο, δεν γινόταν. Τόχα κάνει τάμα. Επόμενος σταθμός, φροντιστήριο για την καλών τεχνών. Με την τρίτη μπήκα. Μην απογοητεύεστε, έχει κι΄άλλο!



Ενδιάμεσες στάσεις: β’ βοηθός σκηνοθέτη σε σίριαλ για την τηλεόραση, βοηθός σκηνογράφου στο θέατρο, ξανά κοσμήματα, ο καραγκιόζης δικηγόρος, φοροτεχνικός και οικονομολόγος (όσοι έχουν κάνει δήλωση κληρονομιάς ξέρουν), σχεδιάστρια αρχιτεκτονικού σχεδίου σε autocad, επιμελήτρια εντύπου εσωτερικής κατανάλωσης σουπερμάρκετ, ένα φεγγάρι (μικρό) συντάκτρια σε εβδομαδιαίο γυναικείο περιοδικό, μητέρα, ξανά κοσμήματα, ζωντοχήρα, προσπάθεια αποτυχημένη για μεταπτυχιακό, εστιατόριο θερινό (δις), οβελιστήριο χειμερινό (once),νοικοκυρά με χάρη και κυρά.



Χόμπυ: μουσική, χορός, βελονάκι, yoga, κοπανέλι, μπάτμιγκτον, βιβλία γυναικείας λογοτεχνίας, συλλογή παλιών κουτιών, παστίτσιο, σινεμά, κομμωτική. (multiple choice)



Εχω στο μάτι: βελονισμό, ρέικι, tango, ρεφλεξολογία, salsa, κατασκευή φυτικών καλλυντικών, σεμινάρια για κόσμημα, για δημιουργική γραφή, για video art, για μοντάζ, σπουδές κινηματογράφου. Ακόμα, σιγά μη δεν είχα, σπουδές ψυχολογίας, web design, διακόσμησης (άλλος hot τομέας).
Με την υποκριτική δεν θα αχοληθώ γιατί θα μπλέξουμε.



Κάθε βδομάδα προστίθεται και κανένα ακόμα. Είναι που βαριέμαι εύκολα. Τώρα είναι το blog, που όπως το άνοιξα έτσι μπορεί να το κλείσω. Ο αδελφός μου λέει: Στον επόμενο τόνο η χλωροφύλλη θα ασχολείται μ’ αυτό. Ο σύντροφος λέει: Δεν είναι πολλά όλα αυτά; Εγώ δεν τους καταλαβαίνω.


Ούτε 100 χρονών δεν έχω φτάσει δεν δικαιούμαι να έχω όνειρα;

Wednesday 14 March 2007

Μπαρόσαρκα

Μου αρέσει η αλήθεια. Εκτιμώ πολύ την ειλικρίνεια. Αναγνωρίζω ότι καμμιά φορά και τα κατά συνθήκη είναι απαραίτητα, όμως άλλη γλύκα έχει το real βρέ παιδί μου!
Πόσο real αντέχουμε όμως;


Μου αρέσουν οι ειλικρινείς άνθρωποι. Αυθαίρετα, θεωρώ οτι η ειλικρίνειά τους συνυπάρχει με την ευγένεια, με ηθικές αξίες, αρετή, υπερηφάνεια, υψηλούς στόχους, γιατί όχι και ιδεώδη. Αυτονόητα, δηλαδή, πράγματα. Αυτονόητα;


Χτές διέσχιζα έναν αρκετά κεντρικό δρόμο στον Πειραιά του οποίου η αρχή βρίσκεται απέναντι από τους προβλήτες των πλοίων που φεύγουν για τα νησιά.
Είχε κίνηση και χάζευα τα μαγαζιά. Εκεί λοιπόν ανάμεσα στις ταμπέλες από φούρνους, είδη για το σπίτι και πάσης φύσεως αποθήκες υλικών, φλάτζες, συνεργεία, σιδηρικά, την είδα.
Καμαρωτή – καμαρωτή:

SARKA STRIP SHOW

Στην αρχή, αφηρημένη, νόμιζα οτι είναι κάτι για καρχαρίες.
Μετά ξαναδιάβασα. Και ξαναδιάβασα. Και σταμάτησα μόνο όταν άκουσα το κορνάρισμα πίσω μου.
Είχα χαθεί στις σκέψεις μου. Σάρκα;
Δεν λέω ως περιγραφή καταστήματος ακριβής είναι. Και τίμια.


Σκέφτηκα όλες αυτές τις κοπέλες που πηγαίνουν κάθε βράδυ εκεί για δουλειά. Αραγε ξέρουν την λέξη ή τα ελληνικά τους είναι ακόμα φτωχά;
Η μήπως ξέρουν, δεν ξέρουν, δεν ενδιαφέρονται να μάθουν. Ετσι κι αλλιώς δεν περιμένουν απο μια απλή ταμπέλα να προσβληθούν.
Σκέφτηκα τον επιχειρηματία που στο τιμολόγιό του γράφεται: Κωνσταντίνος Γ. και από κάτω Σάρκα μπάρ.
Σκέφτηκα την κάβα που τον προμηθεύει να σημειώνει με μαύρο μαρκαδόρο πάνω στις κούτες: ΣΑΡΚΑ
Σκέφτηκα την έναρξη στην εφορία: νυχτερινό κέντρο η ΣΑΡΚΑ.


Τέλος, σκέφτηκα τους θαμώνες.
Εκανα και τον διάλογο:

- Ελα ρε μαλάκα, τι κάνεις;
- Καλά είμαι. Λίγο κουρασμένος. Για λέγε!
- Τι θα κάνουμε το βράδυ; Είσαι για τίποτα;
- Δεν ξέρω. Θα περάσω από το σπίτι να φάω τίποτα και βλέπουμε...
- Πάμε ΣΑΡΚΑ ρε μαλάκα;
- Ξέρω γώ... πάλι ΣΑΡΚΑ ρε μαλάκα; Προχτές ήμασταν.
- Ελα, ρε μαλάκα, πάμε! Αφού γουστάρεις!
- Καλά, καλά...έλα, τα λέμε...
- 12 η ώρα θα σε περιμένω εκεί. Κοίτα μην αργήσεις!
-Εντάξει. Στη ΣΑΡΚΑ. Στις 12.


Ειλικρινής ο επιχειρηματίας.
Και μάγκας.
Σε τρείς λέξεις τι άλλο να χωρέσεις;

Tuesday 13 March 2007

Το ποίημα θα το απαγγείλουμε στη μπανιέρα


Χτές ήταν μια μέρα σκατά. Από το πρωί πήγαιναν όλα κατά διαόλου. Ολο το βράδυ δεν κοιμήθηκα και το πρωί κοιμήθηκα εκείνο το άρρωστο 8.15 έως 8.45. Μισή γαμημένη ώρα έφτανε για να έχω πονοκέφαλο ως το βράδυ. Τι μεσολάβησε σ’ αυτό το μισάωρο; Με χτυπούσαν στο κεφάλι με τηγάνι με σιγαστήρα;



Μαγείρεψα φακές. Επλυνα δυο τόνους πιάτα. Εκοψα το χέρι μου με μία Α4, τύφλα να΄χει το χασαπομάχαιρο. Πήγα το παιδί στο ωδείο. Το ασανσέρ ήταν χαλασμένο. Ανέβηκα δύο φορές στον τρίτο. Το περίπτερο δεν είχε τα τσιγάρα μου. Το σπίτι ήταν παγωμένο γιατί είχε μείνει ανοιχτό το παράθυρο. Εστυψα πορτοκαλάδα.



Το επόμενο πράγμα, πλακωνόμουν και με το τέκνο που δεν έφταιγε το κακόμοιρο. Απλώς η άσκηση των μαθηματικών της πρώτης δημοτικού ήταν η εξής ευκολακατανοητή: 8+8=(8+2)+6=16. εκεί γύρω στην ένατη φορά που το εξηγούσα πότε με τρενάκια, πότε με παιδάκια, πότε με Barbie ήρθε κι έγινε μελανό. Και έβαλε τα κλάματα. Και ζητούσε και τον μπαμπά της (για να μην ξεχνιόμαστε). Και νύσταζε. Και είχε και φαγούρα. Και πείναγε. Και ξυνόταν. Και έπεφτε και το μολύβι κάτω. Συνέχεια. Και έσπαγε και η μύτη και ήθελε και ξύσιμο. Και χτύπαγε και το τηλέφωνο. Και πάλι από την αρχή. Και η προσοχή μιά έννοια πλατιά. Πολύ πλατιά σαν τον ωκεανό.



Τότε μπήκε σ’ εφαρμογή το αλάνθαστο σχέδιο που δεν χωνεύω: παπαγαλία. Παίρνεις τον πρώτο αριθμό. Και πόσα θέλει μέχρι το δέκα; μετά (εκεί είχα ένα πρόβλημα στη διατύπωση γιατί πρέπει να κάνεις πρόσθεση αφαιρώντας) αφαιρείς αυτό που ήθελες μέχρι το δέκα από τον δεύτερο αριθμό. Και μετά προσθέτεις αυτόν στο δέκα.
Ευτυχώς δεν ξέρει ακόμα πολλά μπινελίκια.



Μετά την -όπως, όπως να την τελειώσουμε- άσκηση, το τοστ με γάλα, το τηλεφώνημα του μπαμπά, το βγάλε τα ρούχα σου κι έλα στο μπάνιο (36 φορές), άρχισαν οι εκπτώσεις. Λίγη βρώμα κανέναν δεν έβλαψε, άσε το λούσιμο για αύριο, το ποίημα θα το απαγγείλουμε στην μπανιέρα, δεν πειράζει το δωμάτιο ας μείνει και λίγο (;) ακατάστατο, το στοματικό διάλυμα φτύστο μια ώρα αρχύτερα, σταμάτα να χοροπηδάς θα χαλάσεις το κρεββάτι (τικ, τακ, τικ, τακ, τικ, τακ το ρολόι).

Είπε:
Το πρωί είμασταν τι καλά όλο αγκαλιές και φιλιά, τώρα πως φτάσαμε να τσακωνόμαστε έτσι(sic);



Μετά ήρθε ο σύντροφος στον έρωτα και στη ζωή μπαϊλντισμένος και σκασμένος από ένα ραντεβού, εγώ που κάνω δίαιτα έφαγα πλαστική αλμυρή γαλοπούλα από το LIDL, και ζεστή σούπα από παραβρασμένα λαχανικά χωρίς λάδι (μπαγιάτικη) και πήγε το ζεστό στο δόντι μου που έχει κάνει τη διαδρομή τρίδυμο- αυτί, Παγκράτι- Κολιάτσου, ενώ προσπαθούσαμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε ένα σίριαλ που δύο μαλάκες τρέχουν και ξοπίσω τους γοητευτικός νέος lutenant του τμήματος ανθρωποκτονιών – ζιζανιοκτονιών, μια βιντεοταινία 80’s ανεκδιήγητη στο Τηλετώρα, τον Τριανταφυλλόπουλο με θέμα «αποκαλύψεις για όργια μαθητών», είχε τελειώσει και το σαπουνοπέντε....



Σουλατσάρισα λίγο στο internet, κοίταξα και τα comments μου, καμμία επίσκεψη και έτσι όμορφα λιποθύμισα στο κρεββάτι μου λίγο πριν τις 2.00.
Αστα λα βίστα μπέιμπι, που δεν είμαι και σίγουρη τι σημαίνει.

Monday 12 March 2007

Ονειροπαγίδες



Νομίζω οτι τον ερωτεύτηκα το πρώτο δευτερόλεπτο που τον είδα. Τον παρουσίασε η διευθύντρια λίγες μέρες μετά την έναρξη των μαθημάτων της πρώτης γυμνασίου. Στεκόταν στην πόρτα με ύφος, φορούσε ένα σκισμένο τζήν και είχε μια φράντζα που έπεφτε με αναίδεια στο μέτωπό του.


Αν υπάρχει κεραυνοβόλος έρωτας εγώ την έφαγα την αστραπή.
Στις περισσότερες σχέσεις στη ζωή μου που με ενδιέφεραν με καβαλούσε ο διάολος.
Αυτή δεν θα ήταν η εξαίρεση. Μιλούσα σε όλους εκτός απ’ αυτόν. Επαιζα με όλους εκτός απ’ αυτόν. Θυμάμαι σε μια ημερήσια εκδρομή επειδή τσαντίστηκα που έκανε παρέα με άλλους και δεν μου έδινε σημασία, όταν στο πούλμαν καθίσαμε κοντά, έλεγα συνέχεια στη διπλανή μου ώστε να με ακούει, πόσο ηλίθιο είναι το όνομά του και οτι όσοι έχουν το ίδιο όνομα, ηλίθιοι πρέπει να είναι κι’ αυτοί.


Ετσι ειδυλιακά πέρασαν όλα τα χρόνια του γυμνασίου. Στην πρώτη λυκείου τα έφτιαξε με την τότε κολλητή μου. Δεν μίλησα. Προς καμμία κατεύθυνση. Στην δευτέρα λυκείου – χρονιά που αμυδρά φάνηκε το φύλο μου- μου μάσησε και κατάπιε όλες τις ετικέτες των τετραδίων μου. Ετρωγε σοκοφρέτα και μιλούσε φτύνοντας πάνω από τα επιμελή βιβλία μου. Με έδερνε τέσσερεις φορές τη βδομάδα. Μου έβγαζε δια της βίας το παπούτσι μου και το κρεμούσε στο πιο ψηλό καρφί του πίνακα. Καθόμασταν δίπλα, στην πρώτη σειρά. Μας χώριζε ο διάδρομος. Και πολλά άλλα.


Στα μισά της χρονιάς έκανα την πρώτη μου σχέση (ο θεός να την πεί). Εξωσχολική. Ημουν ολόψυχα δοσμένη. Το πίσω μέρος του μυαλού μου όμως απολάμβανε πλάγιες ματιές. Η τρίτη λυκείου πέρασε κάπως έτσι. Ηταν ο πρόεδρος της τάξης και είχε γίνει ήδη πολύ εκκεντρικός. Στην πενθήμερη δεν ήρθε.


Την αποφοίτησή μας ακολούθησε το κενό. Μετά κάποια στιγμή αρχίσαμε να βγαίνουμε. Αραιά και που. Πηγαίναμε σχεδόν πάντα σινεμά, γελούσαμε πολύ με σουρεαλιστικά εσωτερικά αστεία. Εγώ πήγαινα από τη μια κωλοσχέση στην άλλη. Στα κενά τον έβλεπα. Είχε πάντα αυτό το παράξενο βλέμμα στο πρόσωπό του και αυτή την ιδιοτροπία στην συμπεριφορά του.
Κάποιες φορές αγγιχτήκαμε, κάνα δυό φιληθήκαμε. Στο αυτοκίνητο, δίπλα στον διάδρομο απογείωσης του ανατολικού αεροδρομίου.


Υστερα πήγα για πρώτη φορά σε γάμο κολλητών μου φίλων. Μου έδωσαν τα κουφέτα από τον δίσκο να τα βάλω κάτω από το μαξιλάρι μου να δω ποιον θα παντρευτώ. Ξάπλωσα εκείνη τη νύχτα αποκαμωμένη από τα ποτά. Το πρωϊ, ακόμα έτσουζε η εικόνα του στο κεφάλι μου. Χαμογέλασα. Αηδίες.


Μια μέρα τον προσκάλεσα για σινεμά. Είπε οτι δεν μπορούσε. Μου φάνηκε περίεργο. Σχεδόν δεν έβγαινε ποτέ. Πιο περίεργο όμως ήταν οτι δεν μπορούσε ούτε την επόμενη, ούτε τη μεθεπόμενη. Δεν ξανατηλεφώνησα. Δεν ξανατηλεφώνησε. Δεν τον ξανάδα.


14 χρόνια μετά έμπαινα στο μαγαζί του με την κολλητή μου. Μόλις είχα γεννήσει. Πίναμε τον πρώτο εκτός σπιτιού καφέ. Ποιό είναι το απωθημένο σου; με ρώτησε. Θέλω να μάθω γιατί της είπα. Πάμε, πάμε τώρα επέμεινε.
Μπήκαμε ξεκαρδισμένες μαζί από την πόρτα, ένα μίγμα άγριας κόμπλας και έξαψης. Ξαφνιάστηκε αλλά δεν το έδειξε. Φιληθήκαμε και οι τρείς. Η ατμόσφαιρα ήταν κάπως, είπε οτι η φίλη μου δεν είχε αλλάξει καθόλου, είπε οτι εγώ είχα παχύνει, η κολλητή μου είπε πως είχα μόλις γεννήσει.


Λέγαμε ποιούς βλέπουμε ακόμα, κι’ εκεί μεταξύ πλακιδίων και μπιντέ με κοίταξε για πρώτη φορά. Στα μάτια. Λίγα δευτερόλεπτα.
Πόσες πληροφορίες μπορούν να μεταφερθούν με ένα βλέμμα; Εγώ τις πήρα όλες. Εκτός από μία. Γι’ αυτήν έπρεπε να περιμένω ακόμα.


Τρία χρόνια μετά διοργάνωνα με έναν συμμαθητή το πρώτο reunion της τάξης μετά από 20 χρόνια. Ειδοποιήθηκε από τον συμμαθητή. Στο τραπέζι κάθισε κάθισε κάπως μακριά. Για καμμιά ώρα. Μετά τοποθετήθηκε απέναντί μου και με κλωτσούσε στο καλάμι.
Στο μπάρ αργότερα απαίτησε να κάτσω δίπλα του, ενώ δεν μου μιλούσε καθόλου. Εφυγε πριν από μένα. Θα σε περιμένω, μου ψυθίρισε στ’ αυτί χαιρετώντας. Πέρασα τρείς τέσσερεις φορές. Μιλήσαμε άλλες τόσες στο τηλέφωνο. Κοίταζα τα μάτια σου, μου είπε όταν παρατήρησα ότι δεν με πρόσεχε και με ρωτούσε στο τηλέφωνο τα ίδια που με ρωτούσε και την προηγούμενη που πέρασα από εκεί.


Μια μέρα, μετά από καιρό, έκανα μια επίσκεψη. Επι τούτου. Ακρως μελετημένη. Ντύσιμο, αέρας, ατζέντα θεμάτων κλπ. Πάνω απ΄όλα όμως εκκρεμούσε μια απάντηση. Γιατί είχε εξαφανιστεί; Ολα αυτά τα χρόνια είχα σκεφτεί τα πάντα. Είχα επεξεργαστεί όλες τις πιθανές απαντήσεις. Αλλά όχι αυτήν:


«ΒΑΡΕΘΗΚΑ».
Ετσι απλά, το είπε. «Βαρέθηκα. Δεν είσαι ακριβώς ο τύπος μου».


Εχω ακούσει τα πάντα για μένα αλλά το ότι είμαι βαρετή, ποτέ!
Εφυγα δείχνοντας ενοχλημένη.
Εφυγα όντας ενοχλημένη. Και προσβεβλημένη. Και απογοητευμένη. Και κενή.
Εφυγα με καινούργιες απορίες. Α, και με μιά ικανοποίηση. Πως θα πρέπει κάπως να έχω εξελιχθεί, ώστε να μην με έλκουν πια τόσο οι νοσηρές συμπεριφορές.
Εφυγα και δεν ξαναγύρισα ποτέ. Ούτε κι’ εκείνος ξανατηλεφώνησε.
Μου φάνηκε καλά μελετημένο. Αν κάποιος με ξέρει, γνωρίζει οτι δεν υπάρχουν καταλληλότερα λόγια για να την κάνω.


Μια απορία όμως έχω ακόμα. Ποιός είναι ο λόγος που μέχρι σήμερα σε άσχετες στιγμές και ανά τακτά χρονικά διαστήματα εμφανίζεται ακόμα στα όνειρά μου. Με το ίδιο, απαράλλακτο σενάριο που απαγορεύει τη μεταξύ μας σχέση. Νομίζω οτι πια είναι καθαρά συμβολική η φιγούρα του.


Το ανεκπλήρωτο έχει πάρει τη μορφή εκείνου, ή μήπως όταν πρωτομπήκε στο ασυνείδητό μου είχε εισιτήριο διαρκείας;

Sunday 11 March 2007

Συνταγή καψούρας


Πρώτον: διαλέγουμε το θύμα προσεκτικά: πρέπει να είναι διαθέσιμο. Ητοι ή μόνο του, ή με πολύ κακή σχέση που έχει ήδη ξεθωριάσει απλώς αυτό δεν το ξέρει, ή σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση (πρόσφατος χωρισμός, απώλεια, προβλήματα σε δουλειά και σπίτι).


Δεύτερον: πλησιάζουμε προσεκτικά. Και οι τρείς περιπτώσεις αν πιεστούν πολύ θα εξαφανιστούν.


Τρίτον: παρατηρούμε, αλλά προχωρούμε με πολύ αργά βήματα. Ροκανίζουμε τον χρόνο. Π.χ. αν κοιτάζεις κάποιον “χ” χρόνο πριν του πρωτομιλήσεις αυτό πολλαπλασίασε το επί 10. Και όχι την πρώτη φορά. Ούτε τη δεύτερη. Οταν θα το έχει αντιληφθεί για τα καλά θα μπεί στη διαδικασία της προσμονής. Συνήθως ο άλλος ξαφνιάζεται από οτιδήποτε δεν ακολουθεί τους πεπατημένους κανόνες. Αυτό είναι πολύ καλό. Περιμένουμε...


Τέταρτον: κάνουμε έντονα σαφείς τις προθέσεις μας: δείχνουμε ξεκάθαρα την προτίμησή μας, φροντίζουμε κύκλος, κοινοί γνωστοί, φίλοι να τις αντιληφθούν αμέσως (αυτό θα μας χρειαστεί παρακάτω ως προς την επιρροή και τον συμβουλευτικό χαρακτήρα). Επιμένουμε αλλά δεν πιέζουμε. Υπερβάλλουμε και λίγο ως προς τον λόγο που μας οδήγησε σ’αυτήν την επιλογή. Διακριτικά, ευγενικά αλλά επίμονα.


Πέμπτον: Οταν το έδαφος είναι κατάλληλο, όταν ο άλλος κολακευμένος πλέον μας έχει ρίξει το spot light του και τώρα είναι εκείνος που παρατηρεί και περιμένει, κάνουμε την μεγάλη κίνηση: ΑΠΟΣΥΡΟΥΜΕ ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΜΑΣ. Απόλυτα. Προεραιτικά, αν θέλουμε πασπαλίζουμε και με λίγο ζήλια. Σκάμε με κάποια άλλη συντροφιά με την οποία μας συνδέει μυστηριώδης σχέση.



Το βάζουμε στο φούρνο στους 180 βαθμούς για 15 μέρες. Που και που κοιτάζουμε κι’ αν χρειάζεται συμπληρώνουμε νερό. Οταν είναι έτοιμο προσθέτουμε λίγο τριμμένο πιπέρι και πασπαλίζουμε με λίγο μαϊντανό. Σερβίρεται καυτό και συνοδεύεται με κόκκινο κρασί, άφθονα κεριά και πολλές υποσχέσεις.

Καλή σας όρεξη!

(Απόλυτο χαλί: endless love)

Saturday 10 March 2007

Reflections


Πριν μερικές μέρες ήμουν σε ασανσέρ. Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και του φώναξα: «Αχρηστη! Ηλίθια! Τίποτα δεν κάνεις!». Επίσης συμπλήρωσα: «Και πώς είσαι έτσι; Σαν το σκύλο που χάσαμε.» δεν έβρισκα τίποτα καλό στο κάδρο.

Έκανα έναν γρήγορο απολογισμό καταστροφής. Το κάνω συχνά. Ειδικά τις μέρες που είμαι πιό ευαίσθητη. Τότε πρέπει να με τσακίσω. Να με μεταχειριστώ με βία. Να κατατροπώσω κάθε τι καλό ανεβάζει ο σκληρός. Μόλις τολμήσει να σκεφτεί «ναι αλλά εδώ είσαι καλή, ή εδώ το χειρίστηκες σωστά» πέφτουν πάνω του δεκάδες δικηγόροι (του διαβόλου).

Η πιο ωραία στιγμή είναι η πλήρης παραδοχή.
Τότε όλες οι φωνές ησυχάζουν. Ο σκοπός επετελέσθη. Η πλήρης κατεδάφιση. Τα συναισθήματα είναι μικτά. Και απογοήτευση και γαλήνη. Back home. Στο γνώριμο περιβάλλον. Στη χώρα του τίποτα. Στη χώρα της κριτικής. Της αμείλικτης. No mercy!
Τιποτάκι γειά σου. Με θυμάσαι φαντάζομαι. Μ’ αναγνωρίζεις; Εχουμε κάνει χρυσή παρέα. Σε συνοδεύω από κοριτσάκι. Στο μπαλκόνι, καθιστή, δημοτικό, μετρούσες τα χρόνια μέχρι τα 18. Πόσο αργούσαν τα ρημάδια! 18 και ούτε μια μέρα παραπάνω. Η ηλικία που όλα θα τα διόρθωνε. Μέχρι τότε υπομονή. Και καρτερία. Και σκέψεις.


Πως μπορεί ένα μικρό παιδί να σκέφτεται τόσο πολύ μαύρα;
Πως μπορεί από τόσο μικρή ηλικία να παίρνει μπρος ο μηχανισμός κατήφειας;
Εκπαιδεύεται κανείς έτσι ή το’ χει ο χαρακτήρας του;
Γεννιέται μαύρος;
Γεννιέται άσπρο χαρτί; Και πότε πρόλαβαν και έγραψαν όλοι αυτοί;
Τα χαρτιά είναι όλα ίδια ή κάποια είναι πιό αδιάβροχα
;


Χτες βράδυ ήμουν σε ένα μπαρ. Βαριόμουν. Και έπινα. Κάποια στιγμή πήγα στην τουαλέτα. Πλένοντας τα χέρια μου κοίταξα τον καθρέφτη. Μου άρεσε πολύ αυτό που έβλεπα. Με βρήκα εξόχως όμορφη.
Ηθελα να βγάλω μια φωτογραφία στην τουαλέτα. Θα ήταν ένα ντοκουμέντο καλής εμφάνισης στο φτωχό μου αρχείο. Εψαξα στην τσάντα μου να βρώ το κινητό μου. Κρίμα, το είχα αφήσει στην τσέπη του παλτού. Μια χαμένη ευκαιρία, σκέφτηκα.
Δεν είμαι δα κι’ απ’ τους ανθρώπους που θα πήγαινα να το πάρω.

Γυρίζοντας στη θέση μου αναρωτήθηκα πώς δεν πέφτουν ξεροί όσοι με βλέπουν. Στραβοί είναι;
Κοίταξα στην άλλη άκρη της μπάρας. Ενας κύριος με κοίταζε. Ξανακοίταξα για να βεβαιωθώ πως κοίταζε εμένα. Αφησα λίγο το βλέμμα μου. Εμένα κοίταζε. Κοίταξα με δυσπιστία.
Δεν ήταν μόνος του. Συνόδευε κάποια. Και με κοίταζε. Ακόμα πιο κολακευτικό. Γυρισα το βλέμμα στην παρέα μου και δεν ξανακοίταξα. Δεν ανταποδίδω ποτέ όταν συνοδεύομαι. Δεν προκαλώ ποτέ όταν συνοδεύουν.


Τι διαφορά έχουν οι δύο στιγμές;
Εχουν διαφορά οι συνθήκες; Η κατασκευή τους; Ο φωτισμός; Το περιβάλλον; Τα ποτά;
Το δάχτυλο που κουνιέται απειλητικά στο κεφάλι μου. Αυτό έχει διαφορά. Πότε είναι τόσο μεγάλο που δεν χωράει στο κάδρο. Πότε είναι στο κανονικό του μέγεθος. Ποτέ όμως δεν λείπει.


Κάποτε πρέπει να πάρω αγκαλιά αυτό το μικρό παιδί. Να το χαϊδέψω, να το ησυχάσω και να του πω πως δεν φταίει, και να μην φοβάται. Ολα θα πάνε καλά.

Thursday 8 March 2007

Σπάνια λουλούδια

Στη σχολή γονέων που παρακολουθώ κάθε δύο Πέμπτες στο σχολείο της κόρης μου, σήμερα μιλήσαμε για τα χάδια. Που είναι τριών ειδών: τα σωματικά (φιλικά, ερωτικά, γονιών κλπ), τα λεκτικά (κοπλιμέντα, φιλοφρονήσεις, εκδηλώσεις αγάπης, επιβράβευση κλπ) και τα έμμεσα (π.χ. σου παίρνω ένα δώρο σε άσχετη στιγμή γιατί σκέφτηκα πόσο σε αγαπώ – νοιάζομαι – συμπαθώ – εκτιμώ κ.ο.κ). Είμασταν καμμιά δεκαπενταριά άτομα όλες γυναίκες και για πρώτη φορά ένας άντρας μπαμπάς.

Τα χάδια δεν είναι το φόρτε μου. Γενικά οι χειρονομίες μου δημιουργούν μεγάλη αμηχανία. Ακόμα και τα φιλιά της κόρης μου κάποιες φορές μου είναι ασφυκτικά. Ο κριτικός γονιός, που λέει και η Βάσω, μέσα μου φωνάζει: «Φτάνει! Υπερβολική διάχυση! Συναγερμός!».
Καθώς δεν έχω την εμπειρία - είμασταν μία οικογένεια που σπανίως αγγιζόταν (έξω από αλλαγή του χρόνου, γιορτές, γεννέθλια) έχω συνείδηση οτι εκτός των άλλων κουσουριών έχω και μια αναπηρία εκδήλωσης των συναισθημάτων. Λεκτική και με χειρονομίες.

Πίσω στη σχολή γονέων λοιπόν, μετά από μίας ώρας συζήτηση και ανάλυση των τριών αυτών περιπτώσεων χαδιών, η Βάσω πρότεινε να διαλέξουμε αυτόν που ξέρουμε λιγότερο μέσα στην αίθουσα και να κάνουμε δυάδες. Θα ανταλλάσαμε χάδια. Ηδη ήθελα να φύγω.
Αυτό δεν ήταν τίποτα όμως. Δεν είχε τελειώσει ακόμα την φράση της και να ο Τάκης δίπλα μου, δηλώνοντας δυνατά: «εγώ το βρήκα το ταίρι μου».
Είχαμε πέντε λεπτά στη διάθεσή μας να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον και να ανταλλάξουμε χάδια. Merde, δεν μπορούσα να πάω πουθενά. Οχι μόνο είμαι κουλή σ’ αυτά αλλά με είχε διαλέξει και ο μόνος άντρας στην αίθουσα.

Εκανα αυτό που κάνω πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις: χιούμορ. Είπα: «πρέπει όλοι να παραδεχτείτε οτι εγώ είμαι στην πιο δύσκολη θέση». Κανείς δεν γέλασε. Ολοι με κοίταξαν. Η Βάσω είπε: «λεκτικά χάδια, ηρέμησε». Ο Τάκης είπε: «αν δεν θέλεις μπορώ να φύγω». Εγώ είπα: «όχι, όχι, πλάκα έκανα». Κι αρχίσαμε.

Πρώτα μίλησε εκείνος. Μου είπε οτι έχει σπουδάσει στο εξωτερικό βιοκλιματική αρχιτεκτονική και οτι τώρα διδάσκει γερμανικά. Ακουγα ένα βουητόν. ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΦΥΓΩ! Ο γιός του, συνέχισε, είναι στην Τετάρτη δημοτικού και πάσχει από ένα σύνδρομο που δεν του επιτρέπει να κατανοήσει τα συναισθήματα.
«Πώς;» είπα. «Δεν μπορεί να καταλάβει πότε λυπόμαστε, πότε χαιρόμαστε και γιατί», μου εξήγησε. «Ολα του τα μεταφέρουμε εμείς». Ομως είμαστε σε καλό δρόμο, σιγά σιγά θα αρχίσει εμπειρικά να τα καταλαβαίνει.
«Πως είναι στις συναναστροφές του;» ρώτησα. «Εχει δυσκολία στο παιχνίδι» μου είπε. «Δεν ξέρει οτι χαιρόμαστε όταν κερδίζουμε, οτι θυμώνουμε όταν χάνουμε.»
Μετά είπε οτι αυτή η εμπειρία τον έχει βοηθήσει πολύ στη δουλειά του με τους μαθητές γιατί είναι καλά εκπαιδευμένος στο να μεταφέρει πληροφορίες, πράγμα που του δίνει μεγάλη ικανοποίηση. Περίπου αυτά είπε ο Τάκης.

Το βουητό είχε φύγει. Είχα μπροστά μου έναν χαρούμενο άνθρωπο που μου έκανε και φιλοφρονήσεις από πάνω. Πόσο δυνατή και θαυμαστή είναι η προσπάθειά μου και πόσα πολλά δύσκολα έχω να λύσω, κατέληξε μετά τη σύντομη εξιστόρησή μου (με αρκετό αυτόματο πιλότο).
Είχα συγκινηθεί πολύ. Οχι από οίκτο αλλά γιατί πάντα θα υποκλίνομαι στους ανθρώπους που καταφέρνουν να βρίσκουν νόημα, ακόμα και χαρά στις αντιξοότητες που τους κλήρωσε η ζωή και μέσα από αυτές να ανθίζουν.

Σπάνια λουλούδια. Φυτρωμένα στα βράχια.

Wednesday 7 March 2007

Η πολυθρόνα της άννοιας


Χθες πέρασα για λίγο από το πατρικό. Είχα ραντεβού με τον υδραυλικό γιατί είχαν σπάσει οι σωλήνες του καλοριφέρ και έτρεχαν παντού νερά.
Δεν θέλω καθόλου να πηγαίνω. Αυτό το μεγάλο σπίτι μοιάζει σαν φάντασμα του εαυτού του πια, φιλοξενώντας μόνο τη μητέρα μου και τις δυό γυναίκες που την φροντίζουν.

Η θέα της μου είναι βασανιστική, όταν γυρίζω σπίτι μου είμαι άρρωστη. Δεν θέλω να την βλέπω έτσι, μια σκιά του εαυτού της να γυρίζει στα άδεια δωμάτια, να ζεί σχεδόν αποκλειστικά απέναντι από την ανοιχτή, όλη μέρα, τηλεόραση.

Την τηλεόραση που μίσησε και αγάπησε. Αν μπορούσε να καταλάβει ότι βλέπει "βέρα στο δεξί" και "χουάνα η παρθένα" πιστεύω ότι θα πήδαγε μια ώρα αρχύτερα από το μπαλκόνι.
Αλλά κάθεται εκεί στην πράσινη πολυθρόνα που είναι δίπλα στο παράθυρο, εκεί που καθόταν τα τελευταία χρόνια της ζωής της και η μητέρα της, παθητικός τηλεθεατής και εκείνη. Η πολυθρόνα της άννοιας.




Φοβάμαι ότι μπορεί να κάτσω κι εγώ μια μέρα εκεί. Σ’ αυτό το μισητό έπιπλο. Ο φόβος μου κόβει τα πόδια.
Είναι η μοίρα του καθενός; Μήπως έχουμε διαλέξει το τέλος πριν ακόμα γεννηθούμε; Πόσο κληρονομικό είναι; Πόσα χρόνια απέχω από αυτή τη στιγμή; Θα συγκατοικώ κι’ εγώ με δύο βρώμικες ουκρανές;

Θα είναι το πρώτο πράγμα που θα πετάξω όταν εκείνη φύγει.

Monday 5 March 2007

Κυριακάτικα πρωϊνά


Αλλαφιασμένοι στον ήλιο ξεχυθήκαμε κι εμεις μαζί με τόσους άλλους αλλαλιασμένους Αθηναίους να χαρούμε την μέρα.Οδηγώντας κοίταζα τις ουρές των αυτοκινήτων με απέχθεια. Σύντομα προστέθηκα κι εγώ στο όλον. Οταν ήμουν μικρή είχα μια διακαή απορία. Ρωτούσα τον μπαμπά μου που οδηγούσε, ποιός είναι αυτός που προηγείται.




Δεν ήθελα να μου απαντήσει ποιό είναι το μπροστινό μας αυτοκίνητο, ήθελα να ξέρω ποιός είναι ο πρώτος στην ουρά. Μάταια μου εξηγούσε πως αυτό δεν υφίσταται ως έννοια, πως δεν υπάρχει η έννοια του πρώτου σε μια ασαφή ουρά. Ηταν κάτι που απλώς δεν μπορούσα να το καταλάβω. Πάντα θα υπάρχει κάποιος πρώτος έλεγα και ξανάλεγα, δεν μπορεί. Μα δεν ακολουθούν όλοι την ιδια διαδρομή ώστε να τον ξέρουμε, απαντούσε. Ναι αλλά υπάρχει ένας εκάστοτε πρώτος!, επανερχόμουν πιο γκαζωμένη, θέλω να ξέρω ποιός είναι αυτός! Ξανά η ίδια εξήγηση, άλλοι μπαίνουν, άλλοι βγαίνουν από τη διαδρομή παιδάκι μου κλπ.

Σήμερα στ’ αλήθεια δεν ξέρω τι ρωτούσα. Γιατί μου είχε κατσικωθεί αυτό και μας συντρόφευε σε όλες τις μετακινήσεις μας παράλληλα με το «γιατί κορνάρεις;», «γιατί είναι στροφές» του αδελφού μου. Ειχε ουρές τις Κυριακές και τότε στις κεντρικές διαδρομές, θυμάμαι. Αν είχε ήλιο δεν ήταν άσχημα γιατί τηγανιζόμουν ευχάριστα από το παράθυρο και έθετα καινούγριες άχρηστες απορίες στον εαυτό μου. Η Κυριακή είναι μια μέρα για να πας βόλτα και να φας έξω.


Καθώς συχνά το συνηθίζαμε οικογενειακώς (με κάτι προσθαφαιρέσεις από θείες, γιαγιάδες και ξαδέλφια) τις έχω συνδέσει με τις υγιείς νησίδες μου που λέει και ο shrink.
Πηγαίναμε συχνά εξοχικά προς τους Θρακομακεδόνες που τότε ήταν ζουγκλερί, σ’ ενα υπέροχο αρχοντόσπιτο που στ’ αλήθεια δεν ξέρω τι ήταν και το λέγαμε Αuberge. Μετά από πολλά χρόνια διάβασα στο απολαυστικό βιβλίο «τα εν οικω εν δήμω» του Ζάχου Χατζηφωτίου ότι εκεί έκαναν το après των γάμων του με την Καρέζη. Τέλος πάντων εμάς σαν παιδιά πολύ μας άρεσε εκεί αφενός γιατί είχε ωραία τυροπιτάκια και αφετέρου γιατί είχε πολύ ενδιαφέροντα περιβάλλοντα χώρο που προσφερόταν για παιδική εξερεύνηση.


Ηταν μες στα δέντρα, είχε του κόσμου τα φυτά, την υγρασία, τα έντομα ακόμα και το πρώτο μου φίδι συνάντησα εκεί. Παρακείθε πρέπει να είχε και στάβλους με άλογα. Επιπλέον στο εσωτερικό του σπιτιού, εκεί που οι μεγάλοι διαλογίζονταν με αρκετά ούζα με μεζέ ψάχνοντας απεγνωσμένα το νόημα της ζωής, υπήρχε μια καταπληκτική ξύλινη σκάλα που οδηγούσε σε έναν δεύτερο μεσοόροφο διακοσμημένο με πορσελάνες, έργα ζωγραφικής, βαριές κουρτίνες, δερμάτινες πολυθρόνες, ξύλινα αντικέ τραπέζια και κάτι υπέροχα παράθυρα που έβλεπαν στον κήπο.


Οταν τελείωνε η εξερεύνηση ή κανείς από τους τέσσερεις μας (ήταν στάνταρ μαζί και δυό αδέλφια, παιδιά των κολλητών των γονιών μας) είχε: α) πέσει στη λάσπη, β) γίνει ένα με τη λάσπη, γ) πλακωθεί με τους υπόλοιπους –συνήθως με μένα- ή απλώς βαρεθεί να κοιτάζει άλλο το τάδε ζουζούνι, ξεκινούσε το παιχνίδι στον μέσα χώρο. Για ένα παιδί ήταν μυθικό αυτό το μέρος. Ηταν σαν φυσικό σκηνικό από παραμύθι που συνδύαζε εντελώς παλαβά στο κεφάλι μου πειρατές, θρίλλερ, συνταρακτικές πριγκίπισσες, πρίγκιπες, βασιλείς και άλλα ευγενή τεμάχια όλα μαζί. Εγώ ήμουν το μόνο κορίτσι (που λέει ο λόγος κορίτσι -Αντρούτσο με έλεγε η γιαγιά μου) είχα όμως βαθιά μέσα μου ρομαντικές αποχρώσεις. Τι ταξίδια έκανα με φόντο τις βαριές κουρτίνες δεν λέγεται. Την ιδια στιγμή οι κάτω ανέλυαν με μεγάλη ευφράδεια λόγω ούζων την πολιτική κατάσταση, δεν ήταν λίγες οι φορές που είχαν κάνει και κυβέρνηση, ενώ το γουρουνόπουλο ψηνόταν στο τζάκι. Γιατί και γουρουνόπουλο είχε πάντα και αναμμένο τζάκι. Δεν θυμάμαι να το δοκιμάσαμε ποτέ.

Πριν από μερικά χρόνια ξαναβρέθηκα εκει κοντά, κάτι μου θύμισε η τοποθεσία και την ξαναβρήκα. Ειχε γίνει κάτι αλλο, το σπίτι ήταν κλειστό, τα δέντρα στη θέση τους νομίζω οτι ξανάδα τους στάβλους και το μικρό κορίτσι που ήμουν να με κοιτάζει και να ταξιδεύει ακόμα πίσω από τις βαριές κουρτίνες.

Sunday 4 March 2007

Στο κόκκινο χαλί

Κοίταζα σήμερα το εξώφυλλο του down town με την Βίσση στο κόκκινο χαλί των Oscar. Σκέφτηκα πόσο η αύρα, το είναι, η ύπαρξη σηματοδοτεί την βαρύτητα των καταστάσεων. Η Βίσση είναι μιά χαρά. Εχει ωραία φωνή (ΕΝΤΑΞΕΙ ΕΧΕΙ ΠΕΙ ΚΑΙ ΦΡΙΚΩΔΙΕΣ) αλλά άλλο μου κίνησε την προσοχή: ήταν λίγη!
Δεν νομίζω οτι είναι πιο σημαντική η Εύα Λογκόρια (αν έτσι την λένε) ή η Τσιτσιολίνα. Είναι όμως από την πόλη και όχι από το χωριό. Εντάξει δεν βάζω το χέρι μου στην φωτιά για την καταγωγή αλλά αυτός ο αέρας του κάπως, ζυγίζει πολύ. Φωτίζει το κάδρο. Αυτό το ένα μέτρο και πενήντα της Λογκόρια το γεμίζει το χαλί, πως να το κάνουμε. Η δικιά μας είναι σαν χωριατοπούλα που σεμνά αντικρύζει την μεγάλη πόλη. Και αυτό δεν είναι κακό. Ομως εδώ λειτουργεί σαν το διχασμένο κορμί του Ντε Πάλμα. Στην χώρα καταγωγής λάμπει σαν σουπερνόβα, «η απόλυτη στάρ» lets say, στην εσπερία δεν φτουράει που έλεγε κι ή γιαγιά μου. Φταίνε τα φώτα; φταίει το μακιγιάζ; φταίει η ματαιοδοξία; Who knows?
Μπα, ίσως φταίει η υπέρμετρη αγάπη των θαυμαστών: αγάπη από νάυλον.

Saturday 3 March 2007

Επικίνδυνες σχέσεις



Μου είναι πολύ δύσκολο να μιλήσω γι αυτήν. Μού ειναι πολύ δύσκολο να μην μιλήσω γι αυτήν.
Καταλαμβάνει τόσο χώρο μέσα μου που αυτό το μπλογκ θα μπορούσε να λέγεται «όλα για την μητέρα μου». Είχα πεί να μην ξεκινήσω έτσι, όμως αναβλύζει μέσα μου με ορμή η εικόνα. Την θυμάμαι νέα, την θυμάμαι οργισμένη, την θυμάμαι χήρα, επικριτική, απόμακρη, την θυμάμαι. Πάντα. Με ένα πρόσωπο έντονο, όμορφο και τραχύ, αυστηρό και θελκτικό, αυτό που ήθελες για πάντα δικό σου, για πάντα δίπλα σου, επιτέλους κάποτε να σου δοθεί. Και σου δόθηκε.

Αλλά με άκομψο τρόπο. Ενα είδος- σαν ποτέ να μην συναίνεσε σ’ αυτήν την ανταλλαγή- ποτέ να μην είπε αυτό το ρημαδοναί, το ναι που κάθε τι μέσα σου περίμενε ν΄ακούσει. Και περίμενε και περίμενε.Και θύμωνε και θύμωνε. Και μιά μέρα νόμιζε ότι παραιτήθηκε, ότι το ξεπέρασε ότι έτσι θα ήταν πάντα. Ετσι.

Ομως στη ζωη δεν υπάρχουν βεβαιότητες, δεν υπάρχει πάντα, δεν υπάρχουν ποτέ. Υπάρχουν ανατροπές, υπάρχουν εκπλήξεις, υπάρχουν στιγμές. Οι κατάλληλες ή ακατάλληλες στιγμές φίλε και όχι όταν θές και όταν νομίζεις οτι ξέρεις.

Νομίζω οτι την περίμενα όλη μου τη ζωή. Σ΄αυτό το ραντεβού στην πλατεία.
Mε τον βαρύ οπλισμό (παλτό, γούνα) τα μεγάλα γυαλιά ηλίου (που δεν άκουγες καλά όταν τα φορούσες, θυμάσαι;), όλοι να καθονται έξω και εμείς μέσα στο καφέ χειμώνα καλοκαίρι, «δεν μ΄αρέσει μαμά, γιατί δεν καθόμαστε ποτέ έξω»;
Δεν πειράζει. Αρκεί που ήρθες.

Με συγκινεί που τα γράφω. Με συγκινεί που δεν μπορείς να τα διαβάσεις.
Με ηρεμεί κιόλας.
Αν καταλάβαινες ίσως δεν θα μιλούσα. Θα φοβόμουν. Γιατί φοβόμουν.

Με κοιτάζεις τώρα με ένα άλλο βλέμμα. Δεν ξέρω καν που είσαι. Δεν ξέρω ποιες σκέψεις σε παιδεύουν, δεν ξέρω καν αν σκέφτεσαι. Αν έχεις εικόνες ή έναν μόνιμο εφιάλτη, φαινόμενα της άννοιας λέει ο γιατρός. Ωστόσο τώρα υπάρχω, τώρα με βλέπεις, τώρα με αγκαλιάζεις, με φιλάς, με ηρεμία. Ακόμα κι αν κάποιες φορές δεν θυμάσαι το όνομά μου. Τώρα ήρθες στο ραντεβού κι εγώ δεν ξέρω τι πρέπει να νιώσω.

Friday 2 March 2007

Ανοίξαμε και σας περιμένουμε

Γιατί δεν γράφεις; μου είπε η Μάρω όταν την συνάντησα πριν από δύο βδομάδες στο Metropolis.
Ημουν στο τμήμα των προσφορών και κοίταζα πολλή ώρα κάτι ΄80s cd χαυνωμένη περισσότερο, βλέποντας την ποικιλία και αγχωμένη ότι θα αργήσω για το σπίτι. Αυτές οι κοπάνες είναι οι πιο απολαυστικές ειδικά κάτι πρωϊνομεσημέρια με ήλιο.
Γιατί δεν γράφεις ξανάπε. Είχα πολύ καιρό να την δω τη Μάρω. Είπαμε λίγο τα οικογενειακά μας – μπα, δεν κάνω τίποτα καλά, γιατί νομίζεις ότι μπορώ να γράφω;
Ηταν ήδη τρεισήμισυ, η Μάρω είχε φύγει από ώρα, ο ήλιος με κοίμιζε ωραία, ή χαύνωση προχωρούσε. Ατενίζοντας το κενό κοίταξα τα χέρια μου: κρατούσα 10 cd, πάνω πάνω ένα του Αττίκ και στο άλλο χέρι των imagination, τα έδωσα στο ταμείο και σκέφτηκα: Γιατί όχι; Το επόμενο λεπτό έτρεχα πανικόβλητη στο μετρό.
Από μικρή το άκουγα αυτό «γιατί δεν γράφεις;» είχαν όλοι την πεποίθηση οτι στερούσα τον κόσμο από μοναδικά αριστουργήματα, εγώ πάλι πίστευα οτι όταν δεν έχεις εκτίμηση στον εαυτό σου οτι μπορεί να διεκδικήσει αυτονόητα δικαιώματα τότε πώς να περιμένεις να αυτοεκτεθεί γραπτώς; Γραπτώς λέγω, γιατί προφορικώς άλλο πράγμα, κάτι σαν κονφερασιέ όταν οι συνευρισκόμενοι ξεπερνούσαν τους τρεις.Είπα λοιπόν να μην στερήσω άλλο από το ελληνικό κοινό αυτά τα μοναδικά κοσμήματα, αυτά τα υπέροχα δημιουργήματα, σε 28 καράτια με εκπληκτικά πορφυροπρασινοκιτρινομωβιά πετράδια σήμερα στην προνομιακή τιμή των 1000ευρώ, καλέστε ΤΩΡΑ 801… κλπ. Ο έντυπος κόσμος κερδίζει λοιπόν σήμερα έναν σπάνιο εργάτη του πνεύματος και η μπλογκόσφαιρα το 6749ό της ψώνιο