Monday 8 October 2007

Περιστροφές

Σημείωσα σ’ ένα χαρτί αυτό που λέει ο αδελφός μου: «όταν γράφεις σημασία έχει τι θες να πείς και αν αυτό μπορεί να ενδιαφέρει και άλλους». Κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας. Ξέρει τι λέει. Από το ανοιχτό παράθυρο έρχονταν οι μυρωδιές από τα Κυριακάτικα φαγητά. Μοσχαράκι κοκκινιστό ως επί το πλείστον, σκόρδο και ντομάτα που βράζει. Αξεπέραστη μυρωδιά. Θα είχαν καλεσμένους στο τραπέζι τους; Ανθρώπους που αγαπούσαν ή απλώς υποχρεώσεις; Θα επιναν κρασί, ο ήλιος θα έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα της τραπεζαρίας, το καλό τραπεζομάντηλο θα ήταν στρωμένο, κάποιος θα έλεγε αστεία, στο τέλος λίγο ζαλισμένοι θα αγαπιόντουσαν περισσότερο. Θα έκοβαν το γλυκό και θα έψηναν καφέ. Τα παιδιά θα έπαιζαν παρακεί. Θα είχε φτάσει απόγευμα.
Ανοιξα την καφετιέρα και έφτιαξα πρωινό. Υπήρχαν μαθήματα της κόρης μου που δεν είχαν προλάβει να γίνουν την προηγούμενη. Οτι χειρότερο για Κυριακή. Ηπια δυό γουλιές καφέ. Απλωσα ένα πλυντήριο. Αρχίσαμε. Ο χρόνος έχει μια μοναδική ικανότητα να περνάει πολύ γρήγορα όταν τον χρειάζεσαι και πολύ αργά όταν βαριέσαι. Τα μισάωρα περνούσαν με ιλλιγγιώδη ταχύτητα, βρίσκοντάς μας σκυμμένες πάνω από τα ανοιχτά τετράδια 52 – 6 = 52 – 2 – 4. Εδωσα πολλά παραδείγματα. Δεκάδες και μονάδες αχταρμάς. Οσο πέρναγε η ώρα εκνευριζόμουν.
Αναψα τσιγάρο.


Μικρές μαυρόασπρες γραμμές λόγου σχηματίζονται στο χαρτί. Ο ήχος των λέξεων χτυπά ρυθμικά στο μυαλό μου. Πρέπει να διατηρήσω το τέμπο. Την αρμονία πάση θυσία. Σαν παρτιτούρα. Σταματάω την πρόταση νωρίς. Λέξεις απλές. Οχι πολλά επίθετα. Λιτά. Ξαναδιαβάζω και διορθώνω: αντί για μήπως γράφω ίσως, αντί για έπειτα μετά. Ο ήχος των λέξεων αυτονομείται. Ολοκληρώνει το πρώτο μέρος μια σωπηλής ανάγνωσης. Το κείμενο οφείλει να ρέει. Οπως και τα νοήματα. Ξεκινάω απ’ την αρχή. Διαβάζω πάλι. Κοντοστέκομαι στα κόμματα, διακόπτω στις τελείες.
Αφορμή μια καθημερινή εικόνα που προκαλεί μια σκέψη. Την παρακολουθώ να διαλύεται μέσα σε συνειρμούς, έπειτα να ξανασυντίθεται με αυθαιρεσία. Να σχεδιάζει καταστάσεις και σκηνές της φαντασίας. Να ξαναγεννιέται μετά, εκτοξευμένη στο χρόνο – θυμίζοντας αδιόρατα την πραγματική, εκτελώντας παραγγελμένες προσδοκίες και θελημένες προβολές.


Και η σκέψη, η αρχική τώρα συγκεχυμένη. Ποιό ξεκίνησε πρώτο σημασία δεν έχει και κανείς δεν ξέρει να πεί.
Περπατάω, σταματάω, κοιτάζω ίσια μπροστά . Σημειώνω. Σημειώνω.
Φράσεις, νοήματα και εικόνες.
Μια μέρα θα αποτελέσουν ένα άλμπουμ λέξεων, ένα λεξικό εικόνων.
Γυρίζω.
Αυτήν την εποχή γυρίζω. Γύρω από τον άξονά μου. Για την ακρίβεια απλώς περιστρέφομαι.

Saturday 6 October 2007

Ησυχες μέρες του Οκτωβρίου

Περπάτησα μετά από καιρό στο κέντρο. Μπήκα μετά από καιρό στο μετρό. Στο Μοναστηράκι ο ήλιος μου έκαψε τα μάτια. Στην Αμερικάνικη αγορά στη Σοφοκλέους χώθηκα στις ντάνες με τα ρούχα. Τραβούσα, με λίγη ενοχή είναι η αλήθεια, παιδικά μπλουζάκια και γούνες λεοπαρδαλέ, παιδικά αμπιγιέ φορέματα, κάποια όμορφα, κάποια τελείως κιτσάτα. Από τα ανοιχτά παράθυρα η μυρωδιά των κρεάτων δοκίμαζε τα ρουθούνια μου. Ανέβηκα τα μαρμάρινα σκαλιά, φαγωμένα από το χρόνο, βουλιαγμένα από τη χρήση. Τα μάρμαρα λιώνουν. Σκέφτηκα πως αόρατα μόρια αποκολλώνται και παρασύρονται από τα βήματά μας, από το σύρσιμο που κάνει το παπούτσι πάνω στη στιλπνή επιφάνεια. Τα κουβαλάμε μαζί μας για μερικά μέτρα, μετά τα ξανααφήνουμε στη γη. Τα σκαλοπάτια αυτά φαγώθηκαν από εκατομμύρια βήματα μέσα σε αρκετές δεκαετίες. Το υλικό όμως είναι συμπαγές. Ηταν εκεί πριν την πρώτη φορά που πήγα, μια θυμωμένη έφηβη που έψαχνε για αμπέχονα, θα είναι εκεί όταν εγώ δεν θα υπάρχω. «Βάλε και κάτι κοριτσίστικο» ωρυόταν η μαμά μου. Ισως αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που τα φόραγα, όπως θα καταλάβαινα χρόνια μετά. Διάλεξα ένα βελούδινο μπλέ φόρεμα για την κόρη μου και ένα σακάκι μαύρο με λεπτές γκρίζες ρίγες που πολύ θα της πηγαίνει.



Στη Νικίου μπήκα στο παλιό ασανσέρ. Στην αποθήκη του Βαγγέλη έκανα όπως πάντα ένα γύρω στους στενούς διαδρόμους με τα υφάσματα. Χάιδεψα μερικά που μου άρεσαν. Πέρασα το χέρι μου πάνω από το τόπι με τον κοραλί ταφτά. Αγόρασα δέκα οκτώ μέτρα. Προς ένα ευρώ το μέτρο. Θα το κάνω κουρτίνες. Το ραδιόφωνο έπαιζε βαριά λαϊκά. Η ζέστη ήταν μεγάλη. Είδα το εαυτό μου να περπατάει προς την Ομόνοια και μετά στην πλατεία Κάννιγγος συνειδητοποίησα οτι πάντα μου άρεσε αυτή η βόλτα και πάντα με ησύχαζε, εμένα μια θυμωμένη έφηβη, μια ανεπαρκή κόρη, μια σαστισμένη μητέρα.

Monday 1 October 2007

Συναντήσεις και διαδρομές


Οκτώ και σαράντα εφτά. Πρωί. Δεξιά η λίστα με τις δουλειές. Θα την μουτζουρώσω το μεσημέρι, όταν όλες ή κάποιες θα έχουν εκτελεστεί. Γυρίζω μες το σπίτι. Κοιτάζω την παλιά βιβλιοθήκη από γκρίζα μελαμίνη. Θα την αντικαταστήσω. Με υλικό πιο αληθινό. Φτιάχνω τα δωμάτια. Είναι ο μήνας που πάντα θέλω να μετακομίζω.



Είναι η αναζήτηση του νέου που κοροϊδεύει για λίγο διάστημα τα μόνιμα κενά. Στην ουσία θέλω να βρώ έναν στόχο, αυτόν που λένε οτι έχει κανείς πάντα στη ζωή του ως προορισμό, έστω κι αν είναι κρυμμένος - σε άλλους από νωρίς φανερωμένος, σε μένα ακόμα θολός. Απευθύνομαι σε βιβλία, φαντασιώσεις, ασαφή όνειρα και διαισθήσεις, από καιρό μπλοκαρισμένα και στην ουσία εντελώς κατευθυνόμενα. Συμπεράσματα να βγούνε με την εις άτοπον απαγωγή. Διαβάζω για άλλες ζωές που προηγούνται, και άλλες που ίσως έπονται. Αυτό με ανακουφίζει.


Για τα βασικά πρόσωπα της ζωής μας που έχουμε συναντήσει άλλες πολλές φορές μέσα σε εκατοντάδες χρόνια. Αυτός που τώρα είναι ο άντρας μας και ήταν κάποτε ο πατέρας μας, η μάνα, ή ο γιός μας. Οραματίζομαι τους πιθανούς ρόλους που έπαιξαν οι αγαπημένοι μου. Μετά τις δύσκολες σχέσεις. Τι τους έχω κάνει και τι μου έχουν κάνει. Πόσο έχω πληρώσει και πόσο ακόμα χρωστάω. Κοιτάζω τη μητέρα μου χαμένη μέσα στην άννοια. Να το έχει διαλέξει άραγε αυτό; Ανάμεσα σε δυό ζωές, συνειδητά; Τώρα την κοιτάζω με κατανόηση. Θυμώνω λιγότερο για όσα δεν μου έδωσε. Μπορεί και να μου το χρωστούσε. Μπορεί κι’ εγώ να την είχα βασανίσει σε κάποιον άλλο τόπο και χρόνο, άγνωστο σ΄αυτή τη διάσταση, συγκεκριμένο σε κάποια άλλη. Και ο πατέρας της κόρης μου, που όταν τον πρωτοείδα ήξερα οτι θα πορευτούμε μαζί. Το ένιωσα ξεκάθαρα. Χρόνια μετά θα αναρωτιόμουν το γιατί. Ισως το παιδί μας, να μας διάλεξε για γονείς. Αυτό και μόνον.


Το βιβλίο μιλάει για λύσεις. Που πρέπει να δοθούν σε τούτη εδώ τη ζωή πριν να είναι αργά. Πριν ταξιδέψουν σε καταστάσεις παρόμοιες στις επόμενες, έως να εφαρμοστούν.
Για αγάπη και κατανόηση. Για θεραπεία. Με βολεύει αυτή η θεωρία. Με συγκινεί και με βολεύει. Μου απομακρύνει το χρόνο σε απόσταση ασφάλειας. Η ζωή αυτή φαντάζει μια ήσυχη γραμμή χαραγμένη στη μεγάλη λίμνη και τότε πονάει λιγότερο, μετανιώνει σπανιότερα, συγχωρεί ευκολότερα και πάνω απ’ όλα ελπίζει.
Η αγωνία του φθινοπώρου –ως μια καινούργια αρχή- μετριάζεται. Ο χρόνος κυλάει πιο αργά. Ο στόχος θα με συναντήσει. Η εντολή έχει δοθεί. Πολύ πριν κλάψω για πρώτη φορά στο μαιευτήριο. Οταν θα είμαι έτοιμη, τότε θα εμφανιστεί. Θα μοιάζει με σύμπτωση. Οπως όλα τα μοιραία στη ζωή πράγματα. Θα το καταλάβω αμέσως.