Wednesday 19 September 2007

Οτι θυμάμαι χαίρομαι


Πρώτη στάση ήταν η Μύκονος. Τέλη Ιουνίου. Οικογενειακά. Χωρίς nightlife, αλλά με υπέροχα μπάνια στη Λιά και μεσημέρια στο Φωκό με τη θάλασσα ανταριασμένη, ο βοριάς να μπαίνει από το παράθυρο της ταβέρνας με τα ξύλινα τραπέζια. Κλείνανε στις εφτά. Μετά μας άφηναν με το κρασί μας, φεύγοντας να κλείναμε τη μικρή πόρτα μη μπει καμμιά κατσίκα. Ησυχία.



Από την Εύβοια δεν θυμάμαι πολλά πράγματα παρά μόνο ότι πήγαμε να καούμε τρεις φορές σε ένα καλοκαίρι. Και τις τρείς η φωτιά πέρασε από πολύ κοντά. Ήταν παράξενο συναίσθημα. Καθόμασταν στο μώλο, ο ήλιος είχε κρυφτεί από τον καπνό. Κοιτάζαμε την παραλία που παίζαμε παιδιά να αχνοφαίνεται μέσα στους καπνούς, το σπίτι στην άκρη, το μοναδικό σπίτι εκεί μακριά που μας φαινόταν εκδρομή να πάμε να αχνίζει, ο κήπος του να καίγεται. Τώρα φαινόταν πολύ κοντά. Την άλλη μέρα το απόγευμα ακόμα κάπνιζαν δέντρα και θάμνοι, δεν μπορούσες να ανασάνεις. Οι τρεις βράχοι είχαν καεί. Δεν ξαναπήγαμε εκεί για μπάνιο φέτος.



Στον Βόλο ήμουνα κουμπάρα. Φτάσαμε την παραμονή του γάμου βραδάκι. Ηταν το τραπέζι των συγγενών. Ξεφορτώνοντας τα πράγματα στη ρεσεψιόν κάτι έλειπε. Ηταν η βαλίτσα μου. Είχε μείνει στην Αθήνα. Φορούσα ένα σορτσάκι τζήν με ξέφτια και ένα μπλουζάκι με τιράντες. Ηταν Τετάρτη βράδυ. Ολα τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Μισή ώρα αργότερα πήγαμε στο τραπέζι, μία ώρα καθυστερημένοι. Φορούσα ένα παρεό που είχα αγοράσει σε ένα μαγαζί με τουριστικά, σημαίες, τσολιαδάκια.
Την άλλη μέρα άργησα πέντε λεπτά. Πίναμε κάτι τσίπουρα και γιορτάζαμε την άφιξη της βαλίτσας. Ο γάμος ήταν πολύ ωραίος. Στο δημαρχείο, σε μια πλατεία με πλατάνια σε ένα χωριό έξω από τον Βόλο, με ζέστη ανυπόφορη. Σ΄ ένα μπάρ με ευκάλυπτους πάνω στη θάλασσα ανταλλάξαμε όρκους αιώνιας φιλίας. Το διαλύσαμε στις πέντε. Την άλλη μέρα φεύγαμε για Πήλιο.




Στον Κισσό Πηλίου ξύπνησα την τρίτη μέρα τα ξημερώματα από τη βροχή. Σηκώθηκα και κοίταξα από το παράθυρο. Είχε ομίχλη φοβερή. Πέρα από τα πρώτα δέντρα δεν έβλεπες τίποτα. Η θάλασσα ήταν άφαντη. Το νερό έπεφτε με ορμή από τις στέγες στα λούκια και μετά στο δρόμο, κάνοντας τον χαρακτηριστικό του θόρυβο. Το πρωί η βροχή είχε σταματήσει. Τα πλατάνια θρόιζαν απαλά, ο ήλιος ξεμυτούσε που και που. Μέχρι να μαζέψουμε τα πράγματα ήταν πάλι καλοκαίρι.



Σε δυαδικό σχήμα εκεί κάπου στη μέση του Αυγούστου. Βρέθηκα επιτέλους. Οικογένεια και υποχρεώσεις πριν και μετά. Πυρετός και δέκατα. Ρακόμελα στο καφενείο Φολέγανδρος. Μπάνιο στο Λιβαδάκι. Οι μέρες που περνούσαν. Sudoku και σιωπή. Να αφουγκραστούμε την ηρεμία. Εξω από την Αστάρτη το βράδυ όλοι μαζί γνωστοί άγνωστοι, τραγουδιστές χωρίς μουσική. Κάποιος έριχνε μια ζεμπεκιά πιο πέρα. Μετά στον φούρνο και τέλος στο δωμάτιο τα μάτια να κλείνουν και ένας βραχνοκόκκορας να προσπαθεί να καλωσορίσει την αυγή. Οι μέρες περνούσαν, το πρόγραμμα έμενε ίδιο. Ο χρόνος μετρούσε αλλιώς. Εγώ μετρούσα τα λάθη. Και τα σωστά, καμμιά μέρα που τα πράγματα και οι καταστάσεις χωρούσαν κάτω από τα δέντρα της πλατείας. Και η απαλή μουσική με έσπρωχνε να ψάξω το νόημα που με επιμέλεια κρύβεται χρόνια ολόκληρα πίσω από τα γεγονότα, εκείνα που δεν μπορείς να πεις αν τα διάλεξες ή σε διαλέξανε, το νόημα που κρύβεται πίσω από τον Γολγοθά τον προσωπικό του καθενός.
Τίποτα δεν βρήκα. Μόνο γύριζα τις σελίδες του βιβλίου, χάζευα τον κόσμο και μετέθετα τις μεγάλες σκέψεις μια μέρα μετά και μετά μια μέρα μετά, μέχρι πού έφυγα όπως είχα έρθει με το ίδιο καράβι, την ίδια ώρα και με τέσσερα μποφόρ, με τις ίδιες απορίες και σχεδόν την ίδια κούραση.




Κάπου μακριά χάνονται στο μυαλό μου κουβάρι οι εικόνες. Ανακατεμένες λιακάδες και δροσερά βράδια. Πιο σωστά αποτυπωμένα στη γεμάτη μνήμη της μηχανής μου περιμένουν να εκτυπωθούν. Σύντομα. Πρέπει να ταξινομήσω τις φωτογραφίες. Και τις παλιές. Και τις πιο παλιές. Ακόμα και του γάμου μου πρέπει να τακτοποιήσω σε άλμπουμ. Τέσσερα χρόνια μετά το διαζύγιο.



Πρέπει να μαζέψω τα αποδεικτικά στοιχεία της ζωής μου. Αυτά που δείχνουν πέρα από κάθε αμφιβολία οτι έζησα.