Thursday 31 May 2007

True faith

Στους κύκλους της ζωής καμμιά φορά συμβαίνει να είσαι δύσθυμος, κι αυτό να μην ακολουθεί καμμιάν αιτία. Μπορεί να είναι οι τελευταίες συμπτώσεις, μπορεί να είναι σκέψεις που γίνονται αυτόματα σε βαθύτερα στρώματα, μπορεί να είναι απλώς διαπιστώσεις, φόβοι, ανασφάλειες που βρήκαν πρόσφορο έδαφος. Μπορεί και να μην είναι τίποτα απ΄όλα αυτά, παρά μόνο κούραση και πάλι κούραση. Αυτοί οι μικροί αυτοτελείς κύκλοι που δημιουργούνται από μια σπίθα, συχνά άγνωστη, ένα πρωινό που τίποτα το διαφορετικό δεν έχει - εξελίσσονται σε ασαφείς ιστορίες νομοτελειακά γραμμένες να έχουν μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος για τα οποία είσαι τελείως –ή σχεδόν- αμέτοχος. Η διήγηση αρχίζει από το πρόσφατο παρελθόν, ή λίγο πιο πίσω, καμμιά φορά χάνεται σε παλιά χρόνια και ακολουθεί τυχαίες εξιστορήσεις, συνδέει άσχετα γεγονότα, καταλήγει σε γνωστές διαπιστώσεις, ή αέναα ερωτήματα. Ο συνδετικός κρίκος είσαι εσύ. Καλύτερα η διάθεσή σου –αυτό το υποκειμενικό συναίσθημα που χαμαιλεοντίζει.



Κάπου εκεί συναντάς κάποιον. Σου είναι σχεδόν άγνωστος. Διανύεις ήδη την πέμπτη μέρα που πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι σου. Ο κάποιος δεν ξέρει τίποτα. Ούτε και φαντάζεται. Η αρχή της συνομιλίας είναι τυπική. Τυπικά κι’ εσύ ακούς -από ευγένεια συμμετέχεις. Λέει «όλα θα πάνε καλά, σε σκεφτόμουν», μοιάζει ο άνθρωπος που ξέρει, κοιτάζεις το κενό σαν πρόκειται να σου φέρει απαντήσεις, «έχω διαίσθηση οτι τα άσχημα είναι πίσω, τέλος τα προβλήματα, από εδώ και μπρος όλα θα είναι αλλιώς». Κοιτάζεις τα μάτια του. Τίποτα δεν σου λέει οτι ψεύδεται, τίποτα οτι γνωρίζει. Κάτι περισσότερο από εσένα. Κοιτάζεις εκεί ανάμεσα από τα φρύδια σαν αυτός να είναι ο τόπος της αλήθειας. Τίποτα δεν υπάρχει. Είναι μια στιγμή. Που σου προσφέρθηκε από το σύμπαν. Ή ένα τυχαίο περιστατικό. Που μπορείς να το ερμηνεύσεις κατά βούληση. Ο λογικός εαυτός σου καγχάζει.



Λίγη ώρα μετά ο ουρανός παύει να είναι τόσο μουντός. Η βροχή δεν σε ρίχνει. Η εσωτερική ιστορία στριμώχνεται στην έξοδο ενός κινηματογράφου. Το σύμπαν συνωμότησε για αυτή τη συνάντηση, για αυτό το μήνυμα που έπρεπε να σου σταλεί, ή η δική σου ενέργεια και πράξεις το κατέστησαν πραγματοποιήσιμο; Πώς η αυθαίρετη εικασία ενός ανθρώπου είχε τέτοια επίδραση μέσα σου;
Ενώ οι ερωτήσεις πλανώνται η βροχή έχει σταματήσει. Οι ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που σου δόθηκαν ήταν –για σένα- κάτι παραπάνω από επαρκείς. Το καλοκαίρι πλησιάζει. Αναρωτιέσαι σε ποιόν προορισμό θα ταξιδέψεις. Και αν είναι της μόδας το περσινό σου μαγιώ.

Sunday 27 May 2007

Για την Αμαλία

Δυό λόγια για την Αμαλία που έφυγε την Παρασκευή από τούτη τη ζωή.
Από την ώρα που το έμαθα σκεφτόμουν πόσο σημαντική ήταν για κείνην η αποκάλυψη της ιστορίας της μέσα από το blog της και στη συνέχεια η κοινοποίησή της από τον ένα μπλόγκερ στον άλλον. Τα εκατοντάδες σχόλια που της άφησαν και η θαλπωρή που αισθάνθηκε τις τελευταίες της μέρες. Δημιουργώντας μια σχέση που δεν πρόλαβε να πάρει όνομα και κατεύθυνση. Σκέφτηκα ακόμα πόσα χρόνια ταλαιπωρήθηκε για να καταλήξει λίγο καιρό μετά την δημοσιοποίηση της ιστορίας της, σαν ο Θεός να της όφειλε αυτήν την ηθική αποκατάσταση. Μια δικτυακή γνωριμία που πρόλαβε άλλους να τους αγγίξει πολύ, άλλους λιγότερο, μα σε όλους να γίνει αισθητή.Το συγκλονιστικό για μένα ήταν ότι τη μιά στιγμή η ίδια ήταν εκεί, έστω και εξουθενωμένη από τις χημειοθεραπείες, να απαντάει σε σχόλια και την άλλη μέσω κάποιου τρίτου να μας ανακοινώνεται ο θάνατός της. Ηταν ένας θάνατος σχεδόν on line, δεν μου φτάνουν τα λόγια για να περιγράψω αυτό που θέλω να πω. Τα σχόλιά της δεν πρόκειται να τα ξαναδιαβάσει, ούτε και να απαντήσει. Το μόνο που θα μείνει εκεί είναι η τραγική της ιστορία αξιοπρεπώς περιγραφόμενη από την ίδια, το αποτύπωμα που άφησε στον καθένα μας, μερικά ονόματα γιατρών, και ο τίτλος του τελευταίου της πόστ στις αρχές Μαίου: «Τα 15 λεπτά του Γουόρχολ να αφήσουν βάση».
Καλό ταξίδι Αμαλία.

Thursday 24 May 2007

Αστικά τοπία

Εκτελώ για δεύτερη φορά το ίδιο δρομολόγιο. Περπατάω ευθεία –δεξιά μετά προς τα κάτω, πάλι ευθεία, αντίθετα με το πρωί που ήταν δεξιά, αριστερά ευθεία και αριστερά, επιστροφή. Ενα δέντρο έχει ανθίσει μωβ λουλούδια, το βλέπω από το μπαλκόνι μου. Η μπόρα τα έχει χιονίσει στις σκεπές των αυτοκινήτων. Προσπαθώ να το φωτογραφήσω. Στις 8.00. Στέκομαι στη μέση του δρόμου. Ενα σχολικό θέλει να στρίψει αλλά με περιμένει να τελειώσω. Τώρα βαδίζω από το φανάρι στη διάβαση, απέναντι. Η μυρωδιά της θάλασσας τα σκεπάζει όλα. Δεν ξέρω αν αγαπώ τη συγκεκριμένη μυρωδιά. Περπατάω. Κοιτάζω πάντα με την ίδια περιέργεια τα βράχια, τις πράσινες επιφάνειες που έχουν εγκατασταθεί πάνω τους, τα κύματα που τις ξεπλένουν, κάμποσα σκουπίδια, φύκια. Μερικοί κολυμπούν.



Ο καιρός είναι βροχερός. Αυτές τις μέρες ξημερώνει σούρουπο. Φυσάει. Ενας κύριος συνταξιούχος κάθεται μόνος στο στρογγυλό ξύλινο κιόσκι. Φοράει ελαφρύ μπουφάν, αυτό των συνταξιούχων, και γυαλιά. Ενας άστεγος πιο κεί σκύβει και κόντρα στον αέρα προσπαθεί να ανάψει ένα τσιγάρο. Πιο πολύ φοβάμαι τη βρωμιά από τα ρούχα του. Σε ένα άλλο κιόσκι συνωστισμένοι από την πιθανότητα βροχής, ηλικιωμένοι έχουν στήσει παρτίδες τάβλι. Ή γεμίζω τον χρόνο μου. Μετά τα 35 ο χρόνος περνάει πιο γρήγορα μου είπε προχτές η Γ. Την ώρα που μου έκανε το σφράγισμα. Το τραμ περνάει από μπροστά μας. Ενα ζευγάρι μεσόκοπων παίζει ρακέτες. Κάτω από τις γραμμές του τραμ, δίπλα σε μια μικρή θυμωνιά από καλάμια, σ’ ένα παγκάκι ντυμένο με κοχύλια, απέναντι από τα ντους, ένα βήμα από το κιόσκι των γέρων, εκεί που το βράδυ βολτάρουν αρουραίοι.



Κοιτάζω την παραλία. Την άμμο βρεγμένη από τη νυχτερινή βροχή. Πώς μ’ αρέσει η βρεγμένη άμμος! Χειμώνα. Και καλοκαίρι ακόμα περισσότερο. Πάσχει από μελαγχολία. Εκ γενετής. Αυτό θα έβλεπε κάποιος αν αγνοούσε τα παιδικά μου ρούχα. Χτες στο σούπερ μάρκετ ένας βουβός λυγμός βρήκε δρόμο προς τα μάτια μου. Σκέφτηκα να τον αφήσω, όμως εκείνη την ώρα, στον ίδιο διάδρομο με τις οδοντόκρεμες, συνάντησα έναν γνωστό. Τον κατάπια και χαμογέλασα. Λίγα λεπτά αργότερα επέστρεψε μέσα στο ασανσέρ. Εσπρωξα το καρότσι στο ταμείο νούμερο τρία. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει.



Στις παραλίες, εκεί στο υγρό χώμα με φέρνουν πάντα τα βήματά μου. Τα λυπημένα μου βήματα. Χειμώνα – καλοκαίρι. Στην πόλη ή στην εξοχή. Αυτοί οι μοναχικοί περίπατοι έχουν μέσα μου δημιουργήσει ένα άλμπουμ με στιγμιότυπα προσωρινού θρήνου. Είναι αστείο. Φέρνει κανείς στο μυαλό του τη θάλασσα με ήλιο, τις παραλίες με γέλια και παρέα. Εγώ μπορώ να τις απαριθμήσω όλες. Με κριτήριο τη σοβαρότητα και τη διάρκεια, μπορώ λεπτομερώς να τις επισκέπτομαι. Με βροχή ή συννεφιά, με αέρα λίγο ή πολύ, έρημες ή με λίγο κόσμο, μόνη μου ή με παρέα.
Και σήμερα. Στη δεύτερη διαδρομή τις ξανασυνάντησα. Ισως έχουν μια φυσική θαλπωρή.



Στέκομαι στη διάβαση με το κομβίο. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Διασχίζω τη λεωφόρο ανάμεσα στα αυτοκίνητα που κινούνται με χαμηλή ταχύτητα. Ανεβαίνω την ανηφόρα προς το σπίτι. «Κυρία Παπαευθυμίου!», μια φωνή διακόπτει τις σκέψεις μου. Γυρίζω. Είναι μια κυρία στη μέση του δρόμου, όρθια, το ένα πόδι της είναι ακόμη μέσα στο αυτοκίνητο. «Κυρία Παπαευθυμίου» φωνάζει «εδώ δεν μένει;». Κάποιος κάτι της απαντάει. Η περιέργειά μου δεν διαθέτει άλλον χρόνο. Επιταχύνω το βήμα μου. Γυρίζω το κεφάλι και κοιτάζω για μια στιγμή πίσω. Στο βάθος καράβια εκτελούν δρομολόγια από και προς τα νησιά. Προκαθορισμένα. Μέσα στο γκρίζο της θάλασσας, στη θολούρα της βροχής, στο ζαλισμένο μου μυαλό, ίσα που ξεχωρίζουν.

Monday 21 May 2007

Μη διατηρητέο

Κοίταξα τα μάτια μου στον καθρέφτη. Αναρωτήθηκα αν μοιάζουν με της κόρης μου και τα δικά μου με της μητέρας μου για την οποία μιλούσα, ώρα αρκετή, στο παιδικό πάρτυ. Οδηγώντας τους ήσυχους κυριακάτικους δρόμους, δέκα και μισή το πρωί, το πρόσεξα και φρέναρα. Ενα προκάτ σπιτάκι, ένας τεράστιος κάδος για μπάζα και δύο χημικές τουαλέτες γέμιζαν το πεζοδρόμιο. Ισως το τελευταίο αρχοντικό σε αυτόν τον δήμο, το τελευταίο στολίδι – κυκλωμένο από πολυόροφες πολυκατοικίες. Κάθισα εκεί, μέσα στο αυτοκίνητο κλείνοντας την ανύπαρκτη κυκλοφορία και το κοιτούσα.



Ακατοίκητο εδώ και χρόνια, πρώτη φορά έμοιαζε αδειανό. Τα παράθυρα του ορόφου ήταν ανοιχτά, πλέον κανείς δεν θα ξανακατοικούσε. Τελείως κενό. Στον κήπο –τον πάντοτε φροντισμένο- είχε ήδη δημιουργηθεί ένα βουναλάκι από ξύλα –πιθανόν τα πατώματα να ήταν. Σφίχτηκε η καρδιά μου. Η αποψίλωση ενός μεγαλείου. Στη χώρα που τίποτα όμορφο δεν έχει ταμπέλα προστασίας. Μη διατηρητέο. Ούτε ιστορία, ούτε αισθητική, ούτε αρχιτεκτονική αξία. Μόνο ένα στρέμμα οικόπεδο. Ακόμα και οι εφοπλιστές ενδίδουν.
Μια φίλη προσπαθούσε χρόνια να τους πείσει να της το νοικιάσουν για παιδικό σταθμό. Δεν ενδιαφέρονταν. Δεν είχαν ανάγκη. Ομως όλα έχουν την τιμή τους όπως φαίνεται καθαρά. Ανέγερση πολυτελούς κατασκευής. Αντισεισμικής. Με πάρκιγκ και αποθήκες. Πίσω μου είχε σταματήσει ένα αυτοκίνητο. Οχι, δεν κόρναρε κανείς. Ενας κύριος πεζός είχε σταματήσει στο πεζοδρόμιο. Ανταλλάξαμε ένα δυό λυπημένες διαπιστώσεις. Εβαλα μπρος και ξεκίνησα για το πάρτυ.



Υστερα φάγαμε κάτω από ένα πλατάνι στο κέντρο της Αθήνας. Με ψιλόβροχο και λίγη ψύχρα. Το ηλεκτρονικό παιχνιδάκι της κόρης μου, το ταμαγκότσι, έγινε αγγελάκι. Υστερα ξαναγεννήθηκε με άλλο όνομα. Νωρίς το βράδυ γυρίσαμε στο σπίτι.
Κοιμήθηκα σχεδόν αμέσως. Στις πέντε ξύπνησα από αλλόκοτες εικόνες. Κάτι κοτόπουλα –τέσσερα τον αριθμό αναζητούσαν ψύξη, η μορφή της μητέρας μου, ανεγέρσεις οικοδομών στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο η μία σχεδόν δίπλα στην άλλη. Προσπάθησα να ξανακοιμηθώ. Κατασκευάζοντας σχεδιαγράμματα ονείρων. Ηταν όλα ευτελή.



Σήμερα επέστρεψα εκεί. Είχα μια τελευταία φωτογραφία στη μηχανή. Οι εργάτες ξηλώνανε το κάθε τι. Τα σφυριά ακούγονταν παντού. Ενας τύπος με κινητό μιλούσε ακατάπαυστα για κάτι προσφορές. Μπήκα στον πειρασμό να ζητήσω να με αφήσουν να μπω μέσα. Δεν το ΄κανα. Φοβήθηκα το θέαμα. Τον βιασμό των ιδιωτικών αυτών χώρων. Τα εντόσθια του σπιτιού σε πλήρη θέα. Εβγαλα μια φωτογραφία. Από την πλευρά που έχει τα δέντρα. Για να μην φαίνεται στο κάδρο το βουνό των υλικών.



Το σπίτι αυτό ήταν κατά κάποιον τρόπο και δικό μου. Φιλοξένησε πολλές από τις ονειροπολήσεις μου, εικόνες χαμένες σε άλλες εποχές που ήθη και εθιμοτυπία μου ήταν πιο προσφιλή. Χτες, είπα στην κόρη μου να το κοιτάξει καλά. Κάτι πρόσθεσα και για το κέρδος. Λένε οτι μετά τα πέντε έχεις πλήρη μνήμη.

Saturday 19 May 2007

Προυστοφύλλη

Μετά από πρόσκληση της αγαπητής σπιτόγατας (την ευχαριστώ) απαντώ στις ερωτήσεις που απάντησε ο Προύστ:


1. Η απόλυτη ευτυχία για σας είναι;


Σύντομη.


2. Τι σας κάνει να σηκώνεσθε το πρωί;



Η περιέργεια.


3. Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια;


Τελευταία δεν γελάω πολύ.



4. Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας είναι;


Η ανασφάλεια.


5. Το βασικό ελάττωμά σας;


Η υπερβολή.


6. Σε ποια λάθη δείχνετε μεγαλύτερη επιείκεια;


Σε αυτά που συνοδεύονται από ειλικρινή συγγνώμη.



7. Με ποιαν ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεσθε περισσότερο;


Με την Καλάμιτυ Τζέιν.


8. Ποιοι είναι οι ήρωές σας σήμερα;


Οι άνθρωποι που οι δυστυχίες τους κάνουν καλύτερους.


9. Το αγαπημένο σας ταξίδι;


Του μυαλού.


10. Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;



Η ζωή και ο Θεός.


11. Ποιαν αρετή προτιμάτε σε έναν άνδρα;


Να είναι gentleman.


12. ... και σε μια γυναίκα;



Να είναι επιθυμητή. Μέσα και έξω.



13. Ο αγαπημένος σας συνθέτης;


Ο Χατζιδάκης.


14. Το τραγούδι που σφυρίζετε, κάνοντας ντους;



Δεν σφυρίζω.



15. Το βιβλίο, που σας σημάδεψε;



Εγκλημα και τιμωρία.


16. Η ταινία, που σας σημάδεψε;


Τα φτερά του έρωτα.


17. Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;


Ο Τιτσιάνο.


18. Το αγαπημένο σας χρώμα;



Βαθύ μπλέ σχεδόν μαύρο.


19. Ποια θεωρείτε μεγαλύτερη επιτυχία σας;


Το παιδί μου.


20. Το αγαπημένο σας ποτό;


Ουίσκυ με πάγο.


21. Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;


Γι’ αυτά που δεν έκανα.


22. Τι απεχθάνεσθε περισσότερο απ' όλα;


Την καταπίεση.


23. Όταν δεν γράφετε, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;


Σκέφτομαι.


24. Ο μεγαλύτερος φόβος σας;


Ο πόλεμος. Και η μοναξιά.


25. Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;


Των μικρών κατά συνθήκη.


26. Ποιο είναι το μόττο σας;


Οτι δίνεις παίρνεις.


27. Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;


Στον ύπνο μου και χωρίς ταλαιπωρία για τους άλλους.


28. Εάν συναντούσατε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;


Τι ενναλακτικές είχα.


29. Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεσθε αυτό τον καιρό;


Παφλασμού.



Προσκαλώ όποιον θέλει να απαντήσει.

Thursday 17 May 2007

Το ταξίδι ενός μπρόκολου

Το βράδυ ήρθε πιο νωρίς. Ορμησε στο σπίτι την ώρα που χτύπησε το τηλέφωνο. Κι΄άλλες κριτικές και διεκδικήσεις. Υπέστην. Θύμωσα. Άρχισα να φτιάχνω σπανακόπιτα. Στις 10 και μισή. Εβγαλα το σπανάκι από το ψυγείο. Μερικά φύλλα –από τον καιρό- είχαν πάρει να κιτρινίζουν στις άκρες. Τα καθάρισα. Τα έπλυνα πολλά νερά. Καθ’ ένα ξέπλενε και περισσότερο τον θυμό μου. Τα άχνισα. Καθάρισα τα φρέσκα κρεμμυδάκια και έκανα ένα τσιγάρο. Πήρα να πλύνω τα σέσκουλα ένα- ένα κάτω από τη βρύση. Μέσα στην ησυχία ένας ρυθμός ήρθε στ’ αυτιά μου. Ηταν το δεξί σιφόνι. Απουσία ροής παρήγαγε ρυθμικούς ήχους. Στο αριστερό έτρεχε το νερό. Ακουγόταν κάτι από σιγανά τύμπανα χωμένα σε βαθιά ζούγκλα. Αφουγκράστηκα και έσπρωξα πιο κει το τρυπητό.



Στο συρτάρι του ψυγείου βρήκα τον άνιθο και ένα γέρικο μπρόκολο, παραιτημένο από κάθε φιλοδοξία. Το στέλεχος ήταν ακόμα πράσινο, όμως το κεφάλι είχε κιτρινίσει κάτω από το σελοφάν. Το πέταξα στη σακούλα με τα υπόλοιπα άχρηστα ζαρζαβατικά.
Που με έκανε να σκεφτώ πως μια πίτα έχει μια σακούλα λαχανικά απορρίματα. Εδώ, στην πόλη, θα κατευθυνθούν στους σωρούς των σκουπιδιών της χωματερής. Χωρίς ιδιαίτερη μεταχείριση, θα ανακατευτούν με πλαστικά μπουκάλια, χαρτιά τουαλέτας, κονσέρβες αιχμηρές, αποφάγια σε αποσύνθεση, περιτυλίγματα από έτοιμο φαγητό και πάνες. Οι γλάροι θα τα αγνοήσουν. Ο αέρας και η βροχή θα τα ξεπλένουν μέχρι να χωνευτούν. Κάποια από αυτά θα ξαναγυρίσουν στο χώμα. Που βρίσκεται σε βάθος δύο πολυκατοικιών. Μακρύ ταξίδι. Δεν θα τα καταφέρουν ποτέ. Θα κείτονται εκεί μαζί με τα άλλα απορρίματα. Αυτά, το νόστιμο φαγητό πολλών μυρηκαστικών.



Εβαλα την πίτα στο φούρνο. Εβαλα το μικρό ρολόι. Σαρανταπέντε λεπτά αργότερα. Το πήρα μαζί μου στο μέσα δωμάτιο και άρχισα να διαβάζω. Η ενασχόληση με την κουζίνα, όπως κάθε τι που απαιτεί χειροναξία, κατευνάζει τα πάθη. Κατευθύνει το κέντρο της προσοχής από τον εγκέφαλο στα χέρια, στην προκειμένη στην κοπή, στο πλύσιμο, στις αναλογίες των υλικών, στο άχνισμα, στο στρώσιμο του φύλλου, στη θερμοκρασία του φούρνου.
Σκέφτηκα πως ίσως αυτός είναι ο λόγος που στα χωριά οι άνθρωποι είναι πιο ήρεμοι. Μέχρι να διαπράξουν κάποιο έγκλημα, είναι η αλήθεια.

Wednesday 16 May 2007

Μιά περιττή απώλεια

Σιδέρωνα το κόκκινο πουκάμισο. Σκεφτόμουν πως το σπρέι δαμάζει τις ανυπότακτες ίνες φτιάχνοντας στιλπνές επιφάνειες –πρώτα την ανάποδη της μανσέτας και μετά την καλή. Χαμένες ώρες νοικοκυροσύνης. Χαμένες από τί;
Αναλογίστηκα το υποχρεωτικό του σιδερώματος – ποιός θέλει να είναι τσαλακωμένος; τα εννέα πουκάμισα στην ουρά, το αδειανό μερικών ημερών. Αν και θυμήθηκα δυό τρείς αναγνώσεις (τη μία χτές βράδυ που έκαψα το φαγητό). Θυμήθηκα και το περιστατικό, προχτές, με την χαμένη τσάντα του ωδείου, που δεν έγινε αντιληπτό πριν το επόμενο μάθημα. Ενα γρήγορο φλας μπακ ξεκαθάρισε το τοπίο. Στην διπλανή καρέκλα της καφετέριας που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου. Εκεί την είδα τελευταία φορά.



Το μάθημα -χωρίς βιβλίο- ακυρώθηκε, εγώ αυτοκατηγορήθηκα για αμέλεια και απροσεξία, χώρια τις μέρες που δεν το είχα πάρει είδηση. Στην καφετέρια, που ρώτησα, μου είπαν οτι την είχαν δεί. Μια ρόζ διάφανη τσάντα με ένα βιβλίο πιάνου, ένα πεντάγραμμο και μια κασετίνα, στρογγυλή, δερμάτινη με λίγους μαρκαδόρους. Είπαν «τώρα δεν μπορούμε να ψάξουμε», εγώ κοίταζα τη μηχανή του εσπρέσσο να αχνίζει. Η μυρωδιά του καφέ με έκανε για λίγο αφηρημένη. Χάζευα τα αδέξια χέρια του νεαρού. Υποσχέθηκαν να κοιτάξουν κάποια άλλη στιγμή.
Την επόμενη μέρα το πρωί, βεβαιώθηκαν: ναι, την είχαν δεί σίγουρα –ήταν εκεί σχεδόν μια εβδομάδα, όμως τώρα δεν υπήρχε πουθενά. Εψαξαν στην κουζίνα, στο πατάρι. «Κάποιος θα την πήρε» μου είπαν «πολλές φορές ξεχνάνε τέτοια πράγματα, εμείς άλλωστε τι να την κάνουμε;» Σαν επιχείρημα ήταν πειστικό, έτσι διέσχισα τον δρόμο ως το απέναντι βιβλιοπωλείο. Τα παράγγειλα όλα καινούργια.



Η απωλεσθείσα ροζ τσάντα με το μουσικό υλικό. Για ποιόν λόγο να την επιθυμήσει κανείς; Τι να κάνει μια μέθοδο πιάνου προπαρασκευαστική τεύχος δεύτερο; Ίσως μόνο αν έχεις το πρώτο τεύχος, αν έχεις κατά λάθος ξεχάσει κάτι κι άν το αναζήτησες και σου έδωσαν αυτήν, τη λάθος τσάντα και αποφάσισες να την κρατήσεις. Στο ίδιο ωδείο; Σημαδεμένο βιβλίο από ημερομηνίες μελέτης. Ενός άλλου παιδιού η πρόοδος. Μήπως τελικά απλώς πετάχτηκε; με διαβεβαίωσαν πως όχι. Τότε τι απέγινε;


Τα καινούργια πράγματα θα έρθουν σήμερα στο βιβλιοπωλείο. Το μάθημα της Τετάρτης θα γίνει κανονικά. Αν μια μέρα η τσάντα βρεθεί, ο χρόνος θα έχει καταστήσει την ύπαρξή της περιττή. Μια περιττή απώλεια. Ανεξιχνίαστη.

Monday 14 May 2007

Αναζητώντας τους χαμένους τίτλους

Βόλτα στην έκθεση βιβλίου νωρίς το απόγευμα στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου με τον ήλιο δυνατό να εμποδίζει τα μάτια. Οι λέξεις τυπωμένες, διαθέσιμες να περιμένουν. Προσπερνάς και διαβάζεις. Αγγίζεις και φυλλομετράς. Πού βρίσκονται τα βιβλία που συνόδευσαν την πορεία σου, αναρωτιέσαι. Στην οικογενειακή βιβλιοθήκη μπερδεμένα απο την αυθαίρετη ταξινόμηση κάποιου άλλου ή καταχωνιασμένα στα άλλα σπίτια που δημιούργησαν οι ενηλικιώσεις μας; Τίτλοι που έρχονται στο νου, ο ένας μετά τον άλλον κουβαλώντας το άρωμα των καταστάσεων που ίσχυαν στην ανάγνωσή τους. Να πάρω και αυτό. Και εκείνο. Είναι πολλά και ανταγωνίζονται τα καινούργια. Την ύπαρξή τους, στις παλιές βιβλιοθήκες, δεν μπορείς πια να πληροφορηθείς. Είναι χαμένη μαζί με τους κατόχους τους. Μια λίστα του μυαλού μόνο έχει μείνει να σου θυμίζει τις ακριβείς θέσεις, στα ράφια, τα παλιά εξώφυλλα που τώρα έχουν αλλάξει. Αυτά θυμάσαι και προσπαθείς να εντοπίσεις στα εκδοτικά περίπτερα. Ενα ταξίδι με αφετηρία τις λέξεις. Που θέλεις να ξανακάνεις με επιμέλεια. Η ανάγκη για ταξινόμηση και απολογισμό το υπαγορεύουν. Στα δικά σου ράφια να προστεθούν με την σειρά του επηρεασμού, της σημαντικότητας ή απλώς αλφαβητικά. Ξαναγοράζεις μερικά και μέσα σου γεννιέται η αγωνία. Αραγε θα είναι όπως την πρώτη φορά; Θα έχουν την ίδια επίδραση; Θα σε παθιάσουν ή θα σε συγκινήσουν το ίδιο; Ή με τα χρόνια πάλιωσαν; αυτά ή οι δικές σου συνήθειες;
Παραπαίεις ανάμεσα στις αναμνήσεις των αναγνώσεων και την χαρά του καινούργιου.
Αγοράζεις κι’ απ’ τα δύο.



Προχθές είχα πάει σε μια βάφτιση. Αφού βούτηξαν το μωρό στην κολυμπήθρα το έντυσαν με συνθετικά υφάσματα αμφίβολης αισθητικής και έντονης κατσαρότητος. Η μπομπονιέρα ήταν ένα μικρό βαζάκι μακρουλό με κερί χυμένο σαν ζελέ και κοκκινορόζ χρώμα, ανακατεμένο με λίγα ανθάκια. Ευχήθηκα -και στο μυαλό μου απαριθμίστηκε αυτόματα ο χρόνος. Ο χρόνος που πέρασε από την ημέρα της βάφτισης της κόρης μου. Ο χρόνος που φάνηκε τόσο σύντομος, κι’ ας έχει με ακρίβεια προστεθεί στα χρόνια μου. Ο τόπος που μοιάζει τόσο μακρινός και οι καλεσμένοι μας που πια δεν συναναστρέφομαι.
Ακολούθησε γλέντι που δεν παρακολούθησα. Και μια θεία που είχα καιρό να δώ, αφού με περιεργάστηκε με θέρμη, δεν βρήκε τίποτα να με προσβάλει. Οχι δεν έχει αλλάξει, απλά είχε περισσότερη ζέστη από το κανονικό και την είχε καταβάλλει. Ο συγγενής εξ αίματος βρισκόταν λίγο μακριά μου. Αυτός δεν ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν μιλήσαμε.



Αργότερα με φίλους είδαμε την Γιουροβίζιον. Το κακό ελληνικό τραγούδι μου φάνηκε πιο συμπαθητικό. Ηταν γιατί πλαισιωνόταν από τα άλλα. Η θεωρία της σχετικότητας. Πιο πολύ μου άρεσαν τα ρούχα. Ηταν του Γαβαλά.
Και της Ρίας Κούρτη.

Friday 11 May 2007

Ακούω - βλέπω στις 10 Μαίου

Είδα το πρωί στις 8.00 που πήγαινα στο τραμ να πάρω την Athens voice, μια τραβεστί με μίνι, ψηλοτάκουνες μπότες και κουρασμένο βλέμμα, μάλλον να επιστρέφει από τη δουλειά της στο σπίτι. Και την συμπόνεσα.


Ακουσα στο κομμωτήριο πως υπάρχουν μητέρες που μετά το διαζύγιο εγκαταλείπουν τα τρία μικρά παιδιά τους στον πατέρα, ξαναπαντρεύονται και κάνουν άλλα δύο. Μετά βρίσκουν και γκόμενο. Εντυπωσιάστηκα.


Είδα την Πάνια χτές βράδυ να λάμπει απαστράπτουσα μέσα στον κήπο του καλού και του κακού. Και δεν τη ζήλεψα.


Ακουσα πως ο εγωισμός θολώνει ακόμα και τα αυτονόητα. Και το πίστεψα.


Βλέπω πως τα παιδιά χωρισμένων γονιών δεν είναι προβληματικά. Οι γονείς τους είναι.


Είδα μια κινέζικη πορσελάνινη κούκλα να περπατάει στην 3ης Σεπτεμβρίου. Ηταν τόσο παράταιρη.


Ακουσα πως το Σαββατοκύριακο θα έχει 30 βαθμούς. Πήγα και έψαξα για τα βατραχοπέδιλα.


Είδα στη εφημερίδα πως για ένα δολοφόνο οι τύψεις είναι η χειρότερη τιμωρία. Και χάρηκα.


Είδα πολύ κόσμο στο σταθμό του μετρό Ακρόπολη και ένα εξώπλατο στο σταθμό Σύνταγμα. Και κατάλαβα πως ήρθε το καλοκαίρι.

Wednesday 9 May 2007

Λαθραίες ακροάσεις ή στο βάθος κήπος

Την ανάγνωση της ζωής την ορίζει ο καθένας μας. Κεφάλαιο – κεφάλαιο. Και βγάζει τα συμπεράσματα του. Ενίοτε του δημιουργούνται απορίες και ερωτηματικά. Μικρές ιστορίες καθημερινότητας με σύνθετη η απλή πλοκή απαρτίζουν το σύνολο. Μερικές έχουν ήδη ολοκληρωθεί. Αλλες παραμένουν εκκρεμείς.



Εσύ, ο παρατηρητής, αποφασίζεις τον τρόπο αποθανάτισης των γεγονότων. Εστιάζοντας κοντά ή μακριά, ανάλογα πού θα τοποθετηθείς. Οσο πιο μεγάλο είναι το ζουμ τόσο πιο πολύ όλα μεγεθύνονται. Μοιάζουν γριφώδη κι΄ας μην είναι τόσο. Πολλά μοιάζουν άλυτα.



Αρχίζεις να σκέφτεσαι. Οι διαδρομές που κάνει το μυαλό σου για να φτάσει στις λύσεις όμως είναι πάντοτε ίδιες. Ιδιες και απαράλλακτες. Λες και δεν υπάρχουν άλλοι δρόμοι.
Ετσι, όλες τις φορές καταλήγεις στο ίδιο αποτέλεσμα - αφού πάντοτε ακολουθείς τα ίδια μονοπάτια- και λύση δεν υπάρχει. Συχνά ο λάθος δρόμος βρίσκεται εκεί στην αρχή -στα πρώτα βήματα της σκέψης σου. Ομως ποτέ σου δεν λοξοδρομείς. Σαν να έχεις ορκιστεί αιώνια πίστη.



Και αν αρχίσεις πάλι από την αρχή τα ίδια βήματα θα κάνεις. Ξέρεις ότι υπάρχουν κι’ άλλα μονοπάτια, μα η ασφάλεια του γνώριμου δεν σε αφήνει να τα εξερευνήσεις. Σηματοδότηση δεν υπάρχει. Ούτε κανείς άλλος για να ρωτήσεις. Τραβάς με ησυχία την πορεία σου. Και οι δρόμοι καταλήγουν σε αδιέξοδα. Και τις περισσότερες φορές σε αναγκάζουν να ξαναγυρίσεις στην αρχή. Οι καινούργιες ιδέες ελάχιστα ψιθυρίζουν, ούτε κι’ εσύ καλά – καλά δεν μπορείς να τις ακούσεις.



Μια μέρα –σε μια καφετέρια, στο κομμωτήριο, ή στο μετρό- μια τυχαία συζήτηση φτάνει στ’ αυτιά σου. Το θέμα της σου είναι αδιάφορο, οι πρωταγωνιστές άγνωστοι, τα συμπεράσματα ξένα, κι’ όμως εσύ μέσα σ’ αυτούς τους ήχους αναγνωρίζεις τη δική σου λύση. Φτιαγμένη από άλλα σκεπτικά, διατυπωμένη από άγνωστους ανθρώπους, συντεταγμένη με ξένες λέξεις, που δεν σου λένε απολύτως τίποτα.
Είναι η απόχρωση, το νόημα που αιωρείται πάνω από τις συλλαβές, αυτό που ξαφνικά φωτίζει άπλετα τα πάντα. Σαν κάποιος να παραφυλούσε τη δική σου ζωή, να τρωγόταν με τους δικούς σου γρίφους, να ίδρωνε με τα δικά σου γιατί.



Η διεργασία δεν είναι συνειδητή, όμως εσύ -στη μέση εκεί του πουθενά- μαρμαρώνεις και τότε και το τελευταίο κομμματάκι του πάζλ κουμπώνει τέλεια στη θέση του. Η ταχύτητα που διανύεις τον λαβύρινθό του νου σου εκτοξεύεται, η διαδρομή γίνεται συντομότερη από ποτέ. Στο βάθος δεν υπάρχει πια αδιέξοδο. Διακρίνεται μια πόρτα.



Το αν θα την ανοίξεις είναι ένα άλλο ζήτημα.

Tuesday 8 May 2007

Παλιοπράγματα, παλιοκαταστάσεις

Σήμερα πέρασε ο παλιατζής.
Με ένα παλιό ντάτσουν με ανοιχτή καρότσα. «Ολα τα παίρνω», φώναζε το μεγάφωνο, «αδειάζω τις αποθήκες σας, καθαρίζω τα άχρηστα, μαζεύω παλιούς καναπέδες, παλιά τραπέζια, παλιές καρέκλες, παλιές βιβλιοθήκες, παλιοπράγματα, παλιοψυγεία, παλιοπλυντήρια, παλιοκουζίνες»...

...παλιανθρώπους, παλιοκαταστάσεις...

Sunday 6 May 2007

Σαν τροβατόρε αλλοτινός

Χτες ξύπνησα μες τα κέφια. Εκείνη η απροσδιόριστη χαρά. Που δεν έχει επιχειρήματα ούτε και δικαιολογίες. Και που δεν διαφέρει στο παραμικρό από την προηγούμενη, σε γεγονότα. Μετά από λίγες ώρες, κοιτάζοντας την ημερομηνία, θυμήθηκα. Μια τέτοια μέρα πριν από 26 χρόνια πέθανε ο παππούς μου. Ζούσαμε μαζί στο ίδιο σπίτι όλη μας τη ζωή.



Αγαπημένοι. Οταν έφυγε υπήρχαν νύχτες που ξυπνούσα και πήγαινα στο δωμάτιο. Το ένα κρεββάτι ήταν άδειο, στο άλλο η γιαγιά δεν με έπαιρνε είδηση. Επέστρεφα με δάκρυα στον ύπνο μου. Στην κηδεία δεν πήγα. Πήγα κανα δυό φορές στο νεκροταφείο με λουλούδια και απορρυπαντικά και καθαρίσαμε με τη θεία μου τα μάρμαρα. Μετά πλήρωσα για το κασελάκι με τα οστά. Που βρίσκονται τώρα δεν ξέρω. Και ίσως δεν έχει και σημασία.



Θυμήθηκα τα χέρια του όταν ψιλόκοβε τα υλικά για την μαγειρίτσα το Πάσχα στη μικρή κουζίνα στην εξοχή, μια ιεροτελεστία εκτελεσμένη με επαγγελματική δεξιοτεχνία. Δεν ήθελε κανέναν εκεί, μόνο εγώ τρύπωνα και κοιτούσα χωρίς να του μιλάω. Τα Χριστούγεννα στόλιζε πάντα το δέντρο. Εβγαζα τις μπάλες από τα κουτιά και προσεκτικά του τις έδινα να τις κρεμάσει. Ηταν πολύ τιμητικό να είμαι ο προσωπικός του βοηθός, έδειχνε εμπιστοσύνη. Το καλοκαίρι στο εξοχικό κρεμούσαμε με τον ίδιο τρόπο μικρά πολύχρωμα γλαστράκια στα δύο δέντρα του μικρού κήπου και τα μαζεύαμε πάλι τον Σεπτέμβρη με τις πρώτες ψύχρες.



Θυμάμαι ακόμα μερικά ρετρό τραγούδια που τραγουδούσε, την κιθάρα από ξύλο τριανταφυλλιάς που έπαιζε και τις κασέτες με ηχητικά ντοκουμέντα που μαγνητοφωνούσε. Γιορτές, γεννέθλια, τις πρώτες λέξεις τις δικές μου και του αδελφού μου, το γλέντι του γάμου των γονιών μου - που όταν τις ξανάκουσα κόμπιασα από συγκίνηση. Και τις πολλές ιστορίες που διηγόταν, θυμάμαι, όλες με γλέντια και κιθάρες και παρλάτες που σκάρωναν συστηματικά οι δυό τους με τον μπατζανάκη του, που είχαν γνωριστεί παιδιά στον στρατό και παντρεύτηκαν δύο αδελφές, για να μην χωρίσουν ποτέ.



Και στον θάνατο,ακόμα, πέθαναν με μήνες διαφορά. Και τους καυγάδες τους δια ασήμαντον αιτίαν, να ορκίζονται οτι δεν θα ξαναμιλήσει ο ένας στον άλλον ποτέ, να αλλάζουν πεζοδρόμιο όταν συναντιόνταν στον δρόμο. Το καλοκαίρι, στην εξοχή, να κοιτάζονται αμίλητοι μέσα από τις τζαμαρίες των σπιτιών τους και να ρωτάνε τους άλλους «τι κάνει αυτός, το κατάλαβε το λάθος του;» κι ύστερα πάλι να μην αντέχουν χώρια πάνω από δυό μέρες και να ξαναγίνονται κολλητοί μέχρι τον επόμενο καυγά.



Ενδιάμεσα έγραφαν σατυρικά τραγούδια. Ενίοτε με πονηρό περιεχόμενο. Και τα παρουσίαζαν στα γλέντια με κιθάρα, βιολί και απαγγελία. Έγραφαν κάτι για τον καθένα, έκαναν καλλιστεία, άνοιξαν μια ταβέρνα με το όνομα «διάολος» για να λένε οι πελάτες οτι πάνε στο διάολο και την έκλεισαν γρήγορα γιατί δεν είχαν άλλα λεφτά αφού όλοι έτρωγαν έπιναν και κερνιούνταν. Υποδύονταν το υπουργό και τον υφιστάμενό του και την πρωτοχρονιά αναγγέλλονταν σε σπίτια και έδιναν τις καθιερωμένες ευχές φορώντας μονόκλ και ημίψηλα καπέλα. Μετά πήγαιναν στη γωνία του δρόμου και ξεκαρδίζονταν και όταν ηρεμούσαν πήγαιναν στο επόμενο σπίτι. (Μεγάλοι άνθρωποι με παιδιά).
Οσο γέλασαν ένα Σαββατοκύριακο πιθανόν δεν έχω γελάσει σε όλη μου τη ζωή.



Σήμερα τη μαγειρίτσα δεν την κάνει κανείς στο πατρικό μου, τα Χριστούγεννα ένα μικρό δέντρο το στολίζει η Ουκρανή, τα γλαστράκια στο εξοχικό έχουν από χρόνια σπάσει.
Σκέφτομαι τον πόνο που σε κατακλύζει όταν χάνεις έναν αγαπημένο άνθρωπο. Και που όσο περνούν τα χρόνια απαλύνεται καταλήγοντας μια γλυκιά ανάμνηση που δεν συνοδεύεται από τόση θλίψη.
Μόνο από νοσταλγία.

Thursday 3 May 2007

Βήματα και οπτασίες

Ξύπνησα, ετοίμασα τη μικρή, ήπια καφέ, σύρθηκα έξω από τον ύπνο. Στη σχολή γονέων κατέθεσα στεφάνι στα κεφάλια αγνώστων το πρόβλημά μου. Το άφησα εκεί και το μαδούσα φύλλο - φύλλο ψάχνοντας τις λέξεις. Θυμός ήταν εκείνη που ερχόταν πιο συχνά από τις άλλες γι’ αυτό καταπιάστηκα μαζί της. Την ωραία περιγραφή διέκοψαν το σφίξιμο στο στομάχι και ο κόμπος στο λαιμό –αυτά που σηματοδοτούν την έξοδο βαθιάς αλήθειας.



Φόβος κρυβόταν στον θυμό, όσο εγώ εξιστορούσα μικρές, πικρές διαμάχες μητέρας - κόρης. Της κόρης μου που με τιμωρούσε για κάτι που δεν έφταιγα, του εαυτού μου που άλλο δεν μπορούσε να μην με υπερασπίζεται. Περιστατικά της καθημερινότητας.
Περιγράφοντας τα συναισθήματα ξανάβλεπα, στο βάθος της αίθουσας, το μικρό κορίτσι που υπήρξα. Χειρονομούσε από θυμό, κακόκεφο και επιθετικό -πνεύμα αντιλογίας- θυσίαζε στο βωμό της προσοχής κάθε έννοια διασκέδασης. Τώρα είχε πάρει τη μορφή της.



Φόβος ήταν η λέξη. Φόβος γι’ αυτό που ήδη έγινε, γι’ αυτό που ίσως γίνει. Φόβος για την ομοιότητα. Οταν το εκστόμισα έχασα τον έλεγχο. Η διαπίστωση ήταν οδυνηρή.
Ξανακοίταξα και είδα το μούτρο της -το μούτρο μου- συγκεντρωμένο στην απόλυτη αυθάδεια, στα σύνορα της αυτοτιμωρίας. Εκεί που η απώλεια προκαλεί έξη.
Συνέχισα τη διήγηση κοιτάζοντας στο βάθος, το ίδιο υποθετικό σημείο που συναντηθήκαμε, εκείνη και εγώ, συνοδοιπόροι στο ίδιο δύσκολο ταξίδι –με άλλη αφετηρία και διαφορετικό προορισμό.
Τι κρίμα, η γνώση μου δεν την προστάτευσε, ίσως να την οδήγησε μια ώρα αρχύτερα, καθώς σχεδόν πάντα συναντάς αυτό που θέλεις να αποφύγεις.



Αποκαμωμένη χαιρέτησα ευγενικά. Ζήτησα συγγνώμη για την κατάχρηση του χρόνου και των ψυχών τους. Κάνα δυό με κοιτούσαν βουρκωμένοι. Ποιός ξέρει ποιόν συνάντησαν εκείνοι; Δεν είχα χώρο για άλλες ενοχές κι’ έτσι απέφυγα το βλέμμα τους. Απλωτά δρασκέλισα τη συμπόνια τους με όρθιο ανάστημα.
Η κατανόηση και παραδοχή του προβλήματος είναι το πρώτο βήμα -άκουσα τα λόγια τους φεύγοντας. Σωστό. Ελπίζω το δεύτερο να ζω για να το δω.

Wednesday 2 May 2007

Ο γύρος του θανάτου

Στα παλιά λουνα παρκ υπήρχε μια τέντα που έγραφε απ΄εξω «ο γύρος του θανάτου».
Ηταν νομίζω κάπως παράνομο. Μέσα ένα βαρέλι μεγάλο και βαθύ, μεταλλικό -αν ήταν όντως κατακόρυφο πάντα αναρωτιόμουν- ξύλινες κερκίδες σαν σκάλες το κύκλωναν. Οι θεατές στο χείλος κοιτούσαν τον πυθμένα, σαν σε πηγάδι. Ενα πηγάδι ηρωισμού.



Η μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού αν και φτωχής εμφάνισης -κάτι λαϊκά παιδιά με μακριά μαλλιά και τζην παντελόνι για να συμπληρώσουν τα μεροκάματα της εβδομάδας ή να κερδίσουν το προσωπικό τους στοίχημα, έπαιζαν «κορόνα γράμματα τη ζωή τους», όπως έλεγε ο εκφωνητής. Μια όμορφη κοπέλα στεκόταν δίπλα στη μηχανή, με κοντό σορτσάκι και στενή μπλούζα. Ο θόρυβος του μαρσαρίσματος εκκωφαντικός. Η ηχώ του βαρελιού τον πολλαπλασίαζε.



Εκείνα τα λούνα παρκ με φόβιζαν. Ήμουν μικρή, μόλις είχα τελειώσει απο το μηχάνημα που γυρνούσε και εσύ έσταζες χρώματα, κρατούσα το έργο μου στο χέρι -μια ζωγραφιά αφηρημένη με χάρτινη κορνίζα γύρω γύρω. Και τη σακούλα με το κερδισμένο χρυσόψαρο.



Πληρώναμε το εισιτήριο και ανεβαίναμε τις κερκίδες. Είχε κάτι ηρωικό και επικίνδυνο αυτό το θέαμα. Μηχανή και αναβάτης ανέβαιναν λωρίδα λωρίδα τις εγκοπές του βαρελιού. Η κεντρομόλος ή η φυγόκεντρη ευθυνόταν;
Ελεγαν οτι γίνονταν ατυχήματα. Η αλήθεια είναι οτι σου ΄κοβε την ανάσα. Ο εκφωνητής φώναζε να προσέχουμε, να μην σκύβουμε πολύ και να μην βάζουμε τα χέρια μας μέσα. Φοβόμουν αλλά κοιτούσα.



Μετά, στον ήλιο, τα μάτια έτσουζαν. Κυριακή πρωί προς μεσημέρι λίγο πριν το φαγητό.
Ημουν μικρή, οι γονείς νέοι, η Αθήνα αλλιώς, τα χρώματα που μου έρχονται στο μυαλό σαν τα παλιά φιλμ της Αγκφα, που όλα έφερναν προς το κόκκινο πορτοκαλί.
Αποθανατισμένοι έξω από τον γύρο του θανάτου.
Οικογενειακές συνήθειες που χάθηκαν μαζί με τους πρωταγωνιστές τους.