Wednesday, 9 January 2008

Ημίφως


Καπνίσαμε λιγότερο, φάγαμε περισσότερο, κρυώσαμε πολύ. Η Βιέννη ήταν μουντή, μια μουντάδα που δεν υπάρχει παρά σπάνια στην Αθήνα, είναι οι μέρες που λέω πως δεν θα ξημερώσει. Υπήρχαν εκατόν τριάντα μουσεία. Είδαμε τρία τέσσερα, δύο μεγάλες εκθέσεις ζωγραφικής, κάτι σιχαμένα φίδια που άρεσαν πολύ στα πιτσιρίκια. Ηταν ένα ταξίδι που σχεδιάστηκε να γίνει πέρυσι, τελικά έγινε τώρα. Περπατώντας στους παγωμένους δρόμους δεν απέφευγες με τίποτα τις συγκρίσεις. Για την αρχιτεκτονική της πόλης, την ποιότητα ζωής, την οργάνωση. Ενα κομμάτι μέσα μου πάντα θα μαγεύεται από τον πολιτισμό ενός τέτοιου περιβάλλοντος, ένα άλλο θα λυπάται που έχασε την ευκαιρία να ζήσει φοιτητικά σε ευρωπαϊκά εδάφη, κι ένας τρίτος εαυτός ανενδοίαστα θα συνεχίζει να αναζητά τον ιδεώδη χώρο -στην πραγματικότητα θα υπερτονίζει τα μειονεκτήματα με μόνο λόγο την περιέργεια για το καινούργιο, την περιπέτεια, την αναζήτηση.




Η Ελλάδα έμοιαζε πολύ μακρινή και βαλκάνια, βρώμικη και ακριβή, αγενής και κακομαθημένη, μάλλον δεν μου έλειψε καθόλου. Σκεφτόμουν πόσο αυτός ο υπερβολικός ήλιος που διαθέτουμε σβήνει τα ελλατώματα. Τα λειαίνει. Το φως λάμποντας αμείλικτα τυφλώνει την αλήθεια, μας αναγκάζει να μισοκλείνουμε τα μάτια μας, μας παραμυθιάζει με τα οφέλη του, μας τοποθετεί στο κέντρο ενός κόσμου που στ’ αλήθεια δεν υπάρχει παρά μόνο στην περιορισμένη γεωγραφική συνείδηση ενός παιδιού που αντιλαμβάνεται μόνο αυτά που βλέπει και που υποθέτει αυθαίρετα τα άγνωστα.
Ο πυκνός ουρανός χωρίς ίχνος διαφάνειας, ένα άσπρο γκρίζο που δεν μεταβαλλόταν από τις ώρες, ίδιο πρωί μεσημέρι και απόγευμα, στις πέντε ήταν ήδη βαριά νύχτα. Περπατούσαμε θέλοντας τα πάντα. Προσπαθώντας να χωρέσουμε τη μυρωδιά της πόλης, τα γεγονότα σε λίγες μόνο μέρες. Υποσχεθήκαμε οτι θα επιστρέψουμε. Υποσχέθηκα σιωπηλά οτι θα αλλάξω, όχι άλλος δημιουργικός χρόνος χαμένος, όχι άλλες δικαιολογίες, ουσιαστικά πράγματα και μόνον.




Στο αεροπλάνο ήπια δυό ποτήρια κόκκινο αυστριακό κρασί. Ο ήλιος έλαμπε ήδη πάνω από τα σύννεφα. Η παρέα του ταξιδιού αποχαιρετίστηκε στις αφίξεις. Βγάλαμε τα κασκόλ. Στη διαδρομή αποκοιμήθηκα με τη λιακάδα . Στο σπίτι βρήκα όλα τα πράγματα στη μέση, την καράφα του νερού ξεχασμένη πάνω στο μπουφέ από το τελευταίο τραπέζι, τις σακούλες από τα ψώνια για το ταξίδι, τις προσδοκίες σκορπισμένες παντού. Εκανα έναν καφέ. Αναψα ένα τσιγάρο. Κάθισα στο γραφείο και άρχισα να γράφω τις δουλειές της επόμενης μέρας. Μέχρι το τέλος της λίστας η μαγεία είχε θαμπώσει.

Tuesday, 18 December 2007

Ταξινομήσεις

Σημειώσεις με μαλακό μολύβι
φράσεις από καιρό αποφασισμένες
σαν τα δάκρυα που έφεραν οι νότες
και η αξιοπρέπεια δεν μπόρεσε να εμποδίσει∙
κύλησαν μόνα τους
χωρίς αιδώ ανάμεσα στον κόσμο

Χτες άνοιξα το ντουλάπι
εκεί που πλέον κατοικεί το μεγαλείο σου
στριμωγμένο σε φθαρμένους φακέλους
έξω το όνομα του έργου
με μικρά κεφαλαία
-πάνε δεκαπέντε χρόνια-
μέσα λέξεις που διατηρούν το σφρίγος

Κάθισα στο χαλί
τους στοίβαζα στα πόδια μου
τους άξιζε μια νέα ταξινόμηση
το βάρος τους ήδη πελώριο
βάρυναν κι άλλο από τα χρόνια
γράμματα και προτάσεις

Καθένας έδειχνε το πόσο υπολείπομαι
κόντρα στη πατρική σου προσδοκία
ξέρω η σύγκριση είναι λάθος
σήμερα εγώ μαγείρεψα
και πλήρωσα κάτι λογαριασμούς που λήγανε

Τους έβαλα πίσω στη θέση τους
κλείδωσα το ντουλάπι
μια δυο αράδες θα φταναν
αν με επισκεπτόσουν
δικαιολογώντας μου το τώρα
πως κάτι βήματα μικρά
κι εγώ τα έκανα

Ομως τη άλλη μέρα
δεν θυμάμαι τίποτα
ούτε καν αν συναντηθήκαμε
μες τα σχήματα των ονείρων μου
χρωματισμένα από το τρέχον
υλικό της καθημερινότητας

Wednesday, 5 December 2007

Κόκκινο.Της φωτιάς.

Το τέταρτο νύχι μου στο αριστερό χέρι πάντα βάφεται καλύτερα. Φταίει άραγε η πιο λεία επιφάνειά του ή είναι ιδεώδης η γωνία που σχηματίζει το δεξί χέρι που κρατάει το πινέλο; Το καμαρώνω.
Είμαι πολύ ενοχική. Ενας ενοχικός άνθρωπος θα μπορούσε να έχει αναστολές ακόμα και για τα βαμμένα νύχια. Μερικές φορές όταν το βλέμμα κάποιου πέφτει στα χέρια μου, νιώθω πως κατατάσσομαι αυτόματα σε κατηγορίες: νοικοκυρά, χασομέρω, κοκέτα, ψιλοκατίνα, τακτοποιημένη, λαϊκόβια. Ενα σωρό λάθος πληροφορίες που δίνουν δέκα δάχτυλα για μένα. Ισως με κάνει να φαίνομαι και κάπως καθωσπρέπει, κάτι που αντιπαθώ περισσότερο και από την αδικία. Σίγουρες, αυθαίρετες, πρώτες εντυπώσεις.
Την εποχή που ήμουν παντρεμένη το βάψιμο των νυχιών ήταν απαγορευμένο. Μόνο ένα διαφανές άντε και λίγο ρόζ επιτρεπόταν. «Τα σιχαίνομαι» συνήθιζε να λέει. Οι φοβίες πολύ συχνά δημιουργούν υποταγή. Σε καθηλώνουν, σε υποτάσσουν, σε συμμορφώνουν. Εκτοτε τα βάφω ανελλιπώς. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να υπενθυμίζω στον εαυτό μου οτι πια τα πράγματα είναι αλλιώς, οτι είμαι ελεύθερη, οτι δεν φοβάμαι. Οσο πιο έντονα τόσο καλύτερα. Επειτα είναι και η εικόνα του κόκκινου να κρατάει το ποτήρι του κρασιού, το τσιγάρο, να χαϊδεύει απαλά το μάγουλο, που με σαγηνεύει.
Την πρώτη μέρα του χωρισμού, περπατώντας στο δρόμο μόνη μου και φοβισμένη αλλά με τον ενθουσιασμό του μικρού παιδιού, αγόρασα τέσσερα. Ηταν όλα κόκκινα. Κάθε φορά που τα βάφω είμαι πάλι εγώ.

Wednesday, 28 November 2007

Η ψευδής απώλεια του ανύπαρκτου

Πηγαίνεις στην αστυνομία για να αλλάξεις ταυτότητα λόγω παλαιότητος. Σου λένε οτι πρέπει πρώτα να ακυρωθεί η παλιά από το τμήμα που την είχες εκδόσει τότε. Συμπληρώνεις τα χαρτιά. Λένε οτι είναι μια διαδικασία μιας εβδομάδας, να τηλεφωνήσεις να σου πουν οτι ακυρώθηκε για να προσκομίσεις τα καινούργια δικαιολογητικά. Σε μια βδομάδα τηλεφωνείς –όχι δεν ήρθε ακόμα η ειδοποίηση. Παίρνεις την επόμενη, ούτε. Σε τρείς βδομάδες πάλι όχι. Την τέταρτη το ξεχνάς. Παίρνεις σε δύο μήνες –όχι δεν έχει ακυρωθεί. Ξανά την άνοιξη. Λίγο πριν το καλοκαίρι ξανατηλεφωνείς. Τίποτα. Πας διακοπές. Περνάει ο Σεπτέμβριος, ο Οκτώβριος. Αποφασίζεις να δηλώσεις απώλεια για να τελειώνεις.
Στο γραφείο ταυτοτήτων, νωρίς το πρωί μια Δευτέρα του Νοεμβρίου, δηλώνεις απώλεια. Συμπληρώνεις μια δήλωση. Ζητάνε τον αριθμό του παλιού δελτίου. Στον υπολογιστή βρίσκουν την ταυτότητα ακυρωμένη εδώ και μήνες. «Δεν υπάρχει πιά» σου λένε. Ρωτάνε αν είχες ζητήσει ακύρωση λόγω παλαιότητος. Απαντάς. Μιλάς για τις βδομάδες, για τους μήνες. Ρωτάνε αν πράγματι την έχασες. Είναι πολύ αργά για να αρνηθείς. Σου λένε «έλα αν είναι έτσι πες το, γιατί δηλώνεις απώλεια σε κάτι που δεν υπάρχει. Ακυρωμένο. Ακυρο. Το λέει και η λέξη. Ντρέπεσαι αλλά δεν μπορείς να κάνεις πίσω. Δηλώνεις την υποτιθέμενη ημέρα απώλειας. «Πριν τρεις μέρες». Υπογράφεις. Ο αστυνόμος υποψιάζεται οτι την έχεις στο σπίτι. Το λέει. Το αρνείσαι κατηγορηματικά.
Δηλώνουν απώλεια της ακυρωμένης ταυτότητας. Το βρίσκουν αντιφατικό. Για την αστυνομία για μήνες δεν ήσουνα κανένας. Κι ας υπέγραφες έντυπα, νοίκιαζες δωμάτια, έβγαζες εισιτήρια, έπαιρνες χρήματα, παραλάμβανες συστημένα. Σήμερα –ανυποψίαστος- υπέγραψες την απώλεια ενός εγγράφου που δεν υπάρχει.
Με την καινούργια ταυτότητα στην τσέπη χαμογέλασες ενώ διέσχιζες τον δρόμο, ξανά με ονοματεπώνυμο. Μήνες μετά.

Monday, 8 October 2007

Περιστροφές

Σημείωσα σ’ ένα χαρτί αυτό που λέει ο αδελφός μου: «όταν γράφεις σημασία έχει τι θες να πείς και αν αυτό μπορεί να ενδιαφέρει και άλλους». Κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας. Ξέρει τι λέει. Από το ανοιχτό παράθυρο έρχονταν οι μυρωδιές από τα Κυριακάτικα φαγητά. Μοσχαράκι κοκκινιστό ως επί το πλείστον, σκόρδο και ντομάτα που βράζει. Αξεπέραστη μυρωδιά. Θα είχαν καλεσμένους στο τραπέζι τους; Ανθρώπους που αγαπούσαν ή απλώς υποχρεώσεις; Θα επιναν κρασί, ο ήλιος θα έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα της τραπεζαρίας, το καλό τραπεζομάντηλο θα ήταν στρωμένο, κάποιος θα έλεγε αστεία, στο τέλος λίγο ζαλισμένοι θα αγαπιόντουσαν περισσότερο. Θα έκοβαν το γλυκό και θα έψηναν καφέ. Τα παιδιά θα έπαιζαν παρακεί. Θα είχε φτάσει απόγευμα.
Ανοιξα την καφετιέρα και έφτιαξα πρωινό. Υπήρχαν μαθήματα της κόρης μου που δεν είχαν προλάβει να γίνουν την προηγούμενη. Οτι χειρότερο για Κυριακή. Ηπια δυό γουλιές καφέ. Απλωσα ένα πλυντήριο. Αρχίσαμε. Ο χρόνος έχει μια μοναδική ικανότητα να περνάει πολύ γρήγορα όταν τον χρειάζεσαι και πολύ αργά όταν βαριέσαι. Τα μισάωρα περνούσαν με ιλλιγγιώδη ταχύτητα, βρίσκοντάς μας σκυμμένες πάνω από τα ανοιχτά τετράδια 52 – 6 = 52 – 2 – 4. Εδωσα πολλά παραδείγματα. Δεκάδες και μονάδες αχταρμάς. Οσο πέρναγε η ώρα εκνευριζόμουν.
Αναψα τσιγάρο.


Μικρές μαυρόασπρες γραμμές λόγου σχηματίζονται στο χαρτί. Ο ήχος των λέξεων χτυπά ρυθμικά στο μυαλό μου. Πρέπει να διατηρήσω το τέμπο. Την αρμονία πάση θυσία. Σαν παρτιτούρα. Σταματάω την πρόταση νωρίς. Λέξεις απλές. Οχι πολλά επίθετα. Λιτά. Ξαναδιαβάζω και διορθώνω: αντί για μήπως γράφω ίσως, αντί για έπειτα μετά. Ο ήχος των λέξεων αυτονομείται. Ολοκληρώνει το πρώτο μέρος μια σωπηλής ανάγνωσης. Το κείμενο οφείλει να ρέει. Οπως και τα νοήματα. Ξεκινάω απ’ την αρχή. Διαβάζω πάλι. Κοντοστέκομαι στα κόμματα, διακόπτω στις τελείες.
Αφορμή μια καθημερινή εικόνα που προκαλεί μια σκέψη. Την παρακολουθώ να διαλύεται μέσα σε συνειρμούς, έπειτα να ξανασυντίθεται με αυθαιρεσία. Να σχεδιάζει καταστάσεις και σκηνές της φαντασίας. Να ξαναγεννιέται μετά, εκτοξευμένη στο χρόνο – θυμίζοντας αδιόρατα την πραγματική, εκτελώντας παραγγελμένες προσδοκίες και θελημένες προβολές.


Και η σκέψη, η αρχική τώρα συγκεχυμένη. Ποιό ξεκίνησε πρώτο σημασία δεν έχει και κανείς δεν ξέρει να πεί.
Περπατάω, σταματάω, κοιτάζω ίσια μπροστά . Σημειώνω. Σημειώνω.
Φράσεις, νοήματα και εικόνες.
Μια μέρα θα αποτελέσουν ένα άλμπουμ λέξεων, ένα λεξικό εικόνων.
Γυρίζω.
Αυτήν την εποχή γυρίζω. Γύρω από τον άξονά μου. Για την ακρίβεια απλώς περιστρέφομαι.

Saturday, 6 October 2007

Ησυχες μέρες του Οκτωβρίου

Περπάτησα μετά από καιρό στο κέντρο. Μπήκα μετά από καιρό στο μετρό. Στο Μοναστηράκι ο ήλιος μου έκαψε τα μάτια. Στην Αμερικάνικη αγορά στη Σοφοκλέους χώθηκα στις ντάνες με τα ρούχα. Τραβούσα, με λίγη ενοχή είναι η αλήθεια, παιδικά μπλουζάκια και γούνες λεοπαρδαλέ, παιδικά αμπιγιέ φορέματα, κάποια όμορφα, κάποια τελείως κιτσάτα. Από τα ανοιχτά παράθυρα η μυρωδιά των κρεάτων δοκίμαζε τα ρουθούνια μου. Ανέβηκα τα μαρμάρινα σκαλιά, φαγωμένα από το χρόνο, βουλιαγμένα από τη χρήση. Τα μάρμαρα λιώνουν. Σκέφτηκα πως αόρατα μόρια αποκολλώνται και παρασύρονται από τα βήματά μας, από το σύρσιμο που κάνει το παπούτσι πάνω στη στιλπνή επιφάνεια. Τα κουβαλάμε μαζί μας για μερικά μέτρα, μετά τα ξανααφήνουμε στη γη. Τα σκαλοπάτια αυτά φαγώθηκαν από εκατομμύρια βήματα μέσα σε αρκετές δεκαετίες. Το υλικό όμως είναι συμπαγές. Ηταν εκεί πριν την πρώτη φορά που πήγα, μια θυμωμένη έφηβη που έψαχνε για αμπέχονα, θα είναι εκεί όταν εγώ δεν θα υπάρχω. «Βάλε και κάτι κοριτσίστικο» ωρυόταν η μαμά μου. Ισως αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που τα φόραγα, όπως θα καταλάβαινα χρόνια μετά. Διάλεξα ένα βελούδινο μπλέ φόρεμα για την κόρη μου και ένα σακάκι μαύρο με λεπτές γκρίζες ρίγες που πολύ θα της πηγαίνει.



Στη Νικίου μπήκα στο παλιό ασανσέρ. Στην αποθήκη του Βαγγέλη έκανα όπως πάντα ένα γύρω στους στενούς διαδρόμους με τα υφάσματα. Χάιδεψα μερικά που μου άρεσαν. Πέρασα το χέρι μου πάνω από το τόπι με τον κοραλί ταφτά. Αγόρασα δέκα οκτώ μέτρα. Προς ένα ευρώ το μέτρο. Θα το κάνω κουρτίνες. Το ραδιόφωνο έπαιζε βαριά λαϊκά. Η ζέστη ήταν μεγάλη. Είδα το εαυτό μου να περπατάει προς την Ομόνοια και μετά στην πλατεία Κάννιγγος συνειδητοποίησα οτι πάντα μου άρεσε αυτή η βόλτα και πάντα με ησύχαζε, εμένα μια θυμωμένη έφηβη, μια ανεπαρκή κόρη, μια σαστισμένη μητέρα.

Monday, 1 October 2007

Συναντήσεις και διαδρομές


Οκτώ και σαράντα εφτά. Πρωί. Δεξιά η λίστα με τις δουλειές. Θα την μουτζουρώσω το μεσημέρι, όταν όλες ή κάποιες θα έχουν εκτελεστεί. Γυρίζω μες το σπίτι. Κοιτάζω την παλιά βιβλιοθήκη από γκρίζα μελαμίνη. Θα την αντικαταστήσω. Με υλικό πιο αληθινό. Φτιάχνω τα δωμάτια. Είναι ο μήνας που πάντα θέλω να μετακομίζω.



Είναι η αναζήτηση του νέου που κοροϊδεύει για λίγο διάστημα τα μόνιμα κενά. Στην ουσία θέλω να βρώ έναν στόχο, αυτόν που λένε οτι έχει κανείς πάντα στη ζωή του ως προορισμό, έστω κι αν είναι κρυμμένος - σε άλλους από νωρίς φανερωμένος, σε μένα ακόμα θολός. Απευθύνομαι σε βιβλία, φαντασιώσεις, ασαφή όνειρα και διαισθήσεις, από καιρό μπλοκαρισμένα και στην ουσία εντελώς κατευθυνόμενα. Συμπεράσματα να βγούνε με την εις άτοπον απαγωγή. Διαβάζω για άλλες ζωές που προηγούνται, και άλλες που ίσως έπονται. Αυτό με ανακουφίζει.


Για τα βασικά πρόσωπα της ζωής μας που έχουμε συναντήσει άλλες πολλές φορές μέσα σε εκατοντάδες χρόνια. Αυτός που τώρα είναι ο άντρας μας και ήταν κάποτε ο πατέρας μας, η μάνα, ή ο γιός μας. Οραματίζομαι τους πιθανούς ρόλους που έπαιξαν οι αγαπημένοι μου. Μετά τις δύσκολες σχέσεις. Τι τους έχω κάνει και τι μου έχουν κάνει. Πόσο έχω πληρώσει και πόσο ακόμα χρωστάω. Κοιτάζω τη μητέρα μου χαμένη μέσα στην άννοια. Να το έχει διαλέξει άραγε αυτό; Ανάμεσα σε δυό ζωές, συνειδητά; Τώρα την κοιτάζω με κατανόηση. Θυμώνω λιγότερο για όσα δεν μου έδωσε. Μπορεί και να μου το χρωστούσε. Μπορεί κι’ εγώ να την είχα βασανίσει σε κάποιον άλλο τόπο και χρόνο, άγνωστο σ΄αυτή τη διάσταση, συγκεκριμένο σε κάποια άλλη. Και ο πατέρας της κόρης μου, που όταν τον πρωτοείδα ήξερα οτι θα πορευτούμε μαζί. Το ένιωσα ξεκάθαρα. Χρόνια μετά θα αναρωτιόμουν το γιατί. Ισως το παιδί μας, να μας διάλεξε για γονείς. Αυτό και μόνον.


Το βιβλίο μιλάει για λύσεις. Που πρέπει να δοθούν σε τούτη εδώ τη ζωή πριν να είναι αργά. Πριν ταξιδέψουν σε καταστάσεις παρόμοιες στις επόμενες, έως να εφαρμοστούν.
Για αγάπη και κατανόηση. Για θεραπεία. Με βολεύει αυτή η θεωρία. Με συγκινεί και με βολεύει. Μου απομακρύνει το χρόνο σε απόσταση ασφάλειας. Η ζωή αυτή φαντάζει μια ήσυχη γραμμή χαραγμένη στη μεγάλη λίμνη και τότε πονάει λιγότερο, μετανιώνει σπανιότερα, συγχωρεί ευκολότερα και πάνω απ’ όλα ελπίζει.
Η αγωνία του φθινοπώρου –ως μια καινούργια αρχή- μετριάζεται. Ο χρόνος κυλάει πιο αργά. Ο στόχος θα με συναντήσει. Η εντολή έχει δοθεί. Πολύ πριν κλάψω για πρώτη φορά στο μαιευτήριο. Οταν θα είμαι έτοιμη, τότε θα εμφανιστεί. Θα μοιάζει με σύμπτωση. Οπως όλα τα μοιραία στη ζωή πράγματα. Θα το καταλάβω αμέσως.

Wednesday, 19 September 2007

Οτι θυμάμαι χαίρομαι


Πρώτη στάση ήταν η Μύκονος. Τέλη Ιουνίου. Οικογενειακά. Χωρίς nightlife, αλλά με υπέροχα μπάνια στη Λιά και μεσημέρια στο Φωκό με τη θάλασσα ανταριασμένη, ο βοριάς να μπαίνει από το παράθυρο της ταβέρνας με τα ξύλινα τραπέζια. Κλείνανε στις εφτά. Μετά μας άφηναν με το κρασί μας, φεύγοντας να κλείναμε τη μικρή πόρτα μη μπει καμμιά κατσίκα. Ησυχία.



Από την Εύβοια δεν θυμάμαι πολλά πράγματα παρά μόνο ότι πήγαμε να καούμε τρεις φορές σε ένα καλοκαίρι. Και τις τρείς η φωτιά πέρασε από πολύ κοντά. Ήταν παράξενο συναίσθημα. Καθόμασταν στο μώλο, ο ήλιος είχε κρυφτεί από τον καπνό. Κοιτάζαμε την παραλία που παίζαμε παιδιά να αχνοφαίνεται μέσα στους καπνούς, το σπίτι στην άκρη, το μοναδικό σπίτι εκεί μακριά που μας φαινόταν εκδρομή να πάμε να αχνίζει, ο κήπος του να καίγεται. Τώρα φαινόταν πολύ κοντά. Την άλλη μέρα το απόγευμα ακόμα κάπνιζαν δέντρα και θάμνοι, δεν μπορούσες να ανασάνεις. Οι τρεις βράχοι είχαν καεί. Δεν ξαναπήγαμε εκεί για μπάνιο φέτος.



Στον Βόλο ήμουνα κουμπάρα. Φτάσαμε την παραμονή του γάμου βραδάκι. Ηταν το τραπέζι των συγγενών. Ξεφορτώνοντας τα πράγματα στη ρεσεψιόν κάτι έλειπε. Ηταν η βαλίτσα μου. Είχε μείνει στην Αθήνα. Φορούσα ένα σορτσάκι τζήν με ξέφτια και ένα μπλουζάκι με τιράντες. Ηταν Τετάρτη βράδυ. Ολα τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Μισή ώρα αργότερα πήγαμε στο τραπέζι, μία ώρα καθυστερημένοι. Φορούσα ένα παρεό που είχα αγοράσει σε ένα μαγαζί με τουριστικά, σημαίες, τσολιαδάκια.
Την άλλη μέρα άργησα πέντε λεπτά. Πίναμε κάτι τσίπουρα και γιορτάζαμε την άφιξη της βαλίτσας. Ο γάμος ήταν πολύ ωραίος. Στο δημαρχείο, σε μια πλατεία με πλατάνια σε ένα χωριό έξω από τον Βόλο, με ζέστη ανυπόφορη. Σ΄ ένα μπάρ με ευκάλυπτους πάνω στη θάλασσα ανταλλάξαμε όρκους αιώνιας φιλίας. Το διαλύσαμε στις πέντε. Την άλλη μέρα φεύγαμε για Πήλιο.




Στον Κισσό Πηλίου ξύπνησα την τρίτη μέρα τα ξημερώματα από τη βροχή. Σηκώθηκα και κοίταξα από το παράθυρο. Είχε ομίχλη φοβερή. Πέρα από τα πρώτα δέντρα δεν έβλεπες τίποτα. Η θάλασσα ήταν άφαντη. Το νερό έπεφτε με ορμή από τις στέγες στα λούκια και μετά στο δρόμο, κάνοντας τον χαρακτηριστικό του θόρυβο. Το πρωί η βροχή είχε σταματήσει. Τα πλατάνια θρόιζαν απαλά, ο ήλιος ξεμυτούσε που και που. Μέχρι να μαζέψουμε τα πράγματα ήταν πάλι καλοκαίρι.



Σε δυαδικό σχήμα εκεί κάπου στη μέση του Αυγούστου. Βρέθηκα επιτέλους. Οικογένεια και υποχρεώσεις πριν και μετά. Πυρετός και δέκατα. Ρακόμελα στο καφενείο Φολέγανδρος. Μπάνιο στο Λιβαδάκι. Οι μέρες που περνούσαν. Sudoku και σιωπή. Να αφουγκραστούμε την ηρεμία. Εξω από την Αστάρτη το βράδυ όλοι μαζί γνωστοί άγνωστοι, τραγουδιστές χωρίς μουσική. Κάποιος έριχνε μια ζεμπεκιά πιο πέρα. Μετά στον φούρνο και τέλος στο δωμάτιο τα μάτια να κλείνουν και ένας βραχνοκόκκορας να προσπαθεί να καλωσορίσει την αυγή. Οι μέρες περνούσαν, το πρόγραμμα έμενε ίδιο. Ο χρόνος μετρούσε αλλιώς. Εγώ μετρούσα τα λάθη. Και τα σωστά, καμμιά μέρα που τα πράγματα και οι καταστάσεις χωρούσαν κάτω από τα δέντρα της πλατείας. Και η απαλή μουσική με έσπρωχνε να ψάξω το νόημα που με επιμέλεια κρύβεται χρόνια ολόκληρα πίσω από τα γεγονότα, εκείνα που δεν μπορείς να πεις αν τα διάλεξες ή σε διαλέξανε, το νόημα που κρύβεται πίσω από τον Γολγοθά τον προσωπικό του καθενός.
Τίποτα δεν βρήκα. Μόνο γύριζα τις σελίδες του βιβλίου, χάζευα τον κόσμο και μετέθετα τις μεγάλες σκέψεις μια μέρα μετά και μετά μια μέρα μετά, μέχρι πού έφυγα όπως είχα έρθει με το ίδιο καράβι, την ίδια ώρα και με τέσσερα μποφόρ, με τις ίδιες απορίες και σχεδόν την ίδια κούραση.




Κάπου μακριά χάνονται στο μυαλό μου κουβάρι οι εικόνες. Ανακατεμένες λιακάδες και δροσερά βράδια. Πιο σωστά αποτυπωμένα στη γεμάτη μνήμη της μηχανής μου περιμένουν να εκτυπωθούν. Σύντομα. Πρέπει να ταξινομήσω τις φωτογραφίες. Και τις παλιές. Και τις πιο παλιές. Ακόμα και του γάμου μου πρέπει να τακτοποιήσω σε άλμπουμ. Τέσσερα χρόνια μετά το διαζύγιο.



Πρέπει να μαζέψω τα αποδεικτικά στοιχεία της ζωής μου. Αυτά που δείχνουν πέρα από κάθε αμφιβολία οτι έζησα.

Monday, 18 June 2007

Οι ζωές των άλλων



Η μέρα ήταν ζεστή. Αναψα την καφετιέρα και πήγα στο σαλόνι. Κάτω από το κουφωμένο παράθυρο ξάπλωσα για λίγο στον καναπέ. Ενα μικρό ρεύμα με δρόσιζε και γρήγορα ξαναβυθίστηκα σ’ έναν ύπνο σύντομο, λίγο κλεμμένο και ένοχο. Είχα πολλές δουλειές που τις σημείωσα σ’ ενα κομματάκι χαρτί που το ’παιρνα μαζί μου από δωμάτιο σε δωμάτιο, μέχρι που δεν έκανα καμμία. Μόνο τον οδοντίατρο. Φόρεσα την καινούργια γέφυρα και εκεί σε μια γωνιά του Πειραιά από αυτές που ακόμα έχουν γειτονιές και νοικοκυρές στην πόρτα που τα λένε με τις γειτόνισσες, καθίσαμε με τον Μ., που είχε ως τότε έρθει να με βρεί, σε ένα καφενείο σε έναν πεζόδρομο με μουριές και μπλε τραπέζια. Φάγαμε μπακαλιάρο σκορδαλιά και χόρτα. Ενας νεαρός αλλοδαπός ήρθε με ένα τρίκυκλο και πουλούσε ψάρια που είχε πάρει τα ξημερώματα από την ιχθυόσκαλα.



Η γειτονιά ήταν ήσυχη, μόνο πού και πού κάποιες κοπέλες διέσχιζαν το απέναντι πεζοδρόμιο πηγαίνοντας μάλλον κάτι να ψωνίσουν και επέστρεφαν. Σαν εκείνη που ήταν αρκετά παχουλή και φορούσε κοντό παντελόνι βεραμάν και μπλούζα μαύρη με βαθύ ντεκολτέ, έξω η κοιλιά και τα στήθη της ξεχύλιζαν κάτω από τις μασχάλες. Ενα ντύσιμο παράταιρο για την ώρα και τη στιγμή. Περπατούσε με σιγουριά, φορούσε τακούνια που χτυπούσαν στο πλακόστρωτο, ήταν μελαχροινή και λικνιζόταν. Σε λίγο ξαναπέρασε βαστώντας ένα πακέτο τσιγάρα στο χέρι και χάθηκε στο παρακεί διώροφο με την λουλουδιασμένη σιδεριά στην πόρτα. Οι άντρες την κοίταξαν και σκέφτηκα οτι ο σκοπός της είχε επιτευχθεί, έστω και φευγαλέα, σε μια σύντομη διαδρομή πενήντα μέτρων.
Τρεις δρόμους πιο κεί αρχίζει το Κερατσίνι μας είπε ο αεροπόρος που έχει το κατάστημα και συνέχισε να μιλάει για την Εύβοια και ένα μαγαζί που είχε εκεί πριν χρόνια.



Η ζέστη μπαίνει από τα παράθυρα. Το καλοκαίρι είναι εδώ. Οι μυρωδιές της Ανοιξης έχουν χαθεί. Τη θέση τους έχει πάρει ο νοτιάς και μερικές φορές όταν φυσάει η αλμύρα φτάνει ως το σπίτι, η μυρωδιά του αντηλιακού πλημμυρίζει τα ρουθούνια μου, ένας συνειρμός αυθαίρετος και αυτόματος, που συνοδεύεται από εικόνες χρυσαφένιου ήλιου πάνω στο δέρμα. Στο δέρμα του καθενός ή στο αγαπημένο.
Οι δρόμοι μυρίζουν. Η άσφαλτος αναδίδει μια βρώμα που οι άλλες εποχές καταφέρνουν να καλύπτουν.
Περπατούσα στις πλάκες, ρυθμίζοντας τα βήματά μου ώστε να μην πατάω τους αρμούς, οι ήχοι από τα διαμερίσματα ταξίδευαν δημόσια, κάποιοι έβλεπαν τηλεόραση δυνατά, άλλοι άκουγαν μουσική. Περπατούσα μηχανικά ως το περίπτερο. Εξω απο ένα σπίτι συναντήθηκα με μια ευωδιά. Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα για να αποσαφηνιστεί. Οχι δεν ήταν γιασεμί. Ηταν απο μαλακτικό πλυντηρίου. Κοίταξα προς το μπαλκόνι. Ρούχα δεν υπήρχαν απλωμένα. Ούτε και γιασεμιά.



Σε θερινό σινεμά είχα να πάω πάνω από τρία χρόνια. Παρκάραμε εύκολα την ώρα που άλλαζαν οι προβολές. Μου φάνηκε τεράστιο. Στο συγκεκριμένο είχα χρόνια να πάω. Φοβήθηκα τον θόρυβο από την πολυσύχναστη περιοχή, όμως ήταν τελικά πολύ ήσυχα. Τα γιασεμιά δεν μύριζαν στον κινηματογράφο. Ενα μικρό γατάκι έπαιζε με τα χαλίκια. «Οι ζωές των άλλων» με συγκίνησαν πολύ. Είχα πολύ καιρό να καθηλωθώ τόσο από ταινία. Ηταν ένα ποίημα ειπωμένο με απλές εικόνες. Χαμηλών τόνων, αφήγηση σε ευθεία γραμμή, χωρίς εντυπωσιασμούς, απέφευγε να είναι μελό. Ενιωσα τι ωραίο πράγμα είναι η δημιουργία και το να φλέγεσαι να πεις αυτό που θέλεις. Κατάλαβα γιατί συνέρρεαν όλον το χειμώνα στο Αστυ για την ταινία, χάρηκα που αφορά αρκετούς. Μου αρέσει η λιτή διήγηση, με λίγες λέξεις που όμως παράγουν πολλά νοήματα. Και μηνύματα. Στο τέλος της ταινίας ένας κόμπος συγκίνησης που δεν έγινε δάκρυα από ντροπή εγκαταστάθηκε στο λαιμό μου.


Αργότερα σε ένα μπαρ κοντά στη θάλασσα με τον αέρα να χτυπά απαλά τα κατάρτια, αναρωτήθηκα τι σημαντικό πράγμα είναι η τέχνη και πως μπορεί να γεμίσει επαρκέστατα τις άδειες μας μέρες. Και νύχτες.
Και οι ζωές των άλλων, που τις παρατηρούμε από περιέργεια ή τυχαία, γίνονται ένα εσωτερικό σημείο αναφοράς και σύγκρισης με τη δική μας καθώς οι ελλιπείς και αυθαίρετες πληροφορίες που ταξιδεύουν ως τα μάτια μας, γίνονται βεβαιότητες που εξυψώνουν ή υποτιμούν το νόημα της δικής μας ύπαρξης, το περιεχόμενο της ζωής μας.
Ενα φως σ’ ένα δωμάτιο, κάποιες φωνές μέσα στη νύχτα, η μυρωδιά από το φαγητό που γίνεται μια Κυριακή μεσημέρι, η φωνή ενός μωρού, οι ήχοι από το ανοιχτό παράθυρο, τα ρούχα που φοράει κάποιος που κάθεται απέναντί μας, ένας άνθρωπος σ’ ένα εστιατόριο που τρώει μόνος, μια παρέα που γελάει δυνατά, ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο που μας προσπέρασε...

Wednesday, 13 June 2007

Προορισμοί

Ψάχνω από το πρωί να σχεδιάσω μια βδομάδα διακοπών. Εξι διανυκτερεύσεις. Αναχώρηση την έβδομη μέρα. Κατά τας κρατήσεις. Ψάχνω στο ίντερνετ. Μπαίνω στο ένα site διαβάζω, κοιτάζω ξενοδοχεία μετά κάτι θυμάμαι πάω στο google και πληκτρολογώ λέξεις ή φράσεις που μου έρχονται στο μυαλό. Μετά ξαναγυρίζω στις λίστες των δωματίων. Δεν είναι η πρώτη φορά. Στις ώρες αυτές που τριγυρίζω δικτυακά πραγματοποιώ μέσα μου μικρά ταξίδια. Πότε εδώ και πότε εκεί. Ειδικά τις φορές που δεν νιώθω καλά είναι λυτρωτικά. Κάποτε μετά από τέτοιες αναζητήσεις παύω να αναζητώ. Είναι σαν να ταξίδεψα. Σε όλα αυτά τα μέρη. Σε θάλασσες με κόσμο και παραλίες ερημικές. Βότσαλα και άμμος νωρίς το πρωί κι’ αργά το σούρουπο.


Σε προορισμούς πολυσύχναστους χάνομαι μέσα στον κόσμο. Στους ερημικούς τόπους διαβάζω και σκέφτομαι. Υπάρχουν τα μέρη που έχω περάσει ωραία και θά’ θελα να επιστρέψω. Ομως εκεί στον χάρτη τόσα άλλα άγνωστα με περιμένουν και δεν μπορώ να αντισταθώ. Υπάρχουν και τα ταξίδια εκείνα που δεν πραγματοποιήθηκαν στην εποχή τους. Οι προορισμοί που δεν επισκέφθηκα όταν η ηλικία ή η μόδα το επέβαλε από ανάγκη να διαφοροποιηθώ, από άλλες υποχρεώσεις ή απλώς από ασυμφωνία χαρακτήρων. Μέσα μου όμως έχουν μείνει σαν κάτι λειψό στις αναμνήσεις, σαν ένα απωθημένο όπως τα ταξίδια των πολλών ωρών στα καράβια στριμωγμένοι στο κατάστρωμα στους πρώτους έρωτες, που οι συνθήκες μεταφοράς μικρή είχαν σημασία.


Σήμερα ξαναγυρίζω πίσω. Μετράω στον χάρτη τους ανεκπλήρωτους προορισμούς. Και τις αγάπες που δεν τους συνόδεψαν. Νησιά της άγονης γραμμής, που πια δεν είναι τόσο άγονη, και γεμίζουν από εκείνους που ήρθε τώρα η ώρα τους να τα επισκεφθούν. Γυρίζω το χρόνο πίσω και μετανιώνω για τα ταξίδια που δεν έγιναν. Εκεί και μέσα μου. Οταν η φωνή μου ήταν ακόμα πολύ αδύναμη για να τα επιβάλλει.
Τα συμπτύσσω. Ενα τη χρονιά. Εστω και τώρα παρά ποτέ.


Θα πάρω μαζί μου βιβλία. Ρούχα ανάλογα με τον προορισμό. Τη διάθεση που μου έχει απομείνει. Και την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή με την οποία θα τραβήξω φωτογραφίες, που όταν γυρίσω πίσω θα μου φαίνονται πολύ λίγες και θα μετανιώνω. Οπως μετανιώνω για αυτές που δεν τράβηξα σε εκείνα τα ταξίδια τα παλιά και που θα αποτύπωναν τα τοπία των νησιών και τα τοπία της ζωής μου. Θα τις κρατήσω στη μνήμη, λίγες θα εκτυπώσω, σαν τις άλλες που ποτέ δεν μπήκαν σε άλμπουμ αλλά βρίσκονται μέσα στους φακέλους του φωτογραφείου μαζί με τα αρνητικά τους, όπως και οι αναμνήσεις που τις συνοδεύουν.


Ψάχνω στο ίντερνετ δωμάτια και προορισμούς. Ψάχνω τον τρόπο να διορθώσω αυτά που δεν έζησα. Εστω και σε οικογενειακό τρίκλινο. Και το δωμάτιο να έχει οπωσδήποτε βεράντα για να καθόμαστε το βράδυ που δεν θα μπορούμε να βγούμε. Να διαβάζω ένα βιβλίο και να σχεδιάζω από την αρχή τα κομμάτια των καλοκαιριών.
Με μόνο γνώμονα οτι αυτό που μετράει είναι το ταξίδι και όχι ο προορισμός.