Καπνίσαμε λιγότερο, φάγαμε περισσότερο, κρυώσαμε πολύ. Η Βιέννη ήταν μουντή, μια μουντάδα που δεν υπάρχει παρά σπάνια στην Αθήνα, είναι οι μέρες που λέω πως δεν θα ξημερώσει. Υπήρχαν εκατόν τριάντα μουσεία. Είδαμε τρία τέσσερα, δύο μεγάλες εκθέσεις ζωγραφικής, κάτι σιχαμένα φίδια που άρεσαν πολύ στα πιτσιρίκια. Ηταν ένα ταξίδι που σχεδιάστηκε να γίνει πέρυσι, τελικά έγινε τώρα. Περπατώντας στους παγωμένους δρόμους δεν απέφευγες με τίποτα τις συγκρίσεις. Για την αρχιτεκτονική της πόλης, την ποιότητα ζωής, την οργάνωση. Ενα κομμάτι μέσα μου πάντα θα μαγεύεται από τον πολιτισμό ενός τέτοιου περιβάλλοντος, ένα άλλο θα λυπάται που έχασε την ευκαιρία να ζήσει φοιτητικά σε ευρωπαϊκά εδάφη, κι ένας τρίτος εαυτός ανενδοίαστα θα συνεχίζει να αναζητά τον ιδεώδη χώρο -στην πραγματικότητα θα υπερτονίζει τα μειονεκτήματα με μόνο λόγο την περιέργεια για το καινούργιο, την περιπέτεια, την αναζήτηση.
Η Ελλάδα έμοιαζε πολύ μακρινή και βαλκάνια, βρώμικη και ακριβή, αγενής και κακομαθημένη, μάλλον δεν μου έλειψε καθόλου. Σκεφτόμουν πόσο αυτός ο υπερβολικός ήλιος που διαθέτουμε σβήνει τα ελλατώματα. Τα λειαίνει. Το φως λάμποντας αμείλικτα τυφλώνει την αλήθεια, μας αναγκάζει να μισοκλείνουμε τα μάτια μας, μας παραμυθιάζει με τα οφέλη του, μας τοποθετεί στο κέντρο ενός κόσμου που στ’ αλήθεια δεν υπάρχει παρά μόνο στην περιορισμένη γεωγραφική συνείδηση ενός παιδιού που αντιλαμβάνεται μόνο αυτά που βλέπει και που υποθέτει αυθαίρετα τα άγνωστα.
Ο πυκνός ουρανός χωρίς ίχνος διαφάνειας, ένα άσπρο γκρίζο που δεν μεταβαλλόταν από τις ώρες, ίδιο πρωί μεσημέρι και απόγευμα, στις πέντε ήταν ήδη βαριά νύχτα. Περπατούσαμε θέλοντας τα πάντα. Προσπαθώντας να χωρέσουμε τη μυρωδιά της πόλης, τα γεγονότα σε λίγες μόνο μέρες. Υποσχεθήκαμε οτι θα επιστρέψουμε. Υποσχέθηκα σιωπηλά οτι θα αλλάξω, όχι άλλος δημιουργικός χρόνος χαμένος, όχι άλλες δικαιολογίες, ουσιαστικά πράγματα και μόνον.
Στο αεροπλάνο ήπια δυό ποτήρια κόκκινο αυστριακό κρασί. Ο ήλιος έλαμπε ήδη πάνω από τα σύννεφα. Η παρέα του ταξιδιού αποχαιρετίστηκε στις αφίξεις. Βγάλαμε τα κασκόλ. Στη διαδρομή αποκοιμήθηκα με τη λιακάδα . Στο σπίτι βρήκα όλα τα πράγματα στη μέση, την καράφα του νερού ξεχασμένη πάνω στο μπουφέ από το τελευταίο τραπέζι, τις σακούλες από τα ψώνια για το ταξίδι, τις προσδοκίες σκορπισμένες παντού. Εκανα έναν καφέ. Αναψα ένα τσιγάρο. Κάθισα στο γραφείο και άρχισα να γράφω τις δουλειές της επόμενης μέρας. Μέχρι το τέλος της λίστας η μαγεία είχε θαμπώσει.