Monday, 30 April 2007

Μερεμέτια

Με την ταμπέλα -μπορείς να με κάνεις οτι θέλεις- στο μέτωπο αφήνεις τα περάσματα ανοιχτά. Για ποιον λόγο, μήπως έτσι έμαθες ή έτσι θέλησες, μήπως αυτός είναι ο προορισμός ή το ταξίδι, μήπως αυτοτιμωρείσαι ή έμαθες οτι αυτή είναι η τιμωρία σου; Eυανάγνωστη -αν και διαφανής- σε όσους πρέπει, σε όσους έχουν τα όπλα∙ όλοι έχουν τα όπλα, όχι, μάλλον αυτοί που τα μάτια τους ή η ψυχή τους μπορεί να διαβάσει την αόρατη επιγραφή -η ηλικία δεν παίζει ρόλο μικροί ή μεγάλοι- ίσως οι μικροί ακόμα περισσσότερο καθώς μυρίζουν σαν τα σκυλιά την αδυναμία και επιτίθενται.



Ο Α.Κ. μου είχε πει πως κανείς δεν μπορεί να σε βλάψει παρά μόνο αν τον αφήσεις. Ηταν κάτι που με απασχόλησε καιρό πριν δω οτι έχει δίκιο. Εσύ είσαι που αφήνεις την πόρτα ανοιχτή, μην την ανοίγεις και διάπλατα δεν ξέρω. Εισδύουν τότε στο εσωτερικό σου, αυτό που από νεωτάτων χρόνων πάσχει. Λες με τον καιρό το έχεις διορθώσει -επιδιορθώσει είναι η σωστή λεξη. Επιδιορθώνουμε μόνο ρούχα στον ράφτη∙ μ’ αυτό τι θέλω να πω; Η συζήτηση είναι αν σε διαπερνά. Και πόσο. Και για πόσο. Και τι παθαίνεις μετά. Καθώς οι άμυνες απούσες ή υπολειτουργούν.



Κάτω από συνθήκες όλοι το παθαίνουν; Αλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο; Υπάρχουν κι εκείνοι που κρατούν καλά τα κλειδιά και αν ναι πως ζουν, μέσα σε ανθρώπους ή απομονωμένοι; Απόμακροι ή ισχυροί; Προνομιούχοι η αδιαπέραστοι;



Σήμερα η ηρεμία και η διάθεση μου ήταν για πολλές ώρες έρμαια στα χέρια ενός εφτάχρονου παιδιού. Πόσα περάσματα εγώ άφησα; Πόσα αυτό μπόρεσε να διαβάσει; Εξοντωμένοι στο τέλος και οι δυό κοιμηθήκαμε συγχρόνως.
Πρέπει να στοκάρω τις τρύπες. Φέρνουν πολύ κρύο τον χειμώνα και μηδαμινή δροσιά το καλοκαίρι.

Friday, 27 April 2007

The sleeping game

Στο χουζούρι της ημέρας, ξαπλωμένη από ώρα στο κρεββάτι, συνάντησα τα φοιτητικά μου χρόνια. Αλλά με περισσότερες ενοχές. Και πιο ταπεινά θέλω. Αυτά που μόλις πραγματοποιούνται επιστρέφουν ικανοποίηση.


Οι δουλειές που έπρεπε να γίνουν, μικρές παρενθέσεις. Διώχνοντας μακριά σκέψεις άγχους ξαναγύρισα στον ασφαλή έκταση του παπλώματος. Ανάμεσα σε διαλείμματα μικρού ύπνου και σύντομες αποδράσεις σε τόπους φανταστικούς, εκεί που το τώρα δεν έχει πρόσωπο, η μνήμη δεν έχει θέση.


Οι έκτακτες παρεμβολές του πρέπει νικιόντουσαν κατά κράτος. Εφερα το χέρι μου στα μάτια. Το φώς εμπόδιζε την ασαφή διάσταση ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο να επικρατήσει. Οι ήχοι του νηπιαγωγείου από απέναντι διασκέδαζαν την ησυχία.


Μέτρησα τις διαφορές. Παλιά γινόταν από άρνηση. Τώρα για διασκέδαση. Παλιά η αναβολή δεν είχε κόστος. Μια όμορφη συνθήκη επιμηκυνόταν όσο ήθελε στον χρόνο. Τώρα ο ρυθμός είναι πιο κοφτός. Ερχονται και φεύγουν οι επιθυμίες. Και κρατάνε λίγο. Και έμαθαν να μην εκτείνονται πολύ.

Καθώς αβέβαιο...


Στον παρονομαστή στριμώχνονταν εικόνες, άνθρωποι, θέλω και ματαιώσεις. Το φευγιό ήταν το ίδιο. Εγώ είχα αλλάξει. Η ο πραγματικός χρόνος στον οποίον βρίσκομαι. Πιο κοντά στο επιβεβλημένο, πιο μακριά από το υποθετικό.


Αυτό το πρωί ήθελα να ενώσω τα δύο. Το τότε με το τώρα.
Ο χρόνος της στιγμής και ο χρόνος των χρόνων δεν επέτρεψαν την συνένωση. Γύρισα πλευρό. Οι φωνές των παιδιών είχαν κοπάσει. Το διάλειμμα είχε τελειώσει
.

Tuesday, 24 April 2007

Μέτρα εφτά και βγές


Από τον πεσιμισμό στην αισιοδοξία πόσα σκαλοπάτια μεσολαβούν;



Μέτρα ένα για την όμορφη λιακάδα


Μέτρα δύο για κάτι που πήρε παράταση για αύριο


Μέτρα τρία για μια μουσική


Μέτρα τέσσερα για ένα τηλεφώνημα



Μέτρα πέντε για πέντε ρακές στον ήλιο


Μέτρα έξι γιατί σε γούσταρε και σου το είπε


Μέτρα εφτά γιατί εφτά είναι όλα τα θαύματα

Monday, 23 April 2007

Με το ζόρι μέλη

Κάπου εκεί χάθηκε κάθε λογική. Η ανοχή αντί να λειτουργήσει εκπαιδευτικά -ανασταλτικά λειτούργησε καταχρηστικά.
Και βρέθηκες να απολογείσαι για όσα οικειοθελώς παραχώρησες.
Και να δικαιολογείσαι για τις καλές προθέσεις.
Και να είσαι και υπόλογος στο τέλος.



Οσες φορές δεν θέλησα να κινηθώ σε πιο σκληρές αλλά δίκαιες λύσεις -στο όνομα της συμπάθειας προς την κατάσταση του άλλου- βρέθηκα να βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο. Η οργή και το αίσθημα της αδικίας ήταν τα τελικά συναισθήματα. Για μένα.
Τίποτα, σχεδόν, δεν είναι αυταπόδεικτο. Δεν θα ήταν και αυτό.
Κάποτε ένας δικηγόρος μου είπε: «Πρώτα βομβαρδίζουμε και μετά καθόμαστε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Συμφώνησα. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Το πρωί της άλλης μέρας άλλαξα δικηγόρο. Γιατί αν δεν είσαι έτσι, δεν μπορείς ξαφνικά να ενδύεσαι τον μανδύα του –εν δικαίω έστω- άτεγκτου.



Η αλήθεια είναι οτι φοβήθηκα. Την οργή που θα επέφερε μια τέτοια ακραία κίνηση, αλλά και τον εαυτό μου να διατάζει τον βομβαρδισμό. Με χαρτί και καλαμάρι και όλα τα δίκια με το μέρος μου, είναι η αλήθεια. Αλλά ο πόλεμος είναι κάτι που δεν αντέχω.
Οταν λοιπόν δεν επιτίθεσαι τι κάνεις; Aμύνεσαι όπως μπορείς. Αν μπορείς. Και σιγά σιγά κι αυτό εξασθενεί και χωρίς να το καταλαβαίνεις αρχίζεις να υποχωρείς. Στην αρχή από «κατανόηση», μετά από ενοχές και τέλος από κούραση. Μέγα λάθος.
Και μια ωραία μέρα έχουν όλα παραβιαστεί. Ο εαυτός σου, το μυαλό σου, οι ελευθερίες σου, οι πεποιθήσεις σου και ο ζωτικός σου χώρος. Γιατί έχεις δώσει χώρο. Πολύ.



Οι καλοί τρόποι και οι καλές συμπεριφορές αρμόζουν σε ανθρώπους που το αξίζουν.
Τι κι’ αν νομίζεις οτι η ήπια στάση θα τους ηρεμήσει και θα τους συνετίσει. Οι άνθρωποι αυτοί δεν θέλουν να ηρεμήσουν και να συνετιστούν. Θέλουν να βρίσκουν χώρο -που εσύ προσφέρεις- και να υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν, να περιέχονται με το ζόρι στη ζωή σου έστω και αρνητικά. Δημιουργώντας φασαρίες και προβλήματα. Αρκεί να περιέχονται.

Με το ζόρι μέλη.
Σε μια αρρωστημένη συνύπαρξη που εκείνοι εφηύραν χωρίς την συγκατάθεσή σου. Δεν την χρειάζονται. Αρκεί που είναι εκεί. Στοιχειωμένοι στους εφιάλτες σου.
Και πάντα πρόθυμοι να σου αποδείξουν πόσο καλά έκανες που τους εγκατέλειψες.


Χωρίς οίκτο, τώρα, σήκωσε τα μανίκια. Και μπες στην αρένα.

Wednesday, 18 April 2007

Δευτεράτζες

Ξύπνησα τα χαράματα. Εμεινα στο κρεββάτι μέχρι την καθιερωμένη ώρα. Λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι κοιμήθηκα για πέντε λεπτά.
Είχα πολύ καιρό να τον δώ. Η όψη του ήταν καλή. Και το χρώμα στο πρόσωπό του πολύ ζωντανό. Είχα λίγο χρόνο για να ρωτήσω τι και πώς έτσι περιορίστηκα στην παρατήρηση. Το σπίτι μας ήταν παλιωμένο και ασυγύριστο. Η μαμά μου ήταν κουρασμένη. Καθόταν σε μια πολυθρόνα και τον κοιτούσε. Δεν έδειχνε να απορεί με την παρουσία του. Στριφογύριζε. Επρεπε να διοργανώσουν ένα γεύμα. Χωρίς καλεσμένους. Χωρίς μενού. Μόνο ένα τραπέζι ήθελαν να αγοράσουν. Προσφέρθηκα να υποδείξω κατάστημα, αλλά ήταν αναστατωμένοι. Συζητούσαν γι’ αυτό. Πρότεινα κάποιο τραπέζι βεράντας. Για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μετά. Ηταν απόμακρος. Δεν έδωσε άλλες πληροφορίες. Το πρόσωπό του ήταν πολύ ζωντανό. Η μητέρα μου τον κοιτούσε. Ποιός ξέρει τι τους οδήγησε να συναντηθούν μετά από τόσα χρόνια έτσι σύντομα στον ύπνο μου. Βιαστικά.



«Θα πάρω τις βιβλιοθήκες. Και το τραπέζι του σαλονιού. Και την τραπεζαρία με τις καρέκλες. Και το ψυγείο, την κουζίνα, το πλυντήριο πιάτων και ρούχων. Και την τηλεόραση και το βίντεο το χαλασμένο. Και το γραφείο μου. Γιατί είναι μου.»
Μου είπε σε ένα σύντομο αλλά περιεκτικό τηλεφώνημα ο πρώην (μετά από τέσσερα χρόνια).
«Δέκα μέρες είναι καλά;»




Δεν ξέρω τι τρελούς συνειρμούς έκανε το μυαλό μου σε αυτό το σύντομο διάστημα ύπνου.
Ενα ξέρω. Πως οι άνθρωποι είναι δύο ειδών. Αυτοί που χτυπούν πάνω από τη ζώνη και αυτοί που χτυπούν κάτω απ’ αυτήν. Θέλω να συναναστρέφομαι τους πρώτους. Κι’ας συναναστάφηκα επί μακρόν έναν από τους δεύτερους.


Monday, 16 April 2007

The floating bed

Πως καταλήγουν οι άνθρωποι από πολύτιμοι άγνωστοι;

Είναι ο ίδιος άνθρωπος που πρωταγωνιστεί στα όνειρά σου και χαμογελάς. Και στους εφιάλτες σου και ξυπνάς με έντονη την αίσθηση στα χείλη. Και την γεύση της απιστίας στο μυαλό. Και ξανακλείνεις τα μάτια και όλα εντάξει.


Εδώ είναι. Ηταν μόνο ένα όνειρο. Και ησυχάζεις. Και σφίγγεις περισσότερο την αγκαλιά σου. Ομως αυτή η γεύση θα μείνει έντονη όλη την υπόλοιπη ημέρα.
Εκεί ζωντανή και αυτόνομη θα επανέρχεται τις στιγμές που ξεχνιέσαι και θα συμβουλεύει ύπουλα τους διαλόγους σου.

Τις ώρες του ύπνου θα βολεύεσαι στη στάση κουτάλι γιατί αυτή σου θυμίζει ασφάλεια. Λένε οτι αυτός που γυρίζει τη πλάτη θα φύγει πρώτος. Ποτέ δεν θα δώσεις σημασία.


Κάποιες λίγες φορές θα σκεφτείς τον εαυτό σου χωρίς τον άλλον. Και τότε η έλλειψη -στη φαντασία- θα τρυπήσει στ’ αλήθεια την καρδιά σου όπως ο ξαφνικός φόβος έχει σκοτώσει ανθρώπους.

Η θέα του εαυτού σου μπροστά στον αποχωρισμό θα σε τσακίσει, το στομάχι σου θα ανακατευτεί στην πιθανή απώλεια, τίποτα –φοβάσαι- δεν θα είναι ίδιο ξανά. Μερικές φορές θα σου καρφωθεί για τα καλά η ιδέα. Θα αρχίσεις ερωτήσεις και θα ζητάς απαντήσεις που θα ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο και θα υπογράφουν εγγυήσεις αγάπης. Απεριορίστου χρόνου.


Και μια μέρα μετά από λίγα χρόνια θα κοιτάξεις τον ίδιο άνθρωπο στα μάτια και τίποτα μέσα τους δεν θα σου είναι γνωστό.

Το σώμα θα στέκει, εκεί, ξένο και οι αγαπημένες μυρωδιές θα έχουν σβήσει.

Θα μιλάει σε μια άγνωστη γλώσσα και κάθε ίχνος νοσταλγίας θα έχει εξαλειφθεί.

Σε πέντε λεπτά θα νιώθεις αφόρητα και θα θες να δραπετεύσεις σε απάγκια μέρη. Τα δικά σας οικεία θα έχουν πια καταστραφεί και μαζί μ’ αυτά και η εμπιστοσύνη σου στη λέξη απεριόριστο.


Και τότε εκεί, στη μέση του δρόμου απορημένος θα νιώσεις ξανά αυτό το σφίξιμο στο στομάχι -αυτή τη φορά για όλα όσα χάθηκαν από αυτά που έδωσες, για όλη την απογοήτευση που μέτρησες, για τα όνειρα τα καλά και τα κακά, που τώρα φαντάζουν άκρως ελλιπή.

Saturday, 14 April 2007

Have you got a story for me?

Ψάχνοντας σαν ζαλισμένος τις αιτίες. Κοιτάζεις δεξιά αριστερά. Κάτω από τα γεγονότα. Μέσα στις στιγμές. Απέναντι από τον εαυτό σου. Πάνω από τα τετριμμένα.
Στιφογυρίζοντας στις αφορμές. Σμιλεύοντας τις αναμνήσεις. Σχεδιάζοντας το άγνωστο. Το αύριο. Και το μεθαύριο. Και το του χρόνου, γιατί όχι; Λες και το ξέρεις.



Μετράς αυτά που φταίνε. Αυτά που είναι εντάξει.
Αύριο θα είναι άλλα. Καινούργια φταίνε και καινούργια εντάξει.
Και κάθε μέρα θα μεταβάλλονται. Φτιάχνοντας ανόητες λίστες. Αυθαίρετες αποδείξεις της κακοτυχίας σου και του ανικανοποίητου.
Κι’ άλλες λίστες. Από αδυναμίες και προτερήματα. Από ταλέντα και αποτυχίες.
Από υποσχέσεις που είχες ερήμην δώσει όταν γεννήθηκες σ’ αυτόν τον κόσμο.



Θα, θα, θα. Θα μπορούσα, θα ήθελα, θα άντεχα, θα έφτιαχνα, θα κατάφερνα. Και ο εαυτός σου ακολουθεί μεταμφιεσμένος σε όλα αυτά τα θα. Με κυριλέ κοστούμια, φρικιάρικα πιστεύω, ηρωικές στιγμές με αποφάσεις γεμάτες καπνό και αλκοόλ, μεγάλες κατακτήσεις, σιωπηλές αποδοχές, εντυπωσιακές μάχες, μοναδικά επιτεύγματα. Για ξεχωριστούς ανθρώπους. Μοναδικά επιτεύγματα. Που δεν ήρθαν, αλλά θα.



Ομως οι κόκκοι της άμμου στην πυξίδα τώρα δείχνουν χωρίς αναμφιβολία υπεροχή στο κάτω μέρος, και συνεχίζουν να πέφτουν –τώρα σου φαίνεται με μεγαλύτερη ταχύτητα. Τρέχουν. Οι μεταμφιέσεις αρχίζουν να λιγοστεύουν. Μοιάζουν τώρα αρκετά με αληθινές, και έχουν μικρή ποικιλία. Αυτή που συναντιέται με το κανονικό. Λιγότερα θα. Περισσότερος ενεστώς. Και παρατατικός. Και αόριστος. Και πολλές προστακτικές. Η συρρίκνωση του υποθετικού λόγου είναι πια γεγονός.



Μια μέρα, που έβρεχε πολύ, κάποιος σου είπε οτι η ευτυχία δεν θα έρθει απ’ έξω, αλλά εσύ ήσουν πολύ απεγνωσμένος για να δώσεις βάση.

Thursday, 12 April 2007

Γυμνή στους δρόμους

Η είδηση:
Ετρεχε γυμνή στους δρόμους αφού κατάφερε να το σκάσει από το σπίτι που την κρατούσαν κλειδωμένη και την ανάγκαζαν να εκδίδεται παρά τη θέλησή της.




Η εικόνα:
Νέα γυναίκα τρέχει στους δρόμους στο κέντρο της Αθήνας. Τρέχει για να σωθεί. Είναι γυμνή. Η γύμνια την σοκάρει λιγότερο, το να γυρίσει εκεί είναι πιο αβάσταχτο. Τρέχει, και ο κόσμος που πηγαίνει στις δουλειές του, στα ραντεβού του, που κάνει τα ψώνια του, ο κόσμος την κοιτάζει. Μερικοί χαμογελούν, άλλοι σταματούν και συνεχίζουν να κοιτάζουν. Είναι γυμνή. Δεν έχει τίποτα. Τρέχει για να σωθεί. Τρέχει. Οπως το κοριτσάκι το καμμένο από τη Χιροσίμα. Καμμένη κι’ αυτή. Εσωτερικά.
Ισως φοράει ένα εσώρουχο. Τα στήθη της ανεβοκατεβαίνουν από το τρεχαλητό. Δεν έχει χρόνο να το καταλάβει. Πρέπει οπωσδήποτε να απομακρυνθεί. Ψάχνει για το αστυνομικό τμήμα. Ισως σταματάει και ρωτάει κάποιον γι αυτό. Συνέχεια κοιτάζει πίσω της. Ευτυχώς ακόμα δεν την έχουν φτάσει. Πού είναι; Πού είναι; Επιτέλους το βρίσκει. Μπαίνει μέσα, τα βλέμματα όλων επάνω της. Τι θέλει αυτή; Από που ξεφύτρωσε; Μήπως είναι τρελλή έτσι που γυρίζει;
Καταρρέει σε μια καρέκλα αναμονής. Δεν την ενδιαφέρει πια πόσοι ακόμα θα δούν την γύμνια της. Πόσοι θα χαϊδέψουν με τις ματιές τους το σώμα της. Αυτούς δεν τους μετράει. Υπάρχει η απόσταση.
Αρκεί που είναι εκεί. Λίγα μέτρα μακριά από την κόλαση.


Με σπασμένα ελληνικά αρχίζει να εξιστορεί.........

Wednesday, 11 April 2007

Κοίτα το πουλάκι

Και φάγαμε και ήπιαμε. Και είμασταν με αγαπημένους.
Πολλές στιγμές βρέθηκα μόνη μου και άλλες τόσες ευτυχισμένη από τη συντροφιά. Με διαυγείς σκέψεις και με ζαλισμένες. Οι εικόνες στο μυαλό ένα συνεχές πανηγύρι.
Ο χρόνος που περνάει και εμείς που αλλάζουμε. Λιγότερο ευέλικτοι, περισσότερο συμπαγείς, ίδιοι στις παραξενιές μας, λιγότερο επιπόλαιοι.


Χρόνια προσπαθούσαμε να είμαστε διαφορετικοί, να μην μοιάζουμε στους γονείς μας και όμως κάνουμε τα ίδια, με άλλα λόγια, βγάζοντας αναμνηστικές φωτογραφίες. Γιατί όλα είναι γραμμένα εκεί βαθιά μέσα στο μυαλό του παιδιού που θυμόμαστε να στροβιλίζεται στις συναθροίσεις και τα τραπέζια.
Και έτσι όμοιοι ερχόμαστε στις ίδιες απαιτήσεις, θέτουμε τα ίδια ερωτήματα, πίνουμε από το ίδιο κρασί, γελάμε με τα ίδια αστεία, μεθάμε για τις ίδιες απώλειες και βρίσκουμε νόημα συγκίνησης στα κόκκινα αυγά και στο φιλί της ανάστασης.
Πόσο διαφορετικοί γίναμε στ’ αλήθεια από τους γονείς μας; Ακόμα και από τους παππούδες μας;


Οι ίδιες επιθυμίες υπάρχουν. Τα σερβίτσια μόνο αλλάζουν. Το τραπέζι θα είναι πάντα ίδιο. Θα έχει τα ίδια καθίσματα. Και σιδερωμένο τραπεζομάντηλο. Οι φωτογραφίες, κι΄αυτές με τον καιρό θα ξεθωριάσουν. Τα ρούχα θα δείχνουν τη μόδα της εποχής. Και τα τραγούδια θα γίνουν ρετρό. Μόνο η ανάγκη του καθενός μας να ανήκει κάπου δεν θα πάψει να υπάρχει. Να χωθεί κι’ εκείνος στο φωτογραφικό κάδρο και να ελπίζει οτι και μετά από χρόνια στο ίδιο κάδρο θα περιέχεται.
Μη μου πεις τίποτα.
Κοίτα το πουλάκι και χαμογέλα.

Saturday, 7 April 2007

Λύτρον λύπης

"Πάσχα το τερπνόν
Πάσχα Κυρίου Πάσχα
Πάσχα πανσεβάσμιον ημίν ανέτειλε
Πάσχα εν χαρά αλλήλους περιπτυξώμεθα
ω Πάσχα, λύτρον λύπης!"

Thursday, 5 April 2007

Στο αντίθετο ρεύμα

Στο αντίθετο ρεύμα θέλω να οδηγώ.
Θέλω βροχή το καλοκαίρι και ήλιο καυτερό τον χειμώνα. Θέλω να σκέφτομαι τα πιο ηθικά πράγματα σε οίκο ανοχής και τα πιο πονηρά στην εκκλησία. Εκεί που όλοι φεύγουν θέλω να πηγαίνω και εκεί που όλοι πηγαίνουν να απέχω. Θέλω να είμαι ίδια στους διαφορετικούς και διαφορετική στους ίδιους.
Θέλω να κλαίω στις ταινίες του Σαρλό και να γελάω στα φτιασιδωμένα μελό. Θέλω να φεύγω λίγο πριν πάρω το τρόπαιο και να το διεκδικώ όταν είναι μάταιο. Θέλω όταν πρέπει να το βουλώσω να πω τα περισσότερα, και όταν πρέπει να μιλήσω να σιωπώ.
Θέλω να ανατινάζω τα νοικοκυρεμένα και να τακτοποιώ τα διαλυμένα. Θέλω την ακολουθία του έρωτα και την ταχύτητα του πάθους. Θέλω να αλλάζω θέμα όταν ακούω τις λέξεις για τις οποίες πάσχισα και να συντάσσω προτάσεις από τα ανύπαρκτα.
Θέλω να κάνω τον ήρωα στον μεγάλο πόνο και να καταρρέω στις μικρές διαπιστώσεις. Θέλω να μειώνω τις ιδιαιτερότητές μου και εξυψώνω τα κοινά μου. Θέλω να παλεύω όταν δεν υπάρχει ελπίδα και όταν οι πιθανότητες είναι ισχυρές να εγκαταλείπω. Θέλω να διαφωνώ στο αυτονόητο και να συμφωνώ στο απίθανο. Οταν όλοι αντιγράφουν θέλω να αφήνω κενά γιατί δεν ξέρω. Οταν όλοι διασκεδάζουν θέλω να μελαγχολώ.
Θέλω να αγαπάω εκεί που δεν υπάρχει ελπίδα.
Θέλω να δίνω εκεί που δεν υπάρχει τίποτα να πάρεις.

Θέλω να φεύγω λίγο πριν πραγματοποιηθεί αυτό που ονειρευόμουνα.



Και να ξαναγυρίζω.

Wednesday, 4 April 2007

Σαν πορτοκάλια κομμένα


Βράδυ, οι μυρωδιές έντονες. Τα λουλούδια της λεμονιάς σκεπάζουν τα πάντα, τα πρώτα φύλλα, η άνοιξη. Επιθυμίες πλημμυρίζουν τη λογική. Αισθήσεις. Μια καινούργια γέννα. Και η λογική χαμένη. Ξανά, ενώ είχες πει ποτέ. Ισως, ενώ είχες πει όχι. Ο έρωτας απρόσκλητος να εφορμά, με ασήμαντες δικαιολογίες, ως έννοια πλατιά και χωρίς πρόσωπο. Γιατί η φύση καλύτερα γνωρίζει.
Τα πρώτα βράδια χωρίς μπουφάν και με καινούργια σχέδια. Καινούργια πάλι. Σαν τα παλιά. Ιδια. Μόνο πιο ελαφρά ντυμένα. Και η ψυχή να αμβλύνεται. Eρήμην. Κοιτάζεις πίσω. Η νύχτα σκεπάζει τις σιλουέτες. Από τέτοια απόσταση ποιός μπορεί να δεί;

Και η μουσική. Τραγούδια που βάφτισες παντοτινά, μια νύχτα χωρίς ύπνο που σε βρήκε το πρωί με επαναστάσεις και ανοιχτό παράθυρο, ξαπλωμένο στο λίβινγκ ρούμ σε στάση εμβρυακή, με δάκρυα στεγνωμένα από τον αέρα. Κανείς δεν σε πήρε είδηση. Αλλά τα τραγούδια ήταν όλα εκεί, διασχίζοντας μελαγχολικά όλες σου τις ηλικίες.
Παράξενο, κανένα δεν είχε παλιώσει.
Διέσχισες τον διάδρομο και κοίταξες στον καθρέφτη, ναι ήταν όλα εκεί, -κι’ αυτή η χαζή ρομάντζα ακόμα- και τότε σκέφτηκες οτι δεν αλλάζει ο άνθρωπος κατά βάθος, μόνο στην όψη μεταβάλλεται.


Πάντα θα αγαπώ την ιστορία που ο Θεός κάθεται στην κορυφή ενός λόφου και κόβει στα δύο πορτοκάλια και τα αφήνει να κυλήσουν. Κάποια μισά ποτέ δεν βρίσκονται, τα άλλα όμως ξανακολλάνε με τέλειο και μοναδικό τρόπο.
Ξέρω ανθρώπους που ποτέ δεν θα πάψουν να δοκιμάζουν.

Monday, 2 April 2007

Από τον Στρίντμπεργκ στο Αυτόφωρο

Σάββατο βράδυ παρακολουθήσαμε στο θέατρο Στοά την παράσταση «Πατέρας» του Στρίντμπεργκ. Μια ωραία παράσταση, ένα έργο δυνατό που θέτει σημαντικά ερωτήματα αν και γραμμένο πριν από 120 χρόνια.
Αφου είχαμε λίγο βαρύνει είπαμε να ελαφρύνουμε την ατμόσφαιρα με ένα ποτάκι. Είχαμε την ιδέα να πάμε σε ένα τζάζ μπάρ στο Κολωνάκι. Τρία τέταρτα μετά και ενώ είχαμε κάνει τον περιφερειακό τέσσερεις φορές χωρίς να βρίσκουμε να παρκάρουμε κατηφορήσαμε στην πίσω γειτονιά και μετά από άλλο ένα τέταρτο βόλτα μπήκαμε στο 48. Που ήταν γεμάτο από κόσμο και καπνό.
Ανανέωσα το κραγιόν μου και έστρωσα το πουκάμισό μου. Η μουσική ντούπου ντούπου –εγώ όλα αυτά τα ονομάζω lounge, και δεν τα συμπαθώ καθόλου. Αφού ήπιαμε δυο τρία ποτά αποφασίσαμε να φύγουμε. Ειχε πολύ καπνό και είχαμε τελειώσει από ώρα την συζήτηση για την παράσταση.



Στην Αλεξάνδρας πάρκαρα εύκολα. Το μπαρ ήταν σκοτεινό. Δεν είχα ξαναπάει. Ανανέωσα το κραγιόν μου και ξεκούμπωσα ένα κουμπί από το πουκάμισό μου. Μόλις μπήκαμε μέσα και κατευθυνθήκαμε στη μπάρα τα κορίτσια πλησίασαν. Ηταν τρείς: μία πολυ ψηλή, μια πολύ εύσωμη και μια καθιστή που ήταν τσεκαδόρος στα ποτά. Μας ρώτησαν τι θα πιούμε και τα σχετικά, σέρβιραν κάτι που έμοιαζε με ουίσκυ και έφεραν αντί για πατατάκια μηλαράκι και πορτοκαλάκι κομμένο.
Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ όμορφη.
Γύρω μας ήταν διάφοροι άντρες σε μικρά καναπεδάκια με κοπέλες. Πίσω μου καθόταν ένας κύριος με γκριζαρισμένα μαλλιά κοντά στα 60. Η κοπελίτσα δίπλα του ήταν δεν ήταν 25. Ηταν πολύ ταιριαστοί.
Στο διπλανό δύο άντρες φίλοι, στην παρέα τους προστέθηκε μια μελαχροινή με άσπρες μπότες και φούστα κοντή. Απέναντι, το αντίθετο, ένας άντρας με δύο γυναίκες. Από την άλλη μεριά, δεξιά μου, καθόταν μία λουλουδού με αβυσσαλέο ντεκολτέ και φόρεμα εμπριμέ ίδιο με τα λουλούδια στα ταψάκια. Ενας κύριος στο βάθος χόρευε ροκ εν ρολ. Η παρτενέρ του ακολουθούσε με ντίσκο. Είχε ωραία πόδια και χαμογελούσε.
Υπήρχε dj και είχε και μικρόφωνο. Η ακολουθία των τραγουδιών ήταν μελετημένη και οι αλλαγές πολύ πετυχημένες.



Ολα σε σένα τα βρήκα είμαι ευτυχισμένος κάτι πιο πάνω από ερωτευμένος / σ’ έχω ερωτευτεί /what’s a man without a woman / «τι είναι χωρίς αγάπη;» / τα μαύρα μάτια σου / last night a dj saved my life / τρελλή κι’ αδέσποτη / fame / τα παπάκια στη σειρά α,α,α,α / σκουληκάκια για να βρούν α,α,α,α /
Hawai 5-0 / κι΄ήταν η ζωή μου κόλαση / και την έκανες απόλαυση / driver’s seat / yeeeah! / τα μαύρα τα εσώρουχά σου / γιατί; /γιατί; / γιατί; / είσαι ένα τρελοκόριτσο με μίνι ζυπ / «δώστα όλα Γιάννη» / στη μαμά μου θα το πω / αφού στο’ χω ξαναπεί / είσαι φοβερή η η η η / «για την Αννα τη νεράιδα της νύχτας» /
(κύριος, με σομόν γραβάτα, σκύβει κάτω μες στη μέση του μαγαζιού και αρχίζει να καθαρίζει το πάτωμα με χαρτί από κάτι που είχε πέσει. Πολύ ώρα) / στο κάτω κάτω της γραφής αξίζει να καταστραφείς / jailhouse rock (έπαιξε ακριβώς τρία δευτερόλεπτα)/ «το επόμενο για τον Θάνο» / θ’ ανάβω με τσιγάρα / θα σβήνω με ποτά / and I IIII/ will always love youuuuuu / «χρόνια πολλά Σάκη! Πάρτα!!» / στο άδειο μου πακέτο απόψε μπήκες / «Λάζαρε είσαι θεός!» / αχάριστη κι’ αλήτισσααααα / great balls of fire…




Στο πατσατζίδικο Αυτόφωρο ανανέωσα το κραγιόν μου και ξανακούμπωσα το κουμπί από το πουκάμισο. Το βραστό ήταν καυτό και έξω είχε αρχίσει να ξημερώνει.



Πάστορας
Δεν υπάρχει λόγος να με ντρέπεσαι, νεαρέ μου.
Ιλαρχος
Εξηγήσου αμέσως καθαρά, αλλιώς ξέρεις τι σε περιμένει.
Νεντ
Εντάξει λοιπόν... Ετσι έγινε το πράγμα. Χορεύαμε στου
Γαβρίλη...καταλαβαίνετε...και μου λέει ο Λούντβιχ...
Ιλαρχος
Τι δουλειά έχει ο Λούντβιχ; Μην αλλάζεις κουβέντα!
Νέντ
Μάλιστα, κύριε Ιλαρχε. Εντάξει λοιπόν... είπε η Εμμα «πάμε στον αχυρώνα»
Ιλαρχος
Κατάλαβα. Η Εμμα σε παρέσυρε!
Νεντ
Μάλλον, κύριε Ιλαρχε. Θα’ λεγα πως τίποτα δεν μπορεί να γίνει αν δεν το θέλει κι η κοπέλα
Ιλαρχος
Ασ’ τα αυτά και λέγε. Είσαι ο πατέρας του παιδιού ή όχι;
Νεντ
Που μπορώ να ξέρω;
Ιλαρχος
Τι εννοείς; Δεν το ξέρεις;
Νεντ
Είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος.
Ιλαρχος
Δηλαδή δεν ήσουν ο μόνος; Αυτό εννοείς;
Νεντ
Εκείνη τη φορά ήμουνα. Αλλά πώς μπορεί να ξέρει ένας άντρας οτι είναι ο μόνος;