Στους κύκλους της ζωής καμμιά φορά συμβαίνει να είσαι δύσθυμος, κι αυτό να μην ακολουθεί καμμιάν αιτία. Μπορεί να είναι οι τελευταίες συμπτώσεις, μπορεί να είναι σκέψεις που γίνονται αυτόματα σε βαθύτερα στρώματα, μπορεί να είναι απλώς διαπιστώσεις, φόβοι, ανασφάλειες που βρήκαν πρόσφορο έδαφος. Μπορεί και να μην είναι τίποτα απ΄όλα αυτά, παρά μόνο κούραση και πάλι κούραση. Αυτοί οι μικροί αυτοτελείς κύκλοι που δημιουργούνται από μια σπίθα, συχνά άγνωστη, ένα πρωινό που τίποτα το διαφορετικό δεν έχει - εξελίσσονται σε ασαφείς ιστορίες νομοτελειακά γραμμένες να έχουν μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος για τα οποία είσαι τελείως –ή σχεδόν- αμέτοχος. Η διήγηση αρχίζει από το πρόσφατο παρελθόν, ή λίγο πιο πίσω, καμμιά φορά χάνεται σε παλιά χρόνια και ακολουθεί τυχαίες εξιστορήσεις, συνδέει άσχετα γεγονότα, καταλήγει σε γνωστές διαπιστώσεις, ή αέναα ερωτήματα. Ο συνδετικός κρίκος είσαι εσύ. Καλύτερα η διάθεσή σου –αυτό το υποκειμενικό συναίσθημα που χαμαιλεοντίζει.
Κάπου εκεί συναντάς κάποιον. Σου είναι σχεδόν άγνωστος. Διανύεις ήδη την πέμπτη μέρα που πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι σου. Ο κάποιος δεν ξέρει τίποτα. Ούτε και φαντάζεται. Η αρχή της συνομιλίας είναι τυπική. Τυπικά κι’ εσύ ακούς -από ευγένεια συμμετέχεις. Λέει «όλα θα πάνε καλά, σε σκεφτόμουν», μοιάζει ο άνθρωπος που ξέρει, κοιτάζεις το κενό σαν πρόκειται να σου φέρει απαντήσεις, «έχω διαίσθηση οτι τα άσχημα είναι πίσω, τέλος τα προβλήματα, από εδώ και μπρος όλα θα είναι αλλιώς». Κοιτάζεις τα μάτια του. Τίποτα δεν σου λέει οτι ψεύδεται, τίποτα οτι γνωρίζει. Κάτι περισσότερο από εσένα. Κοιτάζεις εκεί ανάμεσα από τα φρύδια σαν αυτός να είναι ο τόπος της αλήθειας. Τίποτα δεν υπάρχει. Είναι μια στιγμή. Που σου προσφέρθηκε από το σύμπαν. Ή ένα τυχαίο περιστατικό. Που μπορείς να το ερμηνεύσεις κατά βούληση. Ο λογικός εαυτός σου καγχάζει.
Λίγη ώρα μετά ο ουρανός παύει να είναι τόσο μουντός. Η βροχή δεν σε ρίχνει. Η εσωτερική ιστορία στριμώχνεται στην έξοδο ενός κινηματογράφου. Το σύμπαν συνωμότησε για αυτή τη συνάντηση, για αυτό το μήνυμα που έπρεπε να σου σταλεί, ή η δική σου ενέργεια και πράξεις το κατέστησαν πραγματοποιήσιμο; Πώς η αυθαίρετη εικασία ενός ανθρώπου είχε τέτοια επίδραση μέσα σου;
Ενώ οι ερωτήσεις πλανώνται η βροχή έχει σταματήσει. Οι ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που σου δόθηκαν ήταν –για σένα- κάτι παραπάνω από επαρκείς. Το καλοκαίρι πλησιάζει. Αναρωτιέσαι σε ποιόν προορισμό θα ταξιδέψεις. Και αν είναι της μόδας το περσινό σου μαγιώ.
Κάπου εκεί συναντάς κάποιον. Σου είναι σχεδόν άγνωστος. Διανύεις ήδη την πέμπτη μέρα που πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι σου. Ο κάποιος δεν ξέρει τίποτα. Ούτε και φαντάζεται. Η αρχή της συνομιλίας είναι τυπική. Τυπικά κι’ εσύ ακούς -από ευγένεια συμμετέχεις. Λέει «όλα θα πάνε καλά, σε σκεφτόμουν», μοιάζει ο άνθρωπος που ξέρει, κοιτάζεις το κενό σαν πρόκειται να σου φέρει απαντήσεις, «έχω διαίσθηση οτι τα άσχημα είναι πίσω, τέλος τα προβλήματα, από εδώ και μπρος όλα θα είναι αλλιώς». Κοιτάζεις τα μάτια του. Τίποτα δεν σου λέει οτι ψεύδεται, τίποτα οτι γνωρίζει. Κάτι περισσότερο από εσένα. Κοιτάζεις εκεί ανάμεσα από τα φρύδια σαν αυτός να είναι ο τόπος της αλήθειας. Τίποτα δεν υπάρχει. Είναι μια στιγμή. Που σου προσφέρθηκε από το σύμπαν. Ή ένα τυχαίο περιστατικό. Που μπορείς να το ερμηνεύσεις κατά βούληση. Ο λογικός εαυτός σου καγχάζει.
Λίγη ώρα μετά ο ουρανός παύει να είναι τόσο μουντός. Η βροχή δεν σε ρίχνει. Η εσωτερική ιστορία στριμώχνεται στην έξοδο ενός κινηματογράφου. Το σύμπαν συνωμότησε για αυτή τη συνάντηση, για αυτό το μήνυμα που έπρεπε να σου σταλεί, ή η δική σου ενέργεια και πράξεις το κατέστησαν πραγματοποιήσιμο; Πώς η αυθαίρετη εικασία ενός ανθρώπου είχε τέτοια επίδραση μέσα σου;
Ενώ οι ερωτήσεις πλανώνται η βροχή έχει σταματήσει. Οι ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που σου δόθηκαν ήταν –για σένα- κάτι παραπάνω από επαρκείς. Το καλοκαίρι πλησιάζει. Αναρωτιέσαι σε ποιόν προορισμό θα ταξιδέψεις. Και αν είναι της μόδας το περσινό σου μαγιώ.