Monday, 18 June 2007

Οι ζωές των άλλων



Η μέρα ήταν ζεστή. Αναψα την καφετιέρα και πήγα στο σαλόνι. Κάτω από το κουφωμένο παράθυρο ξάπλωσα για λίγο στον καναπέ. Ενα μικρό ρεύμα με δρόσιζε και γρήγορα ξαναβυθίστηκα σ’ έναν ύπνο σύντομο, λίγο κλεμμένο και ένοχο. Είχα πολλές δουλειές που τις σημείωσα σ’ ενα κομματάκι χαρτί που το ’παιρνα μαζί μου από δωμάτιο σε δωμάτιο, μέχρι που δεν έκανα καμμία. Μόνο τον οδοντίατρο. Φόρεσα την καινούργια γέφυρα και εκεί σε μια γωνιά του Πειραιά από αυτές που ακόμα έχουν γειτονιές και νοικοκυρές στην πόρτα που τα λένε με τις γειτόνισσες, καθίσαμε με τον Μ., που είχε ως τότε έρθει να με βρεί, σε ένα καφενείο σε έναν πεζόδρομο με μουριές και μπλε τραπέζια. Φάγαμε μπακαλιάρο σκορδαλιά και χόρτα. Ενας νεαρός αλλοδαπός ήρθε με ένα τρίκυκλο και πουλούσε ψάρια που είχε πάρει τα ξημερώματα από την ιχθυόσκαλα.



Η γειτονιά ήταν ήσυχη, μόνο πού και πού κάποιες κοπέλες διέσχιζαν το απέναντι πεζοδρόμιο πηγαίνοντας μάλλον κάτι να ψωνίσουν και επέστρεφαν. Σαν εκείνη που ήταν αρκετά παχουλή και φορούσε κοντό παντελόνι βεραμάν και μπλούζα μαύρη με βαθύ ντεκολτέ, έξω η κοιλιά και τα στήθη της ξεχύλιζαν κάτω από τις μασχάλες. Ενα ντύσιμο παράταιρο για την ώρα και τη στιγμή. Περπατούσε με σιγουριά, φορούσε τακούνια που χτυπούσαν στο πλακόστρωτο, ήταν μελαχροινή και λικνιζόταν. Σε λίγο ξαναπέρασε βαστώντας ένα πακέτο τσιγάρα στο χέρι και χάθηκε στο παρακεί διώροφο με την λουλουδιασμένη σιδεριά στην πόρτα. Οι άντρες την κοίταξαν και σκέφτηκα οτι ο σκοπός της είχε επιτευχθεί, έστω και φευγαλέα, σε μια σύντομη διαδρομή πενήντα μέτρων.
Τρεις δρόμους πιο κεί αρχίζει το Κερατσίνι μας είπε ο αεροπόρος που έχει το κατάστημα και συνέχισε να μιλάει για την Εύβοια και ένα μαγαζί που είχε εκεί πριν χρόνια.



Η ζέστη μπαίνει από τα παράθυρα. Το καλοκαίρι είναι εδώ. Οι μυρωδιές της Ανοιξης έχουν χαθεί. Τη θέση τους έχει πάρει ο νοτιάς και μερικές φορές όταν φυσάει η αλμύρα φτάνει ως το σπίτι, η μυρωδιά του αντηλιακού πλημμυρίζει τα ρουθούνια μου, ένας συνειρμός αυθαίρετος και αυτόματος, που συνοδεύεται από εικόνες χρυσαφένιου ήλιου πάνω στο δέρμα. Στο δέρμα του καθενός ή στο αγαπημένο.
Οι δρόμοι μυρίζουν. Η άσφαλτος αναδίδει μια βρώμα που οι άλλες εποχές καταφέρνουν να καλύπτουν.
Περπατούσα στις πλάκες, ρυθμίζοντας τα βήματά μου ώστε να μην πατάω τους αρμούς, οι ήχοι από τα διαμερίσματα ταξίδευαν δημόσια, κάποιοι έβλεπαν τηλεόραση δυνατά, άλλοι άκουγαν μουσική. Περπατούσα μηχανικά ως το περίπτερο. Εξω απο ένα σπίτι συναντήθηκα με μια ευωδιά. Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα για να αποσαφηνιστεί. Οχι δεν ήταν γιασεμί. Ηταν απο μαλακτικό πλυντηρίου. Κοίταξα προς το μπαλκόνι. Ρούχα δεν υπήρχαν απλωμένα. Ούτε και γιασεμιά.



Σε θερινό σινεμά είχα να πάω πάνω από τρία χρόνια. Παρκάραμε εύκολα την ώρα που άλλαζαν οι προβολές. Μου φάνηκε τεράστιο. Στο συγκεκριμένο είχα χρόνια να πάω. Φοβήθηκα τον θόρυβο από την πολυσύχναστη περιοχή, όμως ήταν τελικά πολύ ήσυχα. Τα γιασεμιά δεν μύριζαν στον κινηματογράφο. Ενα μικρό γατάκι έπαιζε με τα χαλίκια. «Οι ζωές των άλλων» με συγκίνησαν πολύ. Είχα πολύ καιρό να καθηλωθώ τόσο από ταινία. Ηταν ένα ποίημα ειπωμένο με απλές εικόνες. Χαμηλών τόνων, αφήγηση σε ευθεία γραμμή, χωρίς εντυπωσιασμούς, απέφευγε να είναι μελό. Ενιωσα τι ωραίο πράγμα είναι η δημιουργία και το να φλέγεσαι να πεις αυτό που θέλεις. Κατάλαβα γιατί συνέρρεαν όλον το χειμώνα στο Αστυ για την ταινία, χάρηκα που αφορά αρκετούς. Μου αρέσει η λιτή διήγηση, με λίγες λέξεις που όμως παράγουν πολλά νοήματα. Και μηνύματα. Στο τέλος της ταινίας ένας κόμπος συγκίνησης που δεν έγινε δάκρυα από ντροπή εγκαταστάθηκε στο λαιμό μου.


Αργότερα σε ένα μπαρ κοντά στη θάλασσα με τον αέρα να χτυπά απαλά τα κατάρτια, αναρωτήθηκα τι σημαντικό πράγμα είναι η τέχνη και πως μπορεί να γεμίσει επαρκέστατα τις άδειες μας μέρες. Και νύχτες.
Και οι ζωές των άλλων, που τις παρατηρούμε από περιέργεια ή τυχαία, γίνονται ένα εσωτερικό σημείο αναφοράς και σύγκρισης με τη δική μας καθώς οι ελλιπείς και αυθαίρετες πληροφορίες που ταξιδεύουν ως τα μάτια μας, γίνονται βεβαιότητες που εξυψώνουν ή υποτιμούν το νόημα της δικής μας ύπαρξης, το περιεχόμενο της ζωής μας.
Ενα φως σ’ ένα δωμάτιο, κάποιες φωνές μέσα στη νύχτα, η μυρωδιά από το φαγητό που γίνεται μια Κυριακή μεσημέρι, η φωνή ενός μωρού, οι ήχοι από το ανοιχτό παράθυρο, τα ρούχα που φοράει κάποιος που κάθεται απέναντί μας, ένας άνθρωπος σ’ ένα εστιατόριο που τρώει μόνος, μια παρέα που γελάει δυνατά, ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο που μας προσπέρασε...

Wednesday, 13 June 2007

Προορισμοί

Ψάχνω από το πρωί να σχεδιάσω μια βδομάδα διακοπών. Εξι διανυκτερεύσεις. Αναχώρηση την έβδομη μέρα. Κατά τας κρατήσεις. Ψάχνω στο ίντερνετ. Μπαίνω στο ένα site διαβάζω, κοιτάζω ξενοδοχεία μετά κάτι θυμάμαι πάω στο google και πληκτρολογώ λέξεις ή φράσεις που μου έρχονται στο μυαλό. Μετά ξαναγυρίζω στις λίστες των δωματίων. Δεν είναι η πρώτη φορά. Στις ώρες αυτές που τριγυρίζω δικτυακά πραγματοποιώ μέσα μου μικρά ταξίδια. Πότε εδώ και πότε εκεί. Ειδικά τις φορές που δεν νιώθω καλά είναι λυτρωτικά. Κάποτε μετά από τέτοιες αναζητήσεις παύω να αναζητώ. Είναι σαν να ταξίδεψα. Σε όλα αυτά τα μέρη. Σε θάλασσες με κόσμο και παραλίες ερημικές. Βότσαλα και άμμος νωρίς το πρωί κι’ αργά το σούρουπο.


Σε προορισμούς πολυσύχναστους χάνομαι μέσα στον κόσμο. Στους ερημικούς τόπους διαβάζω και σκέφτομαι. Υπάρχουν τα μέρη που έχω περάσει ωραία και θά’ θελα να επιστρέψω. Ομως εκεί στον χάρτη τόσα άλλα άγνωστα με περιμένουν και δεν μπορώ να αντισταθώ. Υπάρχουν και τα ταξίδια εκείνα που δεν πραγματοποιήθηκαν στην εποχή τους. Οι προορισμοί που δεν επισκέφθηκα όταν η ηλικία ή η μόδα το επέβαλε από ανάγκη να διαφοροποιηθώ, από άλλες υποχρεώσεις ή απλώς από ασυμφωνία χαρακτήρων. Μέσα μου όμως έχουν μείνει σαν κάτι λειψό στις αναμνήσεις, σαν ένα απωθημένο όπως τα ταξίδια των πολλών ωρών στα καράβια στριμωγμένοι στο κατάστρωμα στους πρώτους έρωτες, που οι συνθήκες μεταφοράς μικρή είχαν σημασία.


Σήμερα ξαναγυρίζω πίσω. Μετράω στον χάρτη τους ανεκπλήρωτους προορισμούς. Και τις αγάπες που δεν τους συνόδεψαν. Νησιά της άγονης γραμμής, που πια δεν είναι τόσο άγονη, και γεμίζουν από εκείνους που ήρθε τώρα η ώρα τους να τα επισκεφθούν. Γυρίζω το χρόνο πίσω και μετανιώνω για τα ταξίδια που δεν έγιναν. Εκεί και μέσα μου. Οταν η φωνή μου ήταν ακόμα πολύ αδύναμη για να τα επιβάλλει.
Τα συμπτύσσω. Ενα τη χρονιά. Εστω και τώρα παρά ποτέ.


Θα πάρω μαζί μου βιβλία. Ρούχα ανάλογα με τον προορισμό. Τη διάθεση που μου έχει απομείνει. Και την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή με την οποία θα τραβήξω φωτογραφίες, που όταν γυρίσω πίσω θα μου φαίνονται πολύ λίγες και θα μετανιώνω. Οπως μετανιώνω για αυτές που δεν τράβηξα σε εκείνα τα ταξίδια τα παλιά και που θα αποτύπωναν τα τοπία των νησιών και τα τοπία της ζωής μου. Θα τις κρατήσω στη μνήμη, λίγες θα εκτυπώσω, σαν τις άλλες που ποτέ δεν μπήκαν σε άλμπουμ αλλά βρίσκονται μέσα στους φακέλους του φωτογραφείου μαζί με τα αρνητικά τους, όπως και οι αναμνήσεις που τις συνοδεύουν.


Ψάχνω στο ίντερνετ δωμάτια και προορισμούς. Ψάχνω τον τρόπο να διορθώσω αυτά που δεν έζησα. Εστω και σε οικογενειακό τρίκλινο. Και το δωμάτιο να έχει οπωσδήποτε βεράντα για να καθόμαστε το βράδυ που δεν θα μπορούμε να βγούμε. Να διαβάζω ένα βιβλίο και να σχεδιάζω από την αρχή τα κομμάτια των καλοκαιριών.
Με μόνο γνώμονα οτι αυτό που μετράει είναι το ταξίδι και όχι ο προορισμός.

Friday, 8 June 2007

Ιστορίες Ομόνοιας

Στον σταθμό μετρό Ομόνοια συγχωνεύτηκα με το πλήθος. Βγήκα από το βαγόνι, κατευθύνθηκα στην πίσω έξοδο, πάτησα στις πρώτες κυλιόμενες, ακολούθησα το ανθρώπινο φίδι στις δεύτερες και βγήκα στην έξοδο προς Γ΄ Σεπτεμβρίου. Εστριψα αριστερά και αμέσως δεξιά, στο δεξί πεζοδρόμιο σ’ αυτό που κάθεται στο πεζούλι πάντα ένας άντρας αλκοολικός με πλαστικές σακούλες με πράγματα ανάμεσα στα πόδια του, φορώντας τώρα καλοκαιρινά ρούχα, απέναντι από το ξενοδοχείο Ελλάς με τα μόνιμως κλειστά πατζούρια, στη γωνία είναι ο ανθοπώλης. Είδα έξω από το σουβλατζίδικο τις σκιές τριών ναρκομανών απέναντι από τον Ερυθρό Σταυρό και λίγο πριν κάποιες πουτάνες που ήταν ήδη στο πόστο τους στη Βερανζέρου αν και έντεκα το πρωί. Προσπέρασα έναν τύπο με γκλίτσα, έναν με άσπρο κοστούμι και παπούτσια, έναν που μου έκλεισε το μάτι και μια κοπέλα με κόκκινους κοθόρνους.



Εστριψα στη Σολωμού και μπήκα στην παλιά πολυκατοικία, που νομίζω πια δεν κατοικεί σχεδόν κανείς και όλα τα διαμερίσματα είναι γραφεία ή επαγγελματικοί χώροι. Δεν χαιρέτησα τον θυρωρό, ποτέ του δεν μου έχει απαντήσει, ανέβηκα με τα πόδια στον πρώτο όροφο εκεί που είναι το σαλόν ντε μπωτέ της κυρίας Βέρας. Το παραθυράκι της εξώπορτας ήταν ανοιχτό –μέσα από την περίτεχνη σιδεριά είδα το είδωλό μου στον καθρέφτη. Χτύπησα το κουδούνι.
Την κυρία Καίτη την έβλεπα πρώτη φορά. Συστηθήκαμε από ευγένεια. Ηταν πελάτισσα πάνω από είκοσι χρόνια. Πιάσαμε την κουβέντα.


Είχε μείνει χήρα τρείς μήνες μετά τον γάμο της και τέσσερεις μετά τη γνωριμία τους. Ο άντρας της πέθανε από καρδιακή προσβολή ένα μεσημέρι που είχε γυρίσει από τη δουλειά. Εμεναν μαζί με την μητέρα του. Οταν κατάλαβε οτι φεύγει την έβαλε να του υποσχεθεί οτι θα πρόσεχε τη γυναίκα του και θα την είχε πάντα σαν κόρη δική της. Ηταν 42 ετών. Η κυρία Καίτη έμεινε εφτά χρόνια στο ίδιο σπίτι με την πεθερά της. Οι δυό τους. Η μία δεν μπορούσε να αφήσει την άλλη. «Ηταν εφτά φορές σαν μάνα μου» είπε. «Ακόμα και με τα υπόλοιπα παιδιά της τσακώθηκε για να με υποστηρίξει». Εφτά χρόνια δεν βγήκε έξω. Πενθούσε έναν ευτυχισμένο γάμο που δεν έζησε. Πενθούσε έναν άνθρωπο που μόλις είχε γνωρίσει. Ισως πενθούσε την ίδια την αδικία. Η το ημιτελές. Οταν η πεθερά πέθανε πενθούσε και τους δύο.


Λίγο καιρό μετά άρχισε να βγαίνει έστω και με το ζόρι. Παντρεύτηκε ένα ναυτικό που της προξένεψαν αφού του ξεκαθάρισε: ή τη θάλασσα ή την Καίτη. Μια μέρα της είπε οτι θα φύγει. Οταν ζούσε με τους γονείς του έφευγε συνέχεια. Του είπε: «Να φύγεις. Οποτε θες. Μόνο να θυμάσαι οτι εγώ δεν είμαι η μάνα σου ή ο πατέρας σου. Είμαι η γυναίκα σου κι’ αυτό να το μετρήσεις. Είναι 25 χρόνια μαζί.
Λέει πως η ζωή την αντάμειψε αφού πρώτα την πότισε πολλές στενοχώριες. «Με υπομονή γίνονται όλα» μου είπε όταν τη ρώτησα τι της έμαθε η ζωή.
Η κυρία Καίτη κάθε άνοιξη κάνει σύσφιξη και μασάζ. «Πρέπει κανείς να περιποιείται το έξω του» μου είπε. Μετά θα πήγαινε κομμωτήριο.



Τα σύννεφα είχαν μαζευτεί πάλι στον ουρανό. Ενα ψυχρό αεράκι φύσηξε για λίγο. Οι πρώτες σταγόνες δεν άργησαν. Περπατούσα σιγά στο γλιστερό πεζοδρόμιο.
Είδα τον αλκοολικό που κάθεται πάντα στο πεζούλι απέναντι από το ξενοδοχείο Ελλάς, που έχει πάντα κλειστά πατζούρια, μερικές πουτάνες στη Βερανζέρου, προσπέρασα τον ανθοπώλη και ένα ζευγάρι ναρκομανών που περπατούσε και μιλούσε δυνατά, έστριψα αριστερά, στην είσοδο του μετρό, που επισκεύαζαν τις κυλιόμενες, έψαξα το εισιτήριό μου και περίμενα το τρένο που άργησε και όταν ήρθε είχε πολύ κόσμο, μια κυρία με έσπρωξε και εκνευρίστηκα, μια άλλη μιλούσε ακατάπαυστα, μία στεκόταν μπροστά σε μια διαφήμιση που ήθελα να διαβάσω αλλά δεν τα κατάφερα.



Αν για κάτι πρέπει να είναι υπερήφανη η Ομόνοια είναι για το όνομά της. Πράγματι, ενώνει όλο αυτό το συνονθύλευμα ανθρώπων, σαν μια ανεξάρτητη πολυπολιτισμική πρωτεύουσα μέσα στην πρωτεύουσα. Αν για κάτι πρέπει να είναι υπερήφανη η κυρία Καίτη είναι για την υπομονή της. Και για την διάθεση αρμονικής συμβίωσης που επέδειξε. Ή αλλιώς για την ομόνοια.
Στον σταθμό Φιξ έτρεξα γρήγορα στο επίπεδο δύο, ανέβηκα στο μηδέν για να πληρώσω, ξανά στο επίπεδο δύο για να πάρω το αυτοκίνητο. Βγαίνοντας στο φως το πάρκιγκ μου φάνηκε αποπνικτικό. Και η υπομονή μου άκρως ανεπαρκής.

Wednesday, 6 June 2007

Σκέψεις ή όταν έρχονται τα σύννεφα

[Το παλιό σεντούκι περιέχει πολλές πληροφορίες. Τις φορές που άνοιγε, ο καθένας μπορούσε να τις δεί και να διαλέξει. Παλιά φορέματα, φωτογραφίες, βινύλια, σακουλάκια με μυρωδικά και διαλεγμένα όνειρα. Στη σοφίτα -ως οφείλει κάθε σεντούκι να είναι, με τις κλειδαριές του που εύκολα παραβιάζονται, με σκόνη και λίγους ιστούς αράχνης. Στο σημείο που πρέπει να στέκεσαι λίγο σκυφτός. Οι μικρότεροι πάντα πιο ευνοημένοι. Παλιά παιχνίδια αρτιμελή και όχι, κάποια παιδικά ρουχαλάκια, οι αποκριάτικες στολές, δυό τρία βιβλία γαλλικών με την Μαρτίν στην εξοχή, την Μαρτίν που κάνει πάρτυ και που πάντα φοράει το ίδιο φόρεμα σε άλλες αποχρώσεις -το μικρό μαύρο φόρεμα αλλά χρωματιστό. Μια παλιά μηχανή προβολής, αυτή η γκρίζα με τις υπέροχες καμπύλες, μερικές ταινίες που ποιός να ασχοληθεί, λίγες ζωγραφιές σε χαρτόνι από το νηπιαγωγείο στη δεκαετία του εβδομήντα.



Παιδικά γέλια, φωνές μεγάλων, απόηχοι καυγάδων, τρυφερές αγκαλιές από χέρια που δεν υπάρχουν πιά. Και προεκτάσεις. Πολλές προεκτάσεις. Ειδωμένες με ανώριμα μάτια και σταλμένες βαθιά στον χρόνο. Τον μέλλοντα που έγινε παρατατικός και μετά αόριστος. Με υπέροχες αυθαιρεσίες και συμπεράσματα στιγμής που θεωρήθηκαν παντοτινά, τραβηγμένα και ξεχειλωμένα με βεβαιότητες επιπόλαιες αλλά πλήρεις. Γηγενείς μιας χώρας φανταστικής. Τεχνικολόρ και σινεμασκόπ. Και με προοπτική αναβατική. Οτι είναι πιο πίσω τοποθετείται πιο ψηλά.
Κι ας έπεφτε η βροχή για χρόνια. Διαταράσσοντας την ησυχία. Χαράζοντας ανεπαίσθητα ρυάκια αισθημάτων. Ενρινων. Εντατικών προθέσεων αποτελέσματα. Διδάσκοντας την απόσταση με όρους αποσιωποιημένους, αλλά απαράβατους. Καλλωπίζοντας τις στιγμές με συγκίνηση. Ψελλίζοντας αυτά που δεν ειπώθηκαν.]




Αλλη μια μέρα με βροχή και σύγχυση ανυπέρβλητη. Με χαμένες σκέψεις που δεν στοιχίζονται παρά με κόπο και που προσπερνούν την πραγματικότητα, χαμογελώντας με συμπάθεια όταν κάνεις τη διαδρομή ξανά. Γυρίζοντας πίσω στο σημείο που κάτι σκέφτηκες να πας να πάρεις και που, όταν τα βήματα σε οδήγησαν εκεί, είχες ήδη ξεχάσει. Γράφοντας στο μυαλό μικρά αποσπάσματα που απαρτίζονται από ωραίες λέξεις και εικόνες και που χάνονται την ίδια στιγμή που γεννιούνται για να δώσουν τη θέση τους σε άλλες που κι’ αυτές το ίδιο θα διαρκέσουν. Μονόλογοι εναντίον μονολόγων. Χωρίς ακροατήριο.



Περπατώντας στο μουσκεμένο πεζοδρόμιο κάνοντας την ίδια γνωστή διαδρομή περνώντας στο απέναντι στο ίδιο σημείο, κοιτάζοντας τα ίδια μαγαζιά και έχοντας τις ίδιες ερωτήσεις –χρόνια τώρα. Και οι αγαπημένοι άνθρωποι, ζουν γύρω σου μα όλο και απομακρύνονται, σαν να μπήκαν όλοι στην ίδια βάρκα και κάποιος να έκοψε το σκοινί. Σε ένα ποτάμι που έχεις δεί στον ύπνο σου και κατασκεύασες στον ξύπνιο σου και που είναι πάντα ήρεμο και σιωπηλό. Σε κοιτάζουν∙ κι’ εσύ τους βλέπεις -κανείς δεν μιλάει. Εσύ δεν φωνάζεις. Στέκεις μόνο εκεί και βουβά τους παρακολουθείς να απομακρύνονται με ταχύτητα αργή. Επιλογή παθητικού χρόνου.



Σκέφτεσαι πως είναι μόνο λέξεις που γεννήθηκαν για να πουν μόνο αυτό, δεν είναι πράξεις -στην πραγματικότητα τα πράγματα δεν έχουν γίνει καθόλου έτσι. Αρκεί μια άλλη σειρά και θα βγάλουν άλλο νόημα. Ομως η μουσική είναι πολύ συγκινητική και εμποδίζει τη λογική. Σαν πρίσμα διαχέει τις λέξεις σε τρυφερά στρώματα που λίγο ξέρουν να αντιστέκονται και πολύ να νικιούνται.

Monday, 4 June 2007

Στην Pizza Ascot δεξιά

Ο δρόμος για τον Κάλαμο ήταν ανοιχτός νωρίς το απόγευμα. Τίποτα δεν θύμιζε Σαββατιάτικη έξοδο. Το πάρτυ άρχιζε στις έξι. Καθόμουν στο πίσω δεξί κάθισμα, πάει πολύς καιρός που ήμουν επιβάτης και όχι οδηγός σε αυτοκίνητο. Ο ήλιος ήταν δυνατός. Το ίδιο και οι φωνές των παιδιών στα αυτιά μου. Ο πατέρας της κόρης μου είχε τον ίδιο προορισμό. Πίσω μας, συνεπιβάτης κι’ αυτός σε φιλικό αυτοκίνητο. Βγήκαμε στην έξοδο για Ωρωπό. Οι συνεχείς στροφές ζάλιζαν λίγο τα παιδιά. Εγώ κοιτούσα έξω. Η πρώτη φορά που είχα έρθει ήταν με ένα φίλο μου μετά το σχολείο. Ηρθαμε βράδυ – φύγαμε βράδυ. Είχε ξεχάσει τα κλειδιά του σπιτιού του. Η τελευταία, μεσημέρι Κυριακής σε μια ταβέρνα με ψάρια. Είχαμε ακόμα οικογενειακή σύνθεση. Η μικρή ήταν πολύ μικρή. Είχαμε φάει μπαρμπούνια.



Οι στροφές κατέληγαν στη θάλασσα. Για Κάλαμο έστριβες δεξιά. Ενας στενός δρόμος, από κάτω λιγοστή αμμουδιά. Παραθαλάσσια οικήματα, μερικές παλιές πολυκατοικίες με ενοικιάζεται, μικρά ξενοδοχεία του ’70 με μικρά μπαλκονάκια, τραπεζάκι και δύο καρέκλες.
Θα’ θελα ένα δωμάτιο για μια διανυκτέρευση. Να διασχίσω τη μίζερη ρεσεψιόν, να ανέβω τις σκάλες από μαρμαρίνες έως τον δεύτερο όροφο. Υστερα να βγω στο μπαλκονάκι και να ατενίσω τη θέα της απέναντι ξηράς και μερικές στιγμές από παλιές δεκαετίες. Θα’ θελα να περπατήσω μετά στη στενή παραλία, να γευματίσω σε εξοχικό εστιατόριο, παραθαλάσσιο, με λίγο κόσμο –εκτός σεζόν. Να γυρίσω στο δωμάτιο περασμένο απόγευμα και να χαθώ στον έρωτα. Η ώρα να μην έχει σημασία. Το ξενοδοχείο να είναι σχεδόν άδειο. Και οι ήχοι μας ιδιωτικοί. Την άλλη μέρα να φάω πρωινό φρυγανιές με βούτυρο και μαρμελάδα φράουλα. Να ταξιδέψω πίσω στην Αθήνα νωρίς το απόγευμα. Να είναι μια σημαντική ανάμνηση. Να λέμε «θυμάσαι τότε στον Ωρωπό;»



Στην Pizza Ascot στρίψαμε δεξιά. Το σπίτι ήταν λιτό. Είχε γύρω του μια τσιμεντένια νησίδα. Το υπόλοιπο ήταν κήπος απεριποίητος. Εκεί ήταν στημένο ένα φουσκωτό παιχνίδι. Είδα την Χ. Είχα να την δω ένα χρόνο. Από ένα πάρτυ του νηπιαγωγείου σε μια πισίνα. Ηταν τότε αρχές καλοκαιριού. Ηταν ήδη δυό χρόνια χωρισμένη. Είχαμε μιλήσει για τη Σύμη. Μόλις είχε γυρίσει από εκεί. Ηταν τότε με κάποιον. Ζούσαν μαζί. Θα παντρεύονταν σε λίγους μήνες. Την ρώτησα τα νέα της. Οχι δεν είχε παντρευτεί, είχε χωρίσει. Είπε πως δεν τα πήγαιναν καλά με τον γιό της. Είπα κρίμα. Είπε είναι καλύτερα έτσι. Την κοίταζα και θυμήθηκα όταν τον είχε πρωτογνωρίσει. Το είχα καταλάβει αμέσως από το πρόσωπό της. Ελαμπε. Μετά – όταν είχαν αποφασίσει να παντρευτούν – είχε μια ησυχία η όψη της. Και μια νίκη. Ενάντια στην τύχη. Χτές ήταν θαμπή. Δεν ρώτησα τίποτα άλλο.



Στην επιστροφή τα παιδιά κοιμόνταν ακουμπισμένα το ένα στο άλλο. Στις στροφές ένα φορτηγάκι με ανταλλακτικά αυτοκινήτων ανέλαβε να οδηγήσει την πομπή με χαμηλή ταχύτητα. Το φεγγάρι – σκάρτη πανσέληνος- είχε μόλις ανατείλει. Σκέφτηκα οτι μια δεύτερη σχέση, μετά από ένα διαζύγιο, έχει περισσότερες πιθανότητες να πετύχει αν και ο άλλος έχει παιδιά. Γιατι νιώθει και ξέρει.
Η εθνική οδός είχε λίγη κίνηση. Συναντηθήκαμε έξω από το σπίτι μου. Παρέδωσα τη μικρή στον πατέρα της στο άλλο αυτοκίνητο. Θα περνούσαν μαζί την Κυριακή. Εβαλα στην νάυλον τσάντα τα ρούχα που είχα μαζί μου, τα δεύτερα παπούτσια, το δώρο του πάρτυ και το παιχνιδάκι της. Για νυχτικό θα φορούσε μια μπλούζα του.
Είχε φτάσει σχεδόν δώδεκα. Ενας αστυνομικός έριχνε πριονίδι σε κάτι λάδια που είχαν χυθεί στο δρόμο, φτιάχνοντας ένα προσωρινό ρυάκι. Το φεγγάρι δεν είχε ακόμα φανεί πάνω από τις πολυκατοικίες, ούτε και θα μπορούσε να καθρεφτιστεί.

Friday, 1 June 2007

Για την Αμαλία II

«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.»



(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)



«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας...»



(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007)



Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα.



Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.





Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαϊου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών.



Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://fakellaki.blogspot.com, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.



«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»



(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου - μητέρα και αδελφή της Αμαλίας)



Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:



«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.»



Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:



* ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ

* ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

* ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ

* ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.

* ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ







ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.



* ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ





ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.




Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων



(Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, λογαριασμός Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, λογαριασμός Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι "για την Αμαλία").






ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ