Η γειτονιά ήταν ήσυχη, μόνο πού και πού κάποιες κοπέλες διέσχιζαν το απέναντι πεζοδρόμιο πηγαίνοντας μάλλον κάτι να ψωνίσουν και επέστρεφαν. Σαν εκείνη που ήταν αρκετά παχουλή και φορούσε κοντό παντελόνι βεραμάν και μπλούζα μαύρη με βαθύ ντεκολτέ, έξω η κοιλιά και τα στήθη της ξεχύλιζαν κάτω από τις μασχάλες. Ενα ντύσιμο παράταιρο για την ώρα και τη στιγμή. Περπατούσε με σιγουριά, φορούσε τακούνια που χτυπούσαν στο πλακόστρωτο, ήταν μελαχροινή και λικνιζόταν. Σε λίγο ξαναπέρασε βαστώντας ένα πακέτο τσιγάρα στο χέρι και χάθηκε στο παρακεί διώροφο με την λουλουδιασμένη σιδεριά στην πόρτα. Οι άντρες την κοίταξαν και σκέφτηκα οτι ο σκοπός της είχε επιτευχθεί, έστω και φευγαλέα, σε μια σύντομη διαδρομή πενήντα μέτρων.
Τρεις δρόμους πιο κεί αρχίζει το Κερατσίνι μας είπε ο αεροπόρος που έχει το κατάστημα και συνέχισε να μιλάει για την Εύβοια και ένα μαγαζί που είχε εκεί πριν χρόνια.
Η ζέστη μπαίνει από τα παράθυρα. Το καλοκαίρι είναι εδώ. Οι μυρωδιές της Ανοιξης έχουν χαθεί. Τη θέση τους έχει πάρει ο νοτιάς και μερικές φορές όταν φυσάει η αλμύρα φτάνει ως το σπίτι, η μυρωδιά του αντηλιακού πλημμυρίζει τα ρουθούνια μου, ένας συνειρμός αυθαίρετος και αυτόματος, που συνοδεύεται από εικόνες χρυσαφένιου ήλιου πάνω στο δέρμα. Στο δέρμα του καθενός ή στο αγαπημένο.
Οι δρόμοι μυρίζουν. Η άσφαλτος αναδίδει μια βρώμα που οι άλλες εποχές καταφέρνουν να καλύπτουν.
Περπατούσα στις πλάκες, ρυθμίζοντας τα βήματά μου ώστε να μην πατάω τους αρμούς, οι ήχοι από τα διαμερίσματα ταξίδευαν δημόσια, κάποιοι έβλεπαν τηλεόραση δυνατά, άλλοι άκουγαν μουσική. Περπατούσα μηχανικά ως το περίπτερο. Εξω απο ένα σπίτι συναντήθηκα με μια ευωδιά. Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα για να αποσαφηνιστεί. Οχι δεν ήταν γιασεμί. Ηταν απο μαλακτικό πλυντηρίου. Κοίταξα προς το μπαλκόνι. Ρούχα δεν υπήρχαν απλωμένα. Ούτε και γιασεμιά.
Σε θερινό σινεμά είχα να πάω πάνω από τρία χρόνια. Παρκάραμε εύκολα την ώρα που άλλαζαν οι προβολές. Μου φάνηκε τεράστιο. Στο συγκεκριμένο είχα χρόνια να πάω. Φοβήθηκα τον θόρυβο από την πολυσύχναστη περιοχή, όμως ήταν τελικά πολύ ήσυχα. Τα γιασεμιά δεν μύριζαν στον κινηματογράφο. Ενα μικρό γατάκι έπαιζε με τα χαλίκια. «Οι ζωές των άλλων» με συγκίνησαν πολύ. Είχα πολύ καιρό να καθηλωθώ τόσο από ταινία. Ηταν ένα ποίημα ειπωμένο με απλές εικόνες. Χαμηλών τόνων, αφήγηση σε ευθεία γραμμή, χωρίς εντυπωσιασμούς, απέφευγε να είναι μελό. Ενιωσα τι ωραίο πράγμα είναι η δημιουργία και το να φλέγεσαι να πεις αυτό που θέλεις. Κατάλαβα γιατί συνέρρεαν όλον το χειμώνα στο Αστυ για την ταινία, χάρηκα που αφορά αρκετούς. Μου αρέσει η λιτή διήγηση, με λίγες λέξεις που όμως παράγουν πολλά νοήματα. Και μηνύματα. Στο τέλος της ταινίας ένας κόμπος συγκίνησης που δεν έγινε δάκρυα από ντροπή εγκαταστάθηκε στο λαιμό μου.
Αργότερα σε ένα μπαρ κοντά στη θάλασσα με τον αέρα να χτυπά απαλά τα κατάρτια, αναρωτήθηκα τι σημαντικό πράγμα είναι η τέχνη και πως μπορεί να γεμίσει επαρκέστατα τις άδειες μας μέρες. Και νύχτες.
Και οι ζωές των άλλων, που τις παρατηρούμε από περιέργεια ή τυχαία, γίνονται ένα εσωτερικό σημείο αναφοράς και σύγκρισης με τη δική μας καθώς οι ελλιπείς και αυθαίρετες πληροφορίες που ταξιδεύουν ως τα μάτια μας, γίνονται βεβαιότητες που εξυψώνουν ή υποτιμούν το νόημα της δικής μας ύπαρξης, το περιεχόμενο της ζωής μας.
Ενα φως σ’ ένα δωμάτιο, κάποιες φωνές μέσα στη νύχτα, η μυρωδιά από το φαγητό που γίνεται μια Κυριακή μεσημέρι, η φωνή ενός μωρού, οι ήχοι από το ανοιχτό παράθυρο, τα ρούχα που φοράει κάποιος που κάθεται απέναντί μας, ένας άνθρωπος σ’ ένα εστιατόριο που τρώει μόνος, μια παρέα που γελάει δυνατά, ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο που μας προσπέρασε...