Σημείωσα σ’ ένα χαρτί αυτό που λέει ο αδελφός μου: «όταν γράφεις σημασία έχει τι θες να πείς και αν αυτό μπορεί να ενδιαφέρει και άλλους». Κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας. Ξέρει τι λέει. Από το ανοιχτό παράθυρο έρχονταν οι μυρωδιές από τα Κυριακάτικα φαγητά. Μοσχαράκι κοκκινιστό ως επί το πλείστον, σκόρδο και ντομάτα που βράζει. Αξεπέραστη μυρωδιά. Θα είχαν καλεσμένους στο τραπέζι τους; Ανθρώπους που αγαπούσαν ή απλώς υποχρεώσεις; Θα επιναν κρασί, ο ήλιος θα έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα της τραπεζαρίας, το καλό τραπεζομάντηλο θα ήταν στρωμένο, κάποιος θα έλεγε αστεία, στο τέλος λίγο ζαλισμένοι θα αγαπιόντουσαν περισσότερο. Θα έκοβαν το γλυκό και θα έψηναν καφέ. Τα παιδιά θα έπαιζαν παρακεί. Θα είχε φτάσει απόγευμα.
Ανοιξα την καφετιέρα και έφτιαξα πρωινό. Υπήρχαν μαθήματα της κόρης μου που δεν είχαν προλάβει να γίνουν την προηγούμενη. Οτι χειρότερο για Κυριακή. Ηπια δυό γουλιές καφέ. Απλωσα ένα πλυντήριο. Αρχίσαμε. Ο χρόνος έχει μια μοναδική ικανότητα να περνάει πολύ γρήγορα όταν τον χρειάζεσαι και πολύ αργά όταν βαριέσαι. Τα μισάωρα περνούσαν με ιλλιγγιώδη ταχύτητα, βρίσκοντάς μας σκυμμένες πάνω από τα ανοιχτά τετράδια 52 – 6 = 52 – 2 – 4. Εδωσα πολλά παραδείγματα. Δεκάδες και μονάδες αχταρμάς. Οσο πέρναγε η ώρα εκνευριζόμουν.
Αναψα τσιγάρο.
Μικρές μαυρόασπρες γραμμές λόγου σχηματίζονται στο χαρτί. Ο ήχος των λέξεων χτυπά ρυθμικά στο μυαλό μου. Πρέπει να διατηρήσω το τέμπο. Την αρμονία πάση θυσία. Σαν παρτιτούρα. Σταματάω την πρόταση νωρίς. Λέξεις απλές. Οχι πολλά επίθετα. Λιτά. Ξαναδιαβάζω και διορθώνω: αντί για μήπως γράφω ίσως, αντί για έπειτα μετά. Ο ήχος των λέξεων αυτονομείται. Ολοκληρώνει το πρώτο μέρος μια σωπηλής ανάγνωσης. Το κείμενο οφείλει να ρέει. Οπως και τα νοήματα. Ξεκινάω απ’ την αρχή. Διαβάζω πάλι. Κοντοστέκομαι στα κόμματα, διακόπτω στις τελείες.
Αφορμή μια καθημερινή εικόνα που προκαλεί μια σκέψη. Την παρακολουθώ να διαλύεται μέσα σε συνειρμούς, έπειτα να ξανασυντίθεται με αυθαιρεσία. Να σχεδιάζει καταστάσεις και σκηνές της φαντασίας. Να ξαναγεννιέται μετά, εκτοξευμένη στο χρόνο – θυμίζοντας αδιόρατα την πραγματική, εκτελώντας παραγγελμένες προσδοκίες και θελημένες προβολές.
Και η σκέψη, η αρχική τώρα συγκεχυμένη. Ποιό ξεκίνησε πρώτο σημασία δεν έχει και κανείς δεν ξέρει να πεί.
Περπατάω, σταματάω, κοιτάζω ίσια μπροστά . Σημειώνω. Σημειώνω.
Φράσεις, νοήματα και εικόνες.
Μια μέρα θα αποτελέσουν ένα άλμπουμ λέξεων, ένα λεξικό εικόνων.
Γυρίζω.
Αυτήν την εποχή γυρίζω. Γύρω από τον άξονά μου. Για την ακρίβεια απλώς περιστρέφομαι.
Αναψα τσιγάρο.
Μικρές μαυρόασπρες γραμμές λόγου σχηματίζονται στο χαρτί. Ο ήχος των λέξεων χτυπά ρυθμικά στο μυαλό μου. Πρέπει να διατηρήσω το τέμπο. Την αρμονία πάση θυσία. Σαν παρτιτούρα. Σταματάω την πρόταση νωρίς. Λέξεις απλές. Οχι πολλά επίθετα. Λιτά. Ξαναδιαβάζω και διορθώνω: αντί για μήπως γράφω ίσως, αντί για έπειτα μετά. Ο ήχος των λέξεων αυτονομείται. Ολοκληρώνει το πρώτο μέρος μια σωπηλής ανάγνωσης. Το κείμενο οφείλει να ρέει. Οπως και τα νοήματα. Ξεκινάω απ’ την αρχή. Διαβάζω πάλι. Κοντοστέκομαι στα κόμματα, διακόπτω στις τελείες.
Αφορμή μια καθημερινή εικόνα που προκαλεί μια σκέψη. Την παρακολουθώ να διαλύεται μέσα σε συνειρμούς, έπειτα να ξανασυντίθεται με αυθαιρεσία. Να σχεδιάζει καταστάσεις και σκηνές της φαντασίας. Να ξαναγεννιέται μετά, εκτοξευμένη στο χρόνο – θυμίζοντας αδιόρατα την πραγματική, εκτελώντας παραγγελμένες προσδοκίες και θελημένες προβολές.
Και η σκέψη, η αρχική τώρα συγκεχυμένη. Ποιό ξεκίνησε πρώτο σημασία δεν έχει και κανείς δεν ξέρει να πεί.
Περπατάω, σταματάω, κοιτάζω ίσια μπροστά . Σημειώνω. Σημειώνω.
Φράσεις, νοήματα και εικόνες.
Μια μέρα θα αποτελέσουν ένα άλμπουμ λέξεων, ένα λεξικό εικόνων.
Γυρίζω.
Αυτήν την εποχή γυρίζω. Γύρω από τον άξονά μου. Για την ακρίβεια απλώς περιστρέφομαι.